Τον θυμάμαι πάνω στο μαύρο μεταλλικό του ποδήλατο με τη σχάρα,ίσα που να
φτάνουνε τα πόδια του στα πετάλια.
Ήταν ο φιλόλογος μας ,ένας
κοντόσωμος και παχουλός ανθρωπάκος ,με ύφος καρδιναλίου και με πολύ
τουπέ, που με υποχρέωνε να τον γελοιογραφώ κατά κόρον στη διάρκεια του
μαθήματος του.
Εκείνη την ημέρα είχαμε το μάθημα της Ιστορίας, αλλά
λόγω σκασιαρχείου δεν ήμουνα διαβασμένος, αλλά ούτε και γνώριζα ότι
εκείνη την ημέρα θα μας εξέταζε.
Αφού σκαρφάλωσε στην έδρα του μ ένα
επικίνδυνο σάλτο όπως πάντα, άνοιξε το παρουσιολόγιο του κοιτάζοντας μας
όλους βλοσυρά, μέσα από τα μυωπικά του γυαλιά.
Ήμασταν γύρω στα 55
άτομα μέσα στην τάξη, σε τρεις σειρές και σε βάθος δέκα θρανίων ανα
σειρά.
Η θέση μου όπως πάντα με την πλάτη στον τοίχο, χωρίς άλλον
δίπλα μου.
Το τελευταίο θρανίο, μου εδινε την δυνατότητα κρυμμένος
πίσω από δυο πανύψηλους συμμαθητές μου, να κάνω ότι μου άρεσε.
Έτσι
κι εκείνη την ημέρα ,άνοιξα με την ησυχία μου το μπλόκ , δίπλα στο
ανοιγμένο βιβλίο της Ιστορίας (για τα μάτια) και άρχισα την γνωστή μου
ασχολία, ..το σκιτσάρισμα.
«Ζαμπίκος στο μάθημα !» ακούστηκε από το
βάθος της αίθουσας, αιφνιδιάζοντας με για τα καλά.
Προσπαθούσε να με
εντοπίσει, αλλά δεν τα κατάφερε ,με αποτέλεσμα να γυρίζει το κεφάλι του
περισκοπικά προς όλες τις κατευθύνσεις.
«Είπα, Ζαμπίκος στο μάθημα!»,
επανέλαβε πιο δυνατά.
«Πααααρών !» ψέλλισα και έβαλα πλώρη προς τον
πίνακα, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του.
«Σήμερα με σκιτσάρισες καλά
σκιτσογράφε ?»είπε μ ένα σαρδόνιο χαμόγελο, ενώ η τάξη τρανταζότανε στα
γέλια.
«Δεν πρόλαβα κύριε καθηγητά,με διακόψατε» του απάντησα,
παίρνοντας το πιο ταλαιπωρημένο ύφος της ζωής μου.
Του άρεσε η
ειλικρίνεια μου και αυτό πολλές φορές με είχε σώσει, καθώς δεν
προσπαθούσα ποτέ να γαντζωθώ από το ψέμα και να αποποιηθώ τις ευθύνες
μου.
Λέγε λοιπόν, γιατί δεν ήσουν στο προηγούμενο μάθημα, μπορώ να
μάθω, με ρώτησε βάζοντας τα χέρια του στη μέση, αλλά Ντούτσε.
Του
άρεσε πολύ αυτή η στάση, γιατί νόμιζε πως του έδινε κύρος.
«Μήπως
ήσουνα άρρωστος?» επανέλαβε κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια.
«όχι
φυσικά, απλά έκανα σκασιαρχείο στο μάθημα σας».
Το γέλιο που έπεσε
μέσα στην τάξη δεν περιγράφεται. Θα περίμενε κανείς να με έστελνε κατ
ευθείαν στον Δ/ντη για αποβολή ,όμως κάτι πάλευε μέσα του και δεν το
έπραξε.
Ίσως επειδή γελοιογραφούσα στο περιοδικό «Πρώτο» του Γιάννη
Μαρή και είχα γίνει ο φάν της τάξης μου, ίσως επειδή εκτιμούσε την
παλικαριά...
Αφού κατασίγασε την οχλοβοή των συμμαθητών μου, μου
ζήτησε να του πω αυτολεξεί το μάθημα(παπαγαλία)
,ανοίγοντας συγχρόνως το βιβλίο της ιστορίας που είχε μπροστά του.«Για
λέγε λοιπόν σκασιάρχη μας, τι ξέρεις για την μάχη της Πίνδου το 40»?
Κατάλαβα
τότε πως είχαν τελειώσει τα ψέματα και πως στα σίγουρα με περίμενε ένα
μεγάλο μηδενικό.
«Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940…για
συνέχισε εσύ τώρα».
Τα έπαιξα όλα για όλα εκείνη την στιγμή, δεν είχα
άλλη διέξοδο.«Μπορώ να το πω με το δικό μου τρόπο και όχι
παπαγαλίζοντας ?»,τον ρώτησα.
«Τέλος πάντων, πέστα μας με τον δικό
σου τρόπο κι έμενα δεν μ αρέσει η παπαγαλία»,συμφώνησε κουνώντας
καταφατικά το κεφάλι του.
Τότε δεν έχασα την ευκαιρία και γυρίζοντας
προς τον πίνακα , άρχισα με την κιμωλία να σκιτσάρω,στρατιωτάκια,αερ
οπλάνα,ιταλούς,Ελληνες,κα
τσίκες,μουλάρια,πυροβόλα,
όλα στοιβαγμένα φύρδην μύγδην πάνω σε χιονισμένα βουνά.
«Λάθος !»
φώναξε κάποιοα στιγμή και άρχισε να διορθώνει τις φιγούρες μου, ενώ
παράλληλα μας εξιστορούσε την δική του συμμετοχή σ εκείνο το έπος.
Ήταν
παλικάρι στ αλήθεια και είχε πολεμήσει με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού σ
εκείνα τα αφιλόξενα μέρη.
Στο κατόπιν, μου γύρισε την πλάτη
,απευθυνόμενος στο ακροατήριο του και άρχιζε να αφηγείται τα όσα έζησε
εκείνη την εποχή, ενώ εγώ διόρθωνα τις καρικατούρες μου ,ώστε να
συμφωνούν με τα λεγόμενα του.
Τα μάτια όλων μας ήταν βουρκωμένα,
καθώς ξέσπαγε συχνά σε λυγμούς ,θυμίζοντας μας τα παλικάρια της
διμοιρίας του ,που είχαν δώσει τη ζωή τους για την πατρίδα.
Το
κουδούνι χτύπησε, αλλά κανένας δεν ήθελε να βγει για διάλειμμα..
Στο
τέλος χτυπώντας με φιλικά στον ώμο μου ψιθύρισε στ αυτί.. «καλά δεν τα
καταφέραμε σκιτσογράφε»?
Χαμογέλασα με πίκρα, καθώς αυτό τον ήρωα το
είχα γελοιοποιήσει με τα σκίτσα μου στην τάξη.
Μάζεψα τα πράγματα
μου και ξεκίνησα για την επιστροφή στο σπίτι. Ήμουν καταβεβλημένος
ψυχικά και ένοιωθα τόσο βρώμικος μέσα μου..
Εκτοτε δεν έκανα ξανά
σκασιαρχείο στο μάθημα του ,αλλά ούτε και ξαναγελοιογράφησα καθηγητή
μου.
Εκείνο το μάθημα της Ιστορίας, έγινε δικό μου μάθημα ζωής
Μαράκος
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά