-Κύριε υπουργέ, ξυπνήστε φώναξε δυνατά από το διάδρομο η καμαριέρα Βασιλική Αυγερινού, χτυπώντας βροντερά την καρυδένια πόρτα του ημιφωτισμένου συζυγικού υπνοδωματίου.

O υπουργός και η σύζυγός του ξύπνησαν αμέσως.

-Μα τι συμβαίνει; Tι ώρα είναι, Όλγα; ρώτησε τη γυναίκα του μες στην παραζάλη του ύπνου του.

-Έξι και δέκα, του απάντησε εκείνη, κοιτώντας το χρυσό της ρολόι.

Τότε ο υπουργός κοίταξε προς το παράθυρο. Είδε ότι ο ουρανός ήταν ακόμα σκοτεινός. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε τη μεταξωτή του ρόμπα και με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

-Τι συμβαίνει, Βασιλική; ρώτησε με σιγανή φωνή μόλις άνοιξε την πόρτα.

-Κύριε Υπουργέ, σας ζητάει επειγόντως η αδελφή σας, η Μαρία, στο τηλέφωνο.

Μόλις η καμαριέρα είπε αυτά τα λόγια ξύπνησε ολότελα, λες και τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Ταυτόχρονα ένα σύννεφο ανησυχίας σχηματίστηκε στο αγουροξυπνημένο του πρόσωπο.

Χωρίς καθυστέρηση βγήκε στο διάδρομο, κατέβηκε την ξύλινη σκάλα, περπάτησε λίγα βήματα και σήκωσε το τηλέφωνο που βρισκόταν σ’ ένα τραπεζάκι στο μικρό σαλόνι του αρχοντικού.

-Καλημέρα Μαρία. Τι συμβαίνει; ρώτησε με ανυπομονησία. 

-Καλημέρα Φοίβο. Έχω να σου πω ένα πολύ άσχημο νέο. Ο πατέρας δεν μπορούσε να αναπνεύσει, πριν μια ώρα που ξύπνησε. Ειδοποιήσαμε το ασθενοφόρο και τον πήρε. Τώρα βρίσκεται στο εφημερεύον σήμερα κρατικό νοσοκομείο «Γιατρειά». Μαζί του έχει πάει η Γεωργία και ο σύζυγός της. 

-Μαρία, φεύγω αμέσως για το νοσοκομείο, είπε τότε ο υπουργός και αφού χαιρέτησε την αδελφή του, έκλεισε το τηλέφωνο.

Η ανησυχία του είχε επιβεβαιωθεί με το πλέον χειρότερο τρόπο. Ανέβηκε τώρα την ξύλινη σκάλα και επέστρεψε στο συζυγικό υπνοδωμάτιο.

-Όλγα, πρέπει να φύγω, είπε στη γυναίκα του. Ο πατέρας μου είναι άρρωστος και βρίσκεται στο νοσοκομείο.  

Η γυναίκα του σηκώθηκε τότε από το κρεβάτι, άνοιξε τη ντουλάπα και έβγαλε έξω το κουστούμι του. Αφού το φόρεσε, χαιρέτησε τη σύζυγό του και κατέβηκε γρήγορα στο μικρό σαλόνι. Προχώρησε στο διάδρομο, όπου τον περίμενε έτοιμος ο οδηγός του, ο Λεωνίδας.

Η Εκάλη, που είναι ένα αριστοκρατικό καταπράσινο προάστιο στα βόρεια της Αθήνας, με υψηλών προδιαγραφών αρχιτεκτονική και εξαίρετο ρυμοτομικό σχέδιο που συνίσταται σε ένα μείγμα από κυκλικές και ευθείες οδούς, που διακόπτονται από κυκλικούς κόμβους και πλατείες, «κοιμόταν» ακόμα.

Η λιμουζίνα, λοιπόν, του υπουργού κύλησε γοργά στους έρημους δρόμους και κατόπιν βγήκε στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας. Μετά από δεκαπέντε λεπτά περνούσε την ανοικτή πύλη του κρατικού νοσοκομείου «Γιατρειά» που βρισκόταν στη Νέα Χαλκηδόνα, η οποία είναι ένα όμορφο προσφυγικό προάστιο στη βόρεια πλευρά της Αθήνας.   

Η λιμουζίνα σταμάτησε μπροστά στην κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, όπου τον περίμενε η αδελφή του και ο σύζυγός της. Κατέβηκε γρήγορα από το αυτοκίνητο και βημάτισε προς το μέρος τους.

-Καλημέρα Γεωργία. Καλημέρα Θανάση.

-Καλημέρα.

-Καλημέρα, Φοίβο.

-Τι έχει ο πατέρας; ρώτησε, κοιτώντας την αδελφή του.

-Δυστυχώς έχει υποστεί έμφραγμα και βρίσκεται στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Οι γιατροί μάς είπαν ότι έχει ελάχιστες πιθανότητες να επιβιώσει.

Τα λόγια αυτά της αδελφής του τού έσκισαν την καρδιά. Τον πατέρα του τον υπεραγαπούσε και η σκέψη και μόνο της απώλειάς του τον συγκλόνιζε.

Η μονάδα εμφραγμάτων βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Ανέβηκαν μαζί με το ασανσέρ και έφτασαν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Ο υπουργός χτύπησε τότε το κουδούνι. Μια ψηλόλιγνη νοσοκόμα, μετά από ένα λεπτό, άνοιξε την πόρτα.

-Καλημέρα.

-Καλημέρα σας κύριε υπουργέ, του είπε η νοσοκόμα που αμέσως τον είχε αναγνωρίσει.

Ο υπουργός κατόπιν μπήκε στη μονάδα και είδε τον πατέρα του, που βρισκόταν χλωμός και ασάλευτος, απάνω στο γωνιακό κρεβάτι. Ήταν διασωληνωμένος και είχε διασωληνωθεί από την πρώτη κιόλας στιγμή που τον παρέλαβε το ασθενοφόρο από το σπίτι του. Πλησίασε και του χάιδεψε στοργικά το αριστερό του χέρι. Από τα μάτια του κύλησε ένα δάκρυ. Η μνήμη του τότε ξύπνησε και θυμήθηκε πολλά. Ανάμεσα σε αυτά θυμήθηκε και κάποτε όταν ήταν γυμνασιόπαιδο, που είχε πάει μια Κυριακή του Μάη με τον πατέρα του για ψάρεμα στα βράχια της Πειραϊκής. Ο πατέρας του πολλές Κυριακές συνήθιζε να ψαρεύει ούτως ώστε να συνεισφέρει και με αυτόν τον τρόπο στο φτωχό οικογενειακό τσουκάλι. Ενώ, λοιπόν, ο πατέρας του ψάρευε με το καλάμι, γλίστρησε από τα αψηλά απόκρημνα βράχια και έπεσε στη θάλασσα, χτυπώντας κατά την πτώση το δεξί του πόδι. Ο πατέρας του τότε αστραπιαία βούτηξε στη θάλασσα και τον έβγαλε αναίσθητο και αιμόφυρτο στο διπλανό γραφικό λιμανάκι, όπου του έδωσε για δεύτερη φορά το φιλί της ζωής.

Τους συλλογισμούς του αυτούς τούς διέκοψε απότομα η νοσοκόμα με τη χαρακτηριστική βελούδινή της φωνή.

-Κύριε υπουργέ, σας ζητάει στο γραφείο του ο διευθυντής της καρδιολογικής κλινικής, ο κύριος Ιάσων Τριανταφύλλου.

Είχε ήδη ξημερώσει. Ο ήλιος είχε ανατείλει ολόλαμπρος στον καταγάλανο ουρανό. Η νοτισμένη πλάση από τη χτεσινή καταρρακτώδη βροχή είχε αρχίσει να στεγνώνει. Οι γιατροί, οι νοσοκόμοι και οι υπόλοιποι υπάλληλοι του νοσοκομείου βρίσκονταν όλοι στις θέσεις τους.

-Καλημέρα σας κύριε υπουργέ, είπε ο διευθυντής, μόλις μπήκε στο γραφείο του.

-Καλημέρα κύριε Τριανταφύλλου.

-Λυπάμαι πολύ για ό,τι σας συνέβη.

-Να είστε καλά.

-Παρακαλώ,  κύριε υπουργέ, καθίστε.

-Κύριε Τριανταφύλλου, θα ήθελα να σας ζητήσω να δώσετε και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών σας για τη σωτηρία του πατέρα μου.

-Κύριε υπουργέ ο πατέρας σας έχει υποστεί ένα βαρύτατο έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η κατάστασή του είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Αν επιβιώσει τα πρώτα εικοσιτετράωρα και καταφέρουμε να τον αποσωληνώσουμε, τότε θα έχει διαφανεί μια πιο στέρεα αχτίδα ελπίδας στον ορίζοντα. Να είστε, όμως, σίγουρος ότι τόσο εγώ όσο και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό της κλινικής κάνουμε από το πρώτο λεπτό ό,τι περνάει από το χέρι μας.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ένα ιδιαίτερα βαρύ περιστατικό είχε διακομιστεί στα εξωτερικά ιατρεία και ο γιατρός έπρεπε να μεταβεί επειγόντως εκεί.

-Με συγχωρείτε, κύριε Υπουργέ. Με ζητούν στα εξωτερικά ιατρεία. Πρέπει να φύγω.

-Παρακαλώ, κύριε Τριανταφύλλου. Πρώτα από όλα το καθήκον. Αυτήν τη στιγμή μια ζωή μπορεί να κινδυνεύει.

Βγήκαν από το γραφείο και ο υπουργός κατευθύνθηκε προς την αδελφή του και το σύζυγό της που περίμεναν στο διάδρομο.

-Νιώθω την ανάγκη να πάω λίγο έξω, τους είπε.

-Να πας, Φοίβο, είπε τότε η αδελφή του. Εμείς θα είμαστε εδώ.

Ο υπουργός, αφού κατέβηκε μουντός και στεναχωρημένος από την εσωτερική πλατιά σκάλα του νοσοκομείου, βγήκε έξω στον περίβολο. Άνοιξε τότε το κινητό του και τηλεφώνησε στην ιδιαιτέρα γραμματέα του στο υπουργείο, Ελισάβετ Δελή.

-Καλημέρα σας κύριε υπουργέ, του είπε αμέσως η γραμματέας του, αναγνωρίζοντας την κλήση του.

-Καλημέρα Ελισάβετ. Ξέρεις βρίσκομαι στο νοσοκομείο. Ο πατέρας μου έπαθε έμφραγμα και δε θα μπορέσω σήμερα να έρθω στο υπουργείο. Ως εκ τούτου η κρίσιμη προγραμματισμένη σύσκεψη για τις δυο το μεσημέρι θα αναβληθεί για άλλη μέρα.

-Κύριε υπουργέ, έχω ενημερωθεί από τον οδηγό σας, εδώ και ώρα, γι’ αυτό το δυσάρεστο συμβάν. Θα ήθελα να σας εκφράσω τη λύπη μου και να ευχηθώ ολόψυχα περαστικά στον πατέρα σας.

-Ελισάβετ, σε ευχαριστώ. Γεια σου.

-Και πάλι τα περαστικά μου στον πατέρα σας, κύριε υπουργέ. Γεια σας.

Έκλεισε αμέσως το κινητό του, διότι δεν επιθυμούσε να έχει άλλη συνομιλία και άναψε ένα τσιγάρο. Το απαλό οκτωβριανό αεράκι που φυσούσε εκείνη τη στιγμή καθάρισε, έστω και προσωρινά, το μυαλό του από τις στενάχωρες σκέψεις.

Περπάτησε κατόπιν με αργόσυρτα βήματα προς το εκκλησάκι που υπήρχε στον περίβολο του νοσοκομείου. Αφού δρασκέλισε το κατώφλι, προσευχήθηκε με ευλάβεια και παρακάλεσε το Θεό για την αποκατάσταση της υγείας του πατέρα του. Ο υπουργός εξάλλου εδώ και  δυο χρόνια πήγαινε τακτικά στην εκκλησία.

Έμεινε όλη τη μέρα στο πλευρό τού αγαπημένου του πατέρα που χαροπάλευε και αργά το βράδυ επέστρεψε κατάκοπος και εξαντλημένος στο σπίτι του.

Την επόμενη μέρα ο υπουργός ξύπνησε στις δέκα και αφού έκανε το μπάνιο του, ξυρίστηκε και έφαγε το πρωινό του μαζί με τη γυναίκα του ξεκίνησε φρέσκος και ξανανιωμένος για το νοσοκομείο. Στο δρόμο είχε αυξημένη κίνηση και έτσι η λιμουζίνα του έφτασε στο νοσοκομείο σε τριάντα περίπου λεπτά.

Ο οδηγός του, αφού πάρκαρε το αυτοκίνητο μες στον περίβολο του νοσοκομείου, του άνοιξε την πίσω δεξιά πόρτα και ο υπουργός κατέβηκε. Τη στιγμή που βάδιζε προς την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου είδε έκπληκτος να βγαίνει από μέσα ένας γιατρός με χειροπέδες, συνοδευόμενος από δυο αστυνομικούς.  

Τότε κοντοστάθηκε και ρώτησε γεμάτος απορία ένα διερχόμενο νοσοκόμο.

-Μα τι συμβαίνει;

-Συνελήφθη, κύριε, γιατί πήρε φακελάκι, του απάντησε ο νοσοκόμος. Είχε ζητήσει χρήματα από το συγγενή ενός ασθενή, προκειμένου να πραγματοποιήσει μια εγχείρηση. Η εγχείρηση ήταν απολύτως αναγκαία και ο ασθενής δεν μπορούσε να μετακινηθεί σε άλλο νοσοκομείο. Έτσι, ο συγγενής υπέκυψε. Του έδωσε τα μισά λεφτά πριν την εγχείρηση και σήμερα επρόκειτο να του δώσει τα άλλα μισά. Ο συγγενής, όμως, κατήγγειλε το γεγονός στην αστυνομία, τα λεφτά προσημειώθηκαν και ο γιατρός συνελήφθη επ’ αυτοφόρω.

-Αίσχος! Μα δεν ντρέπονται λιγάκι! αναφώνησε ο υπουργός.

Η διαφθορά, εδώ και χρόνια, ταλαιπωρούσε τη χώρα. Πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί χρηματίζονταν. Η πληγή, όμως, αυτή το τελευταίο χρονικό διάστημα είχε πραγματικά κακοφορμίσει.

Ο υπουργός, μετά από αυτό το επεισόδιο που εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια του, πήγε στη μονάδα εμφραγμάτων. Η κατάσταση της υγείας τού πατέρα του ήταν για δεύτερη μέρα στάσιμη. Έμεινε για μια ώρα περίπου εκεί και ύστερα έφυγε για το υπουργείο.

-Καλημέρα κύριε υπουργέ, του είπε ο θυρωρός Ανέστης Αμπάρας, μόλις μπήκε στο υπουργείο. Περαστικά στον ερίτιμο πατέρα σας.

-Ευχαριστώ, Ανέστη. Να είσαι καλά.

Ανέβηκε με το ασανσέρ στο δέκατο όροφο, όπου βρισκόταν το γραφείο του.

-Καλημέρα Ελισάβετ, είπε στην ιδιαιτέρα γραμματέα του, μόλις μπήκε στον προθάλαμο του γραφείου.

-Καλημέρα κύριε υπουργέ. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ με αυτό που σας συνέβη.

-Να είσαι καλά, Ελισάβετ. Σε ευχαριστώ. Έχεις ενημερώσει τους διευθυντές ότι η χτεσινή αναβληθείσα σύσκεψη θα πραγματοποιηθεί στη μία;

-Βεβαίως κύριε υπουργέ. Έχουν ενημερωθεί οι πάντες.

Κατόπιν ο Υπουργός άνοιξε την πόρτα  και μπήκε στο γραφείο του. Άφησε το χαρτοφύλακά του πάνω στην τράπεζα των συσκέψεων και περπάτησε προς το παράθυρο. Έσυρε τη βαριά μπεζ κουρτίνα και κοίταξε προς τα κάτω την Οδό Πειραιώς. Οι διαβάτες περπατούσαν αέναα στα πεζοδρόμια σαν σμάρια πουλιά. Τα αυτοκίνητα, που του φάνηκαν αποκεί ψηλά σαν παιδικά παιχνιδάκια, είχαν καταλάβει στριμωγμένα το ένα πίσω από το άλλο όλο το δρόμο. Τα λιγοστά δεντράκια μαράζωναν μες στα καυσαέρια και τα κορναρίσματα.

