*
Την αρετή σου ψάχνεις μα προδίδεσαι
στης πρέζας την χαρμάνα βουτηγμένη ,
με δουλοπρέπεια να σέρνεσαι χαμένη
στους φαύλους εραστές σαν παραδίνεσαι .
Μιά κιβωτός που διάλεξε να μπει το φως
από τις γρίλλιες σκονισμένου παραθύρου ,
έτσι γεννήθηκες ... στην μήτρα του απείρου
του αληθινού και του ωραίου ουραγός .
Σε φθόνησε ο ευνούχος που σε βάφτισε
σταλαγματιές από λουλά μεταλαβαίνεις ,
κάνοντας έργα , διχως να ... καταλαβαίνεις
το γάλα σου το ειμαρμένο λάκτισε .
Κάποιοι απόκληροι , της σκέψης εκδορείς
σε παραδώσανε στον δήμιο σφαχτάρι ,
ξέπνοη `πόμενες ... σαν ήρωα κουφάρι
κατάματα το πεπρωμένο να θωρρείς .
Λαθραία πάντα ... κλοπιμαία η χαρά
παλεύεις άνισα με κείνη την κατάρα ,
ο κλήρος σου `λαχε νάσαι κόρη σε φάρα
που σκύλα γέννησε με αετού φτερά
Στην ιστορία μιά τυχαία αυλακιά
χατζούμη άροτρο όργωