Της ψυχής μας το στέκι
Ακούσατε, ακούσατε, το λόγο ενός ποιητάρη!
Μιάν ιστορία θα σας πω γι' αγάπη τρυφερή
ανθρώπων δυό που ζήσανε κάποιο παλιό φεγγάρι
μα σκέπασαν τη μοίρα τους αμέτρητοι καιροί
Για νέους δυό που της καρδιάς εφώτισαν το δρόμο
και δείξανε του έρωτα το πάθος ότι ζει,
που πάλεψαν με τον σκληρό της έχθρητας το νόμο,
που δυό στρατιές ενίκησαν και ζήσανε μαζί
Σ' ενός βουνού τους πρόποδες υπήρχε κάποια λίμνη
και δύο τη διαφέντευαν, αντίπαλοι στρατοί
που βρυχηθμούς εκτόξευαν, σα λέοντες και σκύμνοι
τη λίμνη όταν φρουρούσανε και τη λιμνήσια ακτή
Ολημερίς κι ολονυχτίς μ' ακάτους και με σκάφη
άνδρες τη λίμνη πάνοπλοι κι από τις δυό στρατιές
διέπλεαν, βιγλίζοντας της όχθης τα εδάφη
που πλάτανοι τα σκέπαζαν και κλαίουσες ιτιές
Βιγλίζαν και το σύνορο στη λίμνη μεταξύ τους,
που νούφαρα το στόλιζαν κι ευώδεις λευκανθοί·
κι αν κάποιος υπερέβαινε την οριογραμμή τους
ευθύς θα 'καμαν το αίμα του στη λίμνη να χυθεί
Σε μιά καλύβα φτωχική, στη μιά πλευρά της λίμνης
μιά κόρη ζούσε λιόκαλη με κόμη χρυσαφιά,
που μόνο βιός της ήτανε τα πρόβατα μιάς ποίμνης
και μιά μικρή ψαρόβαρκα με ξύλινα κουπιά
Και σε μιά πασσαλόπηκτη, καλαμωτή πελάδα
στην όχθη την αντίπερα ζούσε ένας νιός ψαράς,
που κάθε δείλι πήγαινε στη λίμνη για βαρκάδα
κι υπό το βλέμμα ψάρευε της έναστρης νυχτιάς
Τύχαινε δε και ψάρευαν κοντά ο νιός κι η κόρη
και κουβεντιάζαν κάποτες, κι ας ήτανε δυο oχθροί·
κι η κόρη θαύμαζε τον νιό, που ήταν ψηλός σα δόρυ,
κι ο νιός την κόρη θαύμαζε, τη βεργολυγερή
Κι εξομολογηθήκανε του έρωτα το πάθος
μια νύχτα σαν περίμεναν να βγάλουν την ψαριά·
των αισθημάτων μέσα τους φανέρωσαν το βάθος
κι είπαν άλλο δεν άντεχαν να ζούνε μακριά
Συμφώνησαν δε πάντοτε να συναντιούνται βράδυ,
από τις δύο τις στρατιές μαζί μη θεαθούν·
στο σύνορο θα βρίσκονταν, με φόντο το σκοτάδι,
της προσμονής τον ώριμο καρπό για να γευθούν
Και τ' ουρανού περίμεναν το χρώμα να ροδίσει
και λάμναν ως το σύνορο, για να συναντηθούν·
στο πέπλο της τους έκρυβε η πορφυρένια δύση
ώσπου ο καιρός τούς έκαμε γλυκά ν' αγαπηθούν
Το σούρουπο, έτσι, αντάμωναν οι δυό ξύλινες λέμβοι
και σ' ονειρώδεις χάνονταν οι νέοι ρεμβασμούς·
και σιγοτραγουδούσανε του έρωτα τη ρέμβη
τραγουδιστούς σαν άκουγαν βατράχων κοασμούς
Συχνά στην κόρη απήγγειλλε ο νέος σερενάτα
σιγά και χαμηλόφωνα, για να μην ακουστεί
απ' τις ακάτους που έστελναν τα αντίπαλα φουσάτα
και φύλαγαν το σύνορο, μην παραβιαστεί
Άλλοτε της τραγούδαγε ριμάτη βαρκαρόλα
όταν τις βάρκες σκέπαζε λιμναία καταχνιά,
ώστε να μην τους δουν μαζί φρουροί με πυροβόλα
που κάθε νύχτα βγαίνανε στη λίμνη παγανιά
Κάποια βραδιά αγκαλιάστηκαν στης κορασιάς τη βάρκα
ενώ στ' αυτιά τους έσμιγαν ανέμου συριγμοί·
κι ενώσανε τα χείλη τους και τη γυμνή τους σάρκα
και της καρδιάς ζευγάρωσαν οι πύρινοι σφυγμοί
Και σαν πνοές ερωτικές ακούγονταν οι ρόχθοι
του κύματος που έσμιγε με την υγρή στεριά
όταν της λίμνης άγγιζε παφλάζοντας την όχθη,
με λύχνο την ουράνια φεγγαροξαστεριά
Και σαν η κόρη αισθάνθηκε τα γάργαρα τα ρείθρα
που έρρεαν και βύζαιναν της λίμνης την αχτή,
σαν κύλαγαν ανάμεσα στις λεύκες και τα σκλήθρα,
αποθυμιά την έπιασε κι αυτή να βυζαχτεί
Κι ο νέος τής ορκίστηκε ότι μαζί θα ζήσουν
και σπιτικό θ' ανοίξουνε μες στην ακρολιμνιά·
πως σύντομα θα παντρευτούν, και πίσω τους θ' αφήσουν
κάποια δική τους των λιμνών, περήφανη γενιά
***
Έναν καιρό κατοπινό μαθεύτηκαν μαντάτα
που σφόδρα αναστατώσανε των νέων την ψυχή:
Το σύνορο θα σφράγιζαν της λίμνης τα φουσάτα,
για πόλεμο κανένα τους να μην ανησυχεί
Αδύνατο έτσι θα 'τανε ν' απαντηθούν οι βάρκες
στο σύνορο, που νούφαρα το στόλιζαν κι ανθοί·
γιατί γύρω απ' το σύνορο θε να βυθίζαν νάρκες,
σκάφος να πέσει απάνω τους για να ανατιναχθεί
Και στέναξαν περίλυποι· και ζήλεψαν τον κύκνο,
τον πελεκάνο, το ρωδιό και το μικρό παπί
που σεργιανίζουν λεύτερα στο φυσικό τους λίκνο
χωρίς να ξέρουν σύνορο και χώρα αλλοδαπή
Πώς να ξεφύγουν λόγιαζαν απ' των φρουρών τη λόγχη
που με κουρσάρικο έμοιαζε κι αιμοδιψές σπαθί,
ώστε μαζί να ζήσουνε σε μιας καλύβας κόγχη
φτιαγμένης όλης με άχυρο, καλάμι και ψαθί
Και να κλεφτούνε σκέφτηκαν, κόρη και παλικάρι,
κι αντάμα να διαφύγουνε σε χώρα αλαργινή·
κι εκεί να ζήσουνε μαζί σαν έγγαμο ζευγάρι,
κλειώντας τη λίμνη μέσα τους, σε μνήμη μακρινή
Και συμφωνήσαν να βρεθούν σαν έπεφτε λυκόφως
στης λίμνης τ' ανθοσύνορο, για μια στερνή φορά·
με βάρκα μιά θα φεύγανε, που θά 'κρυβεν ο ζόφος,
την άλλη βάρκα αφήνοντας στης λίμνης τα νερά
Και για να μην απαντηθούν με λόγχες και στιλέτα,
θα φεύγαν στο κορύφωμα της χασοφεγγαριάς·
το διάβα τους θα φώτιζαν με δύο σπερματσέτα
στα νώτα τους σαν άφηναν τους άνδρες της φρουράς
Πριν ξεκινήσει για να βρει τον μέλλοντά της άντρα,
η κόρη στερνοκοίταξε το φτωχικό τσαρδί·
και τους αμνούς λευτέρωσε, ξανοίγοντας τη μάντρα
αφού πια δεν θα επέστρεφε ξανά για να τους δει
Και μόνα τους τα πρόβατα μη θέλοντας να ζούνε
στη λίμνη ροβολήσανε να ξαναβρούν τη νιά·
τη νιώσαν που ξεμάκραινε, μα αυτά δεν κολυμπούνε·
και να γυρίσει πρόσμεναν μέσα στη σκοτεινιά
Φρουροί πολλοί τ' ακούσανε κι ευθύς τ' ακολουθήσαν,
τα βρήκσν να βελάζουνε στην όχθη με τ' αρνιά·
φωτιές σε λάκκους άναψαν και λόγχες ακονίσαν·
κι αίμα την όχθη πότισε και την ακρολιμνιά
Και πριν κινήσει για να βρει ο νιός ψαράς την κόρη,
για ν' ανταλλάξουν σύντομα του γάμου το φιλί,
τα δίχτυα του, που στόλιζαν της βάρκας του την πλώρη,
τα έθαψε μ' ευλάβεια στης όχθης την ιλύ
Τίποτα δε θα 'μπόδιζε, λογιάζαν, τη φυγή τους
κι ας σφύριζε άγριος άνεμος εκείνη τη νυχτιά·
στη λίμνη ξανοιχτήκανε, αφήνοντας τη γη τους,
δεύτερη μη γυρίζοντας να ρίξουνε ματιά
Στο σύνορο ζυγώσανε, 'κεί που 'χαν πει να σμίξουν,
κι ασπλάχνως τους μαστίγωναν του άνεμου οι ριπές·
οι καταρράκτες τ' ουρανού 'τοιμάζονταν ν' ανοίξουν,
θαμπωτικές φωτίζανε τη λίμνη αστραπές
Αίφνης η κόρη αισθάνθηκε το κύμα σα μαχαίρα
να σκίζει της ψαρόβαρκας το ξύλινο σκαρί·
η βάρκα της μπατάρισε στον μανιασμένο αγέρα·
κι αμέσως την εκύκλωσαν της λίμνης οι αφροί
Και σαν την είδε στο νερό, κίνησε ο νιός να λάμνει
χωρίς να 'χει τους άνεμους συμμάχους ή βοηθούς,
δίχως στιγμή να σταματά και δίχως ν' αποκάμνει·
και διάβηκε το σύνορο με τους λευκούς ανθούς
Εναγωνίως έλαμνε την κόρη να προφτάσει
πριν το νερό το άκαρδο με βιά την καταπιεί,
προτού το κύμα τ' αψηλό το σώμα της σκεπάσει
κι η λίμνη μες στα σπλάχνα της τής πάρει την ψυχή
Και λίγο πριν η κορασιά βουλιάξει μες στη λίμνη
και ρουφηχτεί στα βάθη της, παύοντας πια να ζει,
σώστης ο νέος έφθασε, την τράβηξε στην πρύμνη
κι οι δυό τους μες στη βάρκα του σταθήκανε μαζί
Μάτι τους είδε σκοτεινό, στο μαύρο αστραποβρόντι,
ζοφώδες, ωσάν έρεβος αφέγγαρης νυχτιάς·
μάτι που στόμα γίνηκε, με κοφτερό το δόντι,
κι εξέβαλε από μέσα του γλώσσα καυτής φωτιάς
Πύρινη φλόγα ξέσχισε τον άνεμο με βιάση,
σφυρίζοντας, σα νά 'τανε φαρμακερή οχιά·
ο άνεμος βρυχήθηκε και σείστηκε η πλάση
κι όλα μαζί παλεύανε του Άδη τα στοιχειά
Κατακλυσμός κατέφθανε σαν μανιακό ζουλάπι
κι οι καταρράκτες άνοιξαν του μαύρου τ' ουρανού·
κι η λίμνη βασανίστηκε μες στ' άγριο το δρολάπι
και ωσάν σπαθί τη χάραξε το πυρ του κεραυνού
***
Μα σαν η νύχτα πέρασε, βασίλεψε γαλήνη
κι η πλάση καλωσόρισε γλυκά τη ροδαυγή·
ο δρόλαπας σταμάτησε κι ήρθε και πάλι ειρήνη
στη λίμνη και στ' αγέρι της και στη λιμνήσια γη
Οι καλαμιές ορθώνονταν σα λυγερές συλφίδες,
τα λιμνοπούλια ξάνοιγαν με χάρη τα φτερά·
κι απ' το βουνό ξεπρόβαλαν οι πρώτες ηλιαχτίδες
και λούστηκαν στ' ακύμαντα της λίμνης τα νερά
***
***
Ακούσατε, ακούσατε! Στη χωρισμένη λίμνη,
που το κορμί της λόγχισαν δυό πάνοπλες φρουρές,
θριάμβου πανηγυρικού θ' αντιλαλήσουν ύμνοι
που γλέντια θα σηκώσουνε, τραγούδια και χαρές!