Άφησε εν συνεχεία το παράθυρο και κάθισε στη βαθύκολπη δερμάτινή του πολυθρόνα. Άνοιξε ένα φάκελο και άρχισε να διαβάζει. Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα.

-Κύριε υπουργέ, οι διευθυντές είναι απέξω, είπε η ιδιαιτέρα του, μόλις μπήκε στο γραφείο.

-Να περάσουν.

Η σύσκεψη κράτησε τέσσερις ώρες. Ακριβώς μόλις τελείωσε χτύπησε το κινητό του.  Ήταν η αδελφή του η Κωνσταντίνα.

-Καλησπέρα Φοίβο. Έχω να σου αναγγείλω ένα χαρμόσυνο νέο. Ο πατέρας απέκτησε επαφή με το περιβάλλον και αποσωληνώθηκε. Τώρα μιλάει και οι γιατροί είναι πολύ αισιόδοξοι για την πορεία της υγείας του.

-Κωνσταντίνα, έρχομαι αμέσως στο νοσοκομείο, τής είπε και έκλεισε το τηλέφωνο, αφού τη χαιρέτησε.

Τα μάτια του υπουργού φωτίστηκαν σαν αστέρια. Το πρόσωπό του έλαμψε ολόκληρο. Η ψυχή του αγαλλίασε. Το θαύμα που περίμενε έγινε. Οι προσευχές του είχαν εισακουστεί.

Βγήκε τότε αμέσως από το γραφείο του γεμάτος χαρά.

-Ελισάβετ, φεύγω για το νοσοκομείο, είπε στην ιδιαιτέρα του. Ο πατέρας μου συνήλθε και οι γιατροί τώρα είναι αισιόδοξοι.

-Χαίρομαι πολύ για αυτήν την εξέλιξη, κύριε υπουργέ.

-Ελισάβετ, γεια σου.

-Γεια σας, κύριε υπουργέ.

Έξω από το υπουργείο τον περίμενε ο οδηγός του.

-Λεωνίδα, γρήγορα στο νοσοκομείο, είπε στον οδηγό μόλις βγήκε φουριόζος. Ο πατέρας μου ανάνηψε.

Ο δρόμος για κακή του τύχη είχε πάρα πολλή κίνηση, ανάλογη με την ανυπομονησία του. Έφτασαν στο νοσοκομείο μετά από μια ώρα και πέντε λεπτά. Ο υπουργός ανέβηκε στο δεύτερο όροφο, όπου στο διάδρομο περίμενε η αδελφή του, η Κατερίνα.

-Γεια σου, Κατερίνα. Έμαθα τα ευχάριστα  νέα.

-Ναι, Φοίβο τα πράγματα πάνε πολύ καλά.

Ο υπουργός αμέσως χτύπησε το κουδούνι της μονάδας εμφραγμάτων. Τότε μια κοντόχοντρη νοσοκόμα τού άνοιξε την πόρτα.

-Γεια σας, κύριε υπουργέ, του είπε χαμογελώντας. Ο πατέρας σας είναι πολύ καλά. Περιμένετε ένα λεπτό, όμως, γιατί αυτήν τη στιγμή τού κάνουμε καρδιογράφημα.

Ο υπουργός περίμενε με ανυπομονησία στο διάδρομο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ήθελε διακαώς να δει τον πατέρα του και να του μιλήσει.

Μετά από κάμποση ώρα η πόρτα άνοιξε.

-Τώρα κύριε υπουργέ, μπορείτε να περάσετε, του είπε η νοσοκόμα.

Ο υπουργός μπήκε στη μονάδα και πλησίασε στο κρεβάτι του πατέρα του. Ο πατέρας του ήταν ημικαθιστός με ανασηκωμένο στην πλάτη του το μαξιλάρι. 

-Γεια σου πατέρα, του είπε.

-Γεια σου, γιε μου, ψιθύρισε ο πατέρας του.

Εν συνεχεία ο υπουργός τον αγκάλιασε στοργικά και τον φίλησε.

-Πατέρα, σε βλέπω πολύ καλά.

-Κακά τα ψέματα, γιε μου, δε νιώθω καλά, νιώθω πολύ κουρασμένος.

-Πατέρα πέρασες μια πολύ μεγάλη ταλαιπωρία, αλλά τώρα όλα θα πάνε καλά.

-Όχι, γιε μου, νομίζω ότι θα πεθάνω.

-Πατέρα με τρομοκρατεί και μόνο που μου το λες. Οι γιατροί είναι πολύ αισιόδοξοι για την πορεία της υγείας σου.

-Γιε μου, να μην τρομοκρατείσαι, να είσαι ψύχραιμος. Σε αυτόν το μάταιο κόσμο είμαστε όλοι προσωρινοί.

Εκείνη τη στιγμή επικράτησε μια αναστάτωση στη μονάδα, γιατί οι τραυματιοφορείς έφεραν έναν καινούργιο ασθενή.

-Πατέρα, πρέπει να φύγω.

-Να πας στο καλό, γιε μου.

-Θα έρθω αύριο πάλι. Για σου, πάτερα.

-Γεια σου, γιε μου.

Η επόμενη μέρα ήταν Σαββάτο. Ο υπουργός ξύπνησε νωρίς. Οι αυγινές αχτίδες του ήλιου χάιδευαν απαλά το αρχοντικό. Έτσι, αποφάσισε να βγει μια βόλτα στον κήπο που υπήρχε πίσω από το αρχοντικό, όπου στο κέντρο δέσποζε μια τεράστια πισίνα. Ο αλαφρός  αγέρας, που φυσούσε εκείνη την ώρα στην Εκάλη, νότισε την ψυχή του. Τα πολυποίκιλα λουλούδια του κήπου γαλήνεψαν τα μάτια του. Το κρυστάλλινο νερό της πέτρινης πηγής δρόσισε πλέρια την καρδιά του.

Επέστρεψε κατόπιν μες στο αρχοντικό και κάθισε στον κεραμιδί καναπέ στο μικρό σαλόνι. Θυμήθηκε τότε τα παιδιά του που τον έκαναν, με την πρόοδο τους, υπερήφανο. Συλλογίστηκε πόσο του έλειπαν και πόσο θα ήθελε να ήταν κοντά του.

Τις σκέψεις του αυτές τις διέκοψε η γυναίκα του.

-Φοίβο, πρέπει να πάμε στο Πέραμα.

-Ναι, Όλγα, σε μια ώρα θα ξεκινήσουμε.

Η λιμουζίνα έφτασε στο Πέραμα στις δέκα. Ο οδηγός του, ο Λεωνίδας, την πάρκαρε μπροστά στο πατρικό σπίτι του υπουργού. Στη θέση του χαμόσπιτου υπήρχε τώρα μια πολυκατοικία και ο δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος. Στο ισόγειο έμεναν οι γονείς του, στον πρώτο όροφο η αδελφή του η Μαρία, στο δεύτερο όροφο η αδελφή του η Γεωργία, στον τρίτο όροφο η αδελφή του η Κωνσταντίνα, στον τέταρτο όροφο η αδελφή του η Κατερίνα και στον τελευταίο όροφο έμενε ο ίδιος μέχρι πριν δυο χρόνια που μετακόμισε στην Εκάλη.

Κατέβηκαν από τη λιμουζίνα και ο Υπουργός κτύπησε το κουδούνι της μητέρας του. Η ογδοντάχρονη γερόντισσα τους άνοιξε την εξωτερική πόρτα.

-Καλημέρα μητέρα, είπε ο Υπουργός καθώς ανέβαινε τα λιγοστά σκαλιά.

-Καλημέρα μητέρα, είπε η Όλγα.

-Καλημέρα παιδιά μου. Περάστε.

Ο υπουργός τότε αγκάλιασε και φίλησε στοργικά τη μητέρα του. Το ίδιο έκανε και η γυναίκα του. Εν συνεχεία κάθισαν στο σαλονάκι.

-Είμαι πολύ χαρούμενη με τις χτεσινές εξελίξεις, είπε η μητέρα του.

-Ναι, μητέρα. Ο πατέρας πάει πολύ καλά.

-Ανυπομονώ να τον δω, είπε η μητέρα του.

Κατόπιν ήπιαν καφέ που τους έφτιαξε η ογδοντάχρονη γερόντισσα και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο. Στην μπροστινή θέση κάθισε η μητέρα τού υπουργού και πίσω ο υπουργός με τη σύζυγό του.

Ο δρόμος δεν είχε κίνηση καθόλου και έφτασαν σχετικά πολύ σύντομα στο νοσοκομείο. Στην κεντρική είσοδο τους περίμενε η Μαρία με το σύζυγό της και η Κωνσταντίνα με το σύζυγο της. Ανέβηκαν όλοι μαζί με το ασανσέρ στο δεύτερο όροφο και μπήκαν τώρα στο κανονικό δωμάτιο που νοσηλευόταν ο πατέρας του, αφού είχε βγει από την εντατική.  Πρώτοι μπήκαν ο υπουργός και η μητέρα του που την κρατούσε σφιχτά από το δεξί της μπράτσο.

-Καλημέρα σου Νίκο μου, είπε η μητέρα του, μόλις είδε το σύζυγό της.

-Καλημέρα σου Ελένη μου, είπε ο πατέρας του, που ήταν καθιστός στο κρεβάτι.

-Καλημέρα πατέρα, είπαν ο ένας μετά τον άλλο.

-Καλημέρα παιδιά μου.

Η μητέρα τού υπουργού πλησίασε και δακρύζοντας αγκάλιασε και φίλησε το σύζυγό της.

-Τι ήταν αυτό που πάθαμε, Νίκο μου, του είπε.

-Μη στεναχωριέσαι, Ελένη μου, όλα θα περάσουν. Σήμερα είμαι πολύ καλά.

Πράγματι ο πατέρας του υπουργού εκείνη τη μέρα ήταν ευδιάθετος και είχε όρεξη για κουβέντα και αστεία. Οι ώρες έτσι κύλησαν ευχάριστα και πήγε τρεις το μεσημέρι. Εντωμεταξύ είχε έρθει στο νοσοκομείο και η Γεωργία με το σύζυγό της, καθώς και η Κατερίνα με το σύζυγό της. Αποφάσισαν, λοιπόν, μιας και με τον πατέρα τους πήγαιναν όλα κατ’ ευχήν και είχαν βρεθεί όλοι μαζί να πάνε κάπου να φάνε. Πρώτα χαιρέτησε η μητέρα τού υπουργού το σύζυγό της, κατόπιν ένα ένα τα παιδιά και εν συνεχεία έφυγαν.

Πήγαν στο μουσικό μεζεδοπωλείο «Πενιές» στον Κεραμεικό που είχε ζωντανή μουσική. Ο Κεραμεικός είναι μια συνοικία του δήμου της Αθήνας και βρίσκεται δυτικά της Ακρόπολης.

Μόλις μπήκαν μες στο μεζεδοπωλείο, πρώτα ο υπουργός και μετά οι άλλοι, τους πλησίασε ο ιδιοκτήτης του μεζεδοπωλείου Σάββας Καμπάνης. 