Από χαρά δακρύζουνε ο πλάτανος κι η λεύκα,
δακρύζουνε τα νούφαρα κι οι κλαίουσες ιτιές,
ρητίνης χύνουν δάκρυα και του βουνού τα πεύκα,
των ανθοδέντρων δάκρυα σταλάζουν οι ματιές
Σήμερα γάμος γίνεται· παντρεύονται δυό νέοι
μαζί που υποκλίθηκαν στης μοίρας την πειθώ!
Σύμπασα η λίμνη τραγουδά κι απ' τη χαρά της κλαίει·
σήμερα γάμος γίνεται στης λίμνης τον βυθό!
Στο βύθος το φυκόστρωτο προσμένει το ζευγάρι,
το ζεύγος το μελλόνυμφο, η νύφη κι ο γαμπρός·
η κόρη σαν ολόγιομο λαμποκοπά φεγγάρι
κι ο νιός φέγγει ολόχρυσος σαν ήλιος λαμπερός
Στης λίμνης μέσα τα νερά βουτά ο κορμοράνος,
ο κύκνος, η βαλτόπαπια, η χήνα κι ο τσικνιάς,
βουτά το φοινικόπτερο, βουτά κι ο πελεκάνος
στον γάμο να προσέλθουνε του νέου και της νιάς
Από της λίμνης την ακτή κινά κι η σαλαμάνδρα
αντάμα με τον τρίτωνα, τον γάμο για να δουν·
και προς τιμήν της κορασιάς και του δικού της άνδρα
δυό βάτραχοι κοάζοντας τον γάμο τους υμνούν
Και κολυμπώντας έρχονται τσιρόνια και γριβάδια
κι άλλα πολλά λιμνόψαρα, στον γάμο να βρεθούν·
κινούν από τα χλοερά της λίμνης τα λιβάδια
το ζεύγος ν' ανταμώσουνε και να του ευχηθούν
Της λίμνης ψάρια και πουλιά γίνονται φίλοι τώρα,
φιλιώνουν κι όσα πλάσματα ζουν στη λιμνήσια ακτή·
κι όλα, βαστώντας πλούσια για το ζευγάρι δώρα,
προσμένουν η γαμήλια ν' αρχίσει τελετή
Τον ιερό γάμο τελούν δυό χρυσαφείς κυπρίνοι
κι εύχονται στους μελλόνυμφους παντοτεινή χαρά·
της νιάς βαστούν το νυφικό δυό θηλυκοί γυρίνοι
που φτιάχτηκε απ' τα πάλλευκα του κύκνου τα φτερά
Ξάφνου βουτά μια γαλανή στο βύθος αλκυόνα
και βάζει δύο στέφανα στων νέων το μαλλί·
κι απ' άκρου εις άκρον αντηχεί στου βύθους τον λειμώνα:
"Βίο νά 'χετε ανθόσπαρτο, ρόδινο κι ευτυχή!"
***
***
Ήσυχα πλέον οι φρουροί διαβαίνουν τα ξενύχτια
και ήρεμα στα σκάφη τους ο χρόνος τους περνά·
σίγησε, πια, ο παφλασμός από κουπιά και δίχτυα
που άκουγαν στο σύνορο, παλιά, τα δειλινά
Δεν αγροικούνε τώρα εκεί πνοές και χτυποκάρδια,
τίποτα πια στο σύνορο δεν τους παρενοχλεί·
οι νάρκες τούς εκάμανε γαλήνια τη βάρδια,
καμία πια στη λίμνη τους δε νιώθουν απειλή
Μα κάπου-κάπου βλέπουνε τη νύχτας οι βαρδιάνοι
δυό ίσκιους να προβάλλουνε μέσ' απ' τη σκοτεινιά,
σαν απ' της λίμνης τα νερά να βγαίνουν για σεργιάνι·
και οι βαρδιάνοι νιώθουνε στο αίμα παγωνιά
Τότες αρπάζουν τ' όπλο τους κι αγγίζουν τη σκανδάλη
μα οι δυό ίσκιοι χάνονται στης λίμνης τα νερά·
με τρόμο κάθε νύχτα ζουν, τους ίσκιους μη δουν πάλι,
και σπιρουνιάζει μέσα τους ο τρόμος την καρδιά
Ωσπου τους είδαν κάποτε φρουροί σ' ένα νυχτέρι
στης λίμνης τ' ανθοσύνορο, με τ' άνθη να μιλούν·
και με μορφές ανθρώπινες, πιασμένοι χέρι-χέρι,
τη λίμνη ν' ατενίζουνε και να χαμογελούν
ΤΕΛΟΣ
(Πειραιάς, 7-30 Αυγούστου 2011)
Και στέναξαν περίλυποι΄ και ζήλεψαν τον κύκνο,
τον πελεκάνο, τον ρωδιό και το μικρό παπί
που σεργιανίζουν λεύτερα στο φυσικό τους λίκνο
χωρίς να ξέρουν σύνορο και χώρα αλλοδαπή ...