-Αν δεν απατώμαι είστε ο υπουργός, ο κύριος Γουναρόπουλος, είπε κοιτάζοντας τον.

-Μάλιστα, του αποκρίθηκε ο Υπουργός.

-Παρακαλώ, κύριε υπουργέ, περάστε. Αποδώ.

-Παιδιά, το καλύτερο τραπέζι για τον κύριο υπουργό είπε απευθυνόμενος στα γκαρσόνια.

Κάθισαν κατόπιν στο κεντρικό τραπέζι. Το μεζεδωπολείο σιγά σιγά γέμισε με κόσμο.

Τότε ο ιδιοκτήτης ανέβηκε στην πίστα, πήρε το μικρόφωνο και είπε:

«Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους που σήμερα βρίσκεστε εδώ και να σας ευχηθώ καλή διασκέδαση. Θα ήθελα, όμως, ιδιαιτέρως να ευχαριστήσω τον υπουργό, τον κύριο Γουναρόπουλο που μας τιμά με την παρουσία του».

Όταν τελείωσε το σύντομο χαιρετισμό του, η λαϊκή ορχήστρα ξεκίνησε  αμέσως το μουσικό της πρόγραμμα.

-Στην υγεία σου, Φοίβο, είπε ο σύζυγός της Κωνσταντίνας, ο Μανόλης, υψώνοντας το ποτήρι του.

-Στην υγεία όλων, είπε ο Υπουργός, υψώνοντας και εκείνος το δικό του. Στην υγεία του πατέρα.

-Στην υγειά του, είπαν όλοι με μια φωνή, υψώνοντας τα ποτήρια τους.

Έπιναν, έτρωγαν, τραγουδούσαν και γελούσαν μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας. Το κρασί έρεε κρυσταλλένιο. Τα πιάτα άδειαζαν από τους μεζέδες. Ο χορός είχε για τα καλά ανάψει.

Τότε σε μια στιγμή που είχε γίνει παύση, ο ιδιοκτήτης του μεζεδωπολείου Σάββας Καμπάνης  πλησίασε τον Υπουργό και του είπε:

-Κύριε υπουργέ, θα ήθελα να μας χαρίσετε ένα χορό.

-Ένα ζεϊμπέκικο, είπε ο υπουργός.

-Μια παραγγελιά, ένα ζεϊμπέκικο για τον κύριο υπουργό, είπε ο ιδιοκτήτης, απευθυνόμενος προς τους μουσικούς.

-Παραγγελιά. Χορεύει ο υπουργός, ο κύριος Γουναρόπουλος, είπε από το μικρόφωνο με τη βαριά του φωνή, ο σπουδαίος Έλληνας μπουζουξής Γιώργος Ζαμπέτας, απευθυνόμενος προς τον κόσμο.

Η ορχήστρα άρχισε να παίζει το «ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη Μάνου Λοϊζου. Ο Υπουργός δε λάτρευε μόνο το βαλς που είχε μάθει να χορεύει τα τελευταία χρόνια, μα πιο πολύ και το ζεϊμπέκικο που είχε μάθει να χορεύει από τον πατέρα του, από τα εφηβικά του χρόνια.

Σηκώθηκε από την καρέκλα του, άνοιξε τα χέρια του σαν το γλάρο που ανοίγει τα φτερά του και άρχισε να φέρνει βόλτες. Ο σύζυγός της Μαρίας, ο Περικλής, ο σύζυγος της Κατερίνας, ο Σταμάτης και ο οδηγός του ο Λεωνίδας τού χτυπούσαν καθιστοί παλαμάκια. Χόρεψε πραγματικά αριστοτεχνικά και όταν τελείωσε ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα.

-Συγχαρητήρια, κύριε υπουργέ, του είπε ο ιδιοκτήτης του μεζεδωπολείου, καθώς κατέβαινε από την πίστα. Τέτοιο ζεϊμπέκικο ειλικρινά δεν έχω ξαναδεί ποτέ.

Έμειναν στο μεζεδοπωλείο μέχρι τις οκτώ το βράδυ. Κατόπιν χαιρετίστηκαν, μπήκαν στα αυτοκίνητα τους που είχαν σταθμεύσει στο πάρκιγκ του και έφυγαν. Τη μητέρα τού υπουργού την πήραν στο αυτοκίνητο τους η Μαρία και ο σύζυγός της.

Ο υπουργός με τη σύζυγό του έφτασαν μετά από μισή ώρα στην Εκάλη. Τη στιγμή που η λιμουζίνα ήταν ακριβώς έξω από την πύλη του αρχοντικού, χτύπησε το κινητό του υπουργού.

-Εμπρός, είπε ο υπουργός.

-Κύριε Υπουργέ γεια σας, ακούστηκε τότε μια λεπτή γυναικεία φωνή. Σας παίρνω από το νοσοκομείο. Λυπάμαι πολύ. Έχω να σας αναγγείλω ένα δυσάρεστο νέο. Δυστυχώς ο πατέρας σας έπαθε δεύτερο έμφραγμα και αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στο χειρουργείο.

Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο υπουργός έμεινε για κάποια δευτερόλεπτα εμβρόντητος. Δεν μπορούσε να διανοηθεί σε καμία περίπτωση αυτήν την εξέλιξη.

-Όλγα, ο πατέρας μου έπαθε πάλι έμφραγμα και βρίσκεται στο χειρουργείο, είπε, γυρνώντας θλιμμένα το κεφάλι προς τη γυναίκα του.

-Λεωνίδα γρήγορα στο νοσοκομείο, είπε στον οδηγό του.

Ο οδηγός του τότε έκανε όπισθεν, έστριψε το τιμόνι και ξεκίνησε με ταχύτητα για το νοσοκομείο.

Έφτασαν σε δεκατρία λεπτά και ο υπουργός μπήκε μαζί με τη σύζυγο του μες στο νοσοκομείο.

-Κύριε, με συγχωρείτε. Πού βρίσκεται το χειρουργείο; ρώτησε γεμάτος αγωνία ο υπουργός ένα διερχόμενο τραυματιοφορέα.

-Στον τρίτο όροφο, του αποκρίθηκε εκείνος.

Ανέβηκαν με το ασανσέρ και έφτασαν μπροστά στην κλειστή δίφυλλη πόρτα τού χειρουργείου. Περίμεναν εκεί πολλή ώρα. Ξαφνικά βγήκε από μέσα μια νοσοκόμα.

-Τι γίνεται με τον πατέρα μου;  ρώτησε αμέσως τη νοσοκόμα ο υπουργός, τρέμοντας σαν το ανεμόδαρτο φύλλο.

-Κύριε υπουργέ δεν μπορώ να σας πω τίποτα εγώ, είπε η νοσοκόμα. Θα σας πει ο γιατρός.

Η αγωνία του είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Τα δάκτυλά του έπαιζαν με νευρικότητα. Τα χείλη του είχαν ξεραθεί. Η ανάσα του έβγαινε βαριά από τα πνευμόνια του. Η καρδιά του χτυπούσε δαιμονισμένα σαν το ταμπούρλο.

Μετά από αρκετή ώρα η δίφυλλη πόρτα άνοιξε και βγήκε έξω ο καρδιοχειρούργος  Χάρης Μαυρομάτης.

-Κύριε υπουργέ, λυπάμαι πολύ, ο πατέρας σας κατέληξε. Προσπαθήσαμε να του κάνουμε μπαϊπάς, αλλά δυστυχώς δεν άντεξε.

Μόλις ο γιατρός τού ανακοίνωσε το θάνατο του πατέρα του, του κόπηκαν τα πόδια. Έκανε τρία βήματα αποσβολωμένος και έπεσε σαν το σακί σε μια καρέκλα που υπήρχε στο διάδρομο.

-Κουράγιο, Φοίβο μου, του είπε αμέσως η γυναίκα του.

Έμεινε έτσι αμίλητος και ασάλευτος σαν κέρινο ομοίωμα για μερικά λεπτά.

-Θέλω να τον δω, είπε, κατόπιν δακρύζοντας, στη γυναίκα του.

Κατέβηκαν στο ισόγειο όπου στο αρμόδιο γραφείο τακτοποίησαν τα ζητήματα της παραλαβής του νεκρού. Αφού πήραν το αποβιωτήριο, ένας νοσοκόμος τους οδήγησε στο νεκροτομείο. Μπήκαν μέσα και ο νοσοκόμος σήκωσε το λευκό σεντόνι που σκέπαζε το νεκρό πατέρα τού υπουργού. Μόλις ο υπουργός τον αντίκρισε νεκρό με τo πρόσωπο κάτωχρο σαν το πανί, τα  χείλη μελανιασμένα και τα μάτια κλειστά ξέσπασε σε λυγμούς.

-Κουράγιο, Φοίβο μου, του είπε ξανά η γυναίκα του.

Ο νοσοκόμος σκέπασε πάλι το πτώμα με το σεντόνι, βγήκαν έξω από το νεκροτομείο και έφυγαν.    

Την άλλη μέρα το αρχοντικό το σκέπαζε βαρύ πένθος. Η Κυριακή αυτή ήταν ολότελα διαφορετική από τις άλλες. Ήταν σκοτεινή, παρ’ ότι λαμποκοπούσε μαλαματένιος ο ήλιος στο ζαφειρένιο ουρανό, θλιμμένη και μελαγχολική. Ο υπουργός καθόταν σκεπτικός και στεναχωρημένος σε μια πολυθρόνα στο μικρό σαλόνι. Τότε χτύπησε το κινητό του. Ήταν ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κομνηνός, που βρισκόταν στο Βερολίνο.

-Φοίβο, τα θερμά μου συλλυπητήρια. Ζωή σε σας.

-Κύριε πρωθυπουργέ, σας ευχαριστώ. Να είστε καλά.

Τη μέρα εκείνη ο υπουργός την πέρασε όλη στο σπίτι του με τα τηλέφωνα να χτυπούν συνέχεια, αφού τον έπαιρναν συνάδελφοι, συγγενείς, φίλοι και γνωστοί για να τον συλλυπηθούν.

Την επόμενη μέρα στις δυο η ώρα ήταν προγραμματισμένη η κηδεία του Νίκου Γουναρόπουλου στην Αγία Τριάδα στον Πειραιά. Ο ναός ήταν ιδιαίτερα πλούσια στολισμένος. Οι παπάδες με τα χρυσά τους ράσα έψελναν, μπροστά στο ιερό, τροπάρια επικήδεια. Ο κόσμος είχε πλημμυρίσει το σεπτό εσωτερικό του ναού. Οι τεράστιοι πολυέλαιοι στραφτάλιζαν. Τα άνθη ολόλευκα μοσχοβολούσαν.

Αντίκρυ από το εβένινο μαύρο φέρετρο κάθονταν περίλυποι: η μητέρα του υπουργού, ο υπουργός με τη σύζυγό του και οι αδελφές του υπουργού με τους συζύγους τους. Στις πρώτες θέσεις, αντίκρυ από το ιερό, κάθονταν οι επίσημοι.

Όταν τελείωσαν οι ψαλμοί ακολούθησαν οι επικήδειοι λόγοι. Πρώτα εκφώνησε επικήδειο λόγο ο πρόεδρος του «Σωματείου Εργαζομένων Ναυπηγείων Περάματος» Λευτέρης Μπαλτατζής. Ο εκλιπών άλλωστε υπήρξε επί πολλά έτη πρόεδρος του Σωματείου και έχαιρε άκρας εκτίμησης ανάμεσα στους εργαζομένους και εν γένει στην κοινωνία. Κάποτε, όταν τα ναυπηγεία ήταν ιδιωτικά, είχε ξεσπάσει πολυήμερη απεργία. Το κόστος για την εργοδοσία ήταν ανυπολόγιστο. Η εργοδοσία τότε πρόσφερε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό στον πατέρα του υπουργού, προκειμένου να ξεπουλήσει τους αγώνες των εργαζομένων. Όμως ο σπουδαίος και εξαίρετος άνθρωπος Νίκος Γουναρόπουλος αρνήθηκε. Προτίμησε τη φτώχεια από τον πλούτο, την εντιμότητα από την ατιμία. 

Ο πρόεδρος του σωματείου,  λοιπόν, είπε:

«Αγαπητέ μας συναγωνιστή Νίκο Γουναρόπουλε, η ζωή σου όλη υπήρξε υπόδειγμα εντιμότητας και αξιοπρέπειας. Υπήρξε τόσο καθαρή και διαυγής όσο το κρυστάλλινο νερό της πηγής. Εσύ ήσουν πάντα πρώτος στις μεγάλες μας μάχες για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας. Εσύ ήσουν αυτός που αρνήθηκες τον άτιμο πλουτισμό. Εσύ ήσουν αυτός που δε δείλιασες ποτέ στις πιέσεις και στις διώξεις τής εργοδοσίας. Εσύ είσαι, λοιπόν, ο φωτεινός φάρος για τους μελλοντικούς μας αγώνες. Εσύ Νίκο με την αψεγάδιαστη στάση ζωής μάς διδάσκεις και μας οδηγείς. Εμείς οι εργαζόμενοι των ναυπηγείων Περάματος σού αποτίουμε σήμερα ταπεινά φόρο τιμής. Καλό σου ταξίδι».

Κατόπιν με μάτια δακρυσμένα, εκφώνησε επικήδειο λόγο ο γιος του, ο οποίος είπε:

«Πολυαγαπημένε μας πατέρα, το πένθος που μας τυλίγει είναι πολύ βαρύ. Έφυγες και η ψυχή μας σκοτείνιασε. Υπήρξες σε όλη σου τη ζωή άριστος οικογενειάρχης και στοργικός πατέρας. Υπήρξες ταυτόχρονα ακαταπόνητος εργάτης της ζωής. Θυμάμαι πόσο σκληρό αγώνα έδωσες για να μας μεγαλώσεις και να μας σπουδάσεις. Θυμάμαι με τι πάθος μάς μετέδιδες τις αρχές, τις αξίες και τα ιδανικά της έντιμης και αξιοπρεπούς ζωής. Θυμάμαι πώς έλαμπαν τα κουρασμένα σου τα μάτια όταν έβλεπες τα παιδιά σου να διακρίνονται και να προοδεύουν. Εμείς τα παιδιά σου, λοιπόν, σε ευχαριστούμε από καρδιάς για όσα μας πρόσφερες. Καλό σου ταξίδι».

Αφού τελείωσαν οι επικήδειοι λόγοι, ο κόσμος άρχισε να βγαίνει έξω από την εκκλησία. Το στιλπνό εβένινο φέρετρο μεταφέρθηκε από τέσσερις κουστουμαρισμένους άντρες με παπιγιόν στη νεκροφόρα που περίμενε στο προαύλιο και αμέσως ξεκίνησε ένα κομβόι αυτοκινήτων για το νεκροταφείο του Περάματος.

Μετά από κάμποση ώρα έφτασαν στο νεκροταφείο. Το φέρετρο σηκώθηκε ξανά στους ώμους και ξεκίνησε η πομπή για τον τόπο της ταφής. Η οικογένεια μπροστά και πίσω της ο κόσμος, ακολουθούσαν.

Όταν έφτασαν εκεί, οι εργάτες της ταφής πέρασαν κάτω από το φέρετρο σκοινιά και άρχισαν να το κατεβάζουν στο λάκκο. Από τα χέρια τότε σκόρπισαν κόκκινα γαρίφαλα και τριαντάφυλλα και δυο περιστέρια φτερούγισαν στον ουρανό.

Προβολές: 69

Σχόλιο από τον/την Παντελής στις 7 Σεπτέμβριος 2012 στις 19:22

σε ευχαριστώ συγγραφέα για τη πνευματική τέρψη,

μακάρι να το διαβάσουν πολλοί νέοι άνθρωποι για να το έχουν υπόδειγμα τους,

από τη δική μου πείρα, υπάρχουν πολλοί καλοί ανθρώποι, υπεύθυνοι λειτουργοί και άριστοι επαγγελματίες.

 

Σχόλιο από τον/την ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΚΑΡΔΕΡΙΝΗΣ στις 8 Σεπτέμβριος 2012 στις 0:30

Να είσαι καλά.

Σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!

Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά

Στατιστικά ιστοσελίδας


Βίντεο

Σήμα

Γίνεται φόρτωση...

Φόρουμ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

Η Ποίησή μου

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις

μαζὺ μὲ τὴν ἐπάνοδό μου, αὐτό

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση

© 2024   Created by Nikolakakos Georgios (spartinos).   Με την υποστήριξη του

Διακριτικά  |  Αναφορά προβλήματος  |  Όροι χρήσης

SEO Services