( ... )
Από χαρά δακρύζουνε ο πλάτανος κι η λεύκα,
δακρύζουνε τα νούφαρα κι οι κλαίουσες ιτιές,
ρητίνης χύνουν δάκρυα και του βουνού τα πεύκα,
των ανθοδέντρων δάκρυα σταλάζουν οι ματιές ...
Nικόλα,
Πως να σχολιάσει κάποιος μία τέτοια δημιουργία ...
Ιδέα, θέμα ... ανάπτυξη ... ροή ... όλα δοσμένα με μέτρο και αρμονία.
Αν και δεν είμαι οπαδός των μακροκελών ποιημάτων εν γένει, εν τούτοις οφείλω να ομολογήσω πως όταν τελείωσε λυπήθηκα που η ιστορία σου δεν είχε περισσότερες στροφές ... τόσο που μου άρεσε !!! ...
Καλό ξημέρωμα ... και θα επανέλθω ...
Δηλαδή βάλθηκες να μας τρελάνεις Λιόντα!!!
Πολύ Μεγάλο Έργο σε Αξία!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Δεν είναι μόνο το ποιητικό μέρος, είναι η γνώση, η φαντασία, το συναίσθημα, η ροή, τα πάντα
στην εντέλεια!!!!!
Συναρπαστικό από την πρώτη ως την τελευταία στροφή!!!!!!
Συγχαρητήρια γι αυτά και όσα θα δω στις επόμενες αναγνώσεις!!!!!
Ωδή στην Αγάπη!!!!!
------------------------
Και σε άλλα με υγεία!
Φανταστικο!!!Μαγευτικο!!!καταπληκτικο!!!
Τι αλλο να πει κανεις για ενατετοιο ποιητικο εργο?
Την καλημερα μου και τα σεβη μου!
Έχουμε ενωπιόν μας,
ένα ποίημα "μακράς πνοής"!!!!!!!!
Χειμμαρώδης λόγος,
απίστευτος πλούτος εικόνων,
δημιουργήθηκε απο συναισθήματα
και δημιουργεί συναισθήματα,
επιτυγχάνοντας απόλυτα την αποστολή που έχει κάθε πνευματική δημιουργία!!!!!!!!!
Πολλά συγχαρητήρια!!!!!!!!!!!!!!!
συγκινήθηκα βαθιά και στο τέλος έκλαψα,
για κριτική του έργου δεν έχω τα κότσια σου.
καλό βράδι φίλε Λιόντα.
'
Πολύ ωραίο ποιητικό έργο !
Άξιο ευρύτερης δημοσίευσης ...
Θεατρικό έργο φίλε μου !
Πολλά μπράβο και εύχομαι να αναδειχτεί το έργο σου, γιατί πραγματικά το αξίζεις !
Φοβερή ιστορία !
.
Σας ευχαριστώ πολύ, τόσο για τα θετικά σας σχόλια όσο και για τον χρόνο που αφιερώσατε για την ανάγνωση αυτού του - πράγματι - μακροσκελούς ποιήματος.
Προστέθηκε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 0 Σχόλια 0 Μου αρέσουν
Προστέθηκε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 0 Σχόλια 0 Μου αρέσουν
Προστέθηκε από τον/την zissakos pavlos 0 Σχόλια 0 Μου αρέσουν
Προστέθηκε από τον/την zissakos pavlos 0 Σχόλια 0 Μου αρέσουν
Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις 0 Μου αρέσουν
Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις 0 Μου αρέσουν
Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις 0 Μου αρέσουν
Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση 1 Μου αρέσει
Ξεκίνησε από τον/την Liontas. Τελευταία απάντηση από τον/την Δημήτρης Φάββας Νοέ 25, 2021. 24 Απαντήσεις 6 Μου αρέσουν
© 2024 Created by Nikolakakos Georgios (spartinos). Με την υποστήριξη του
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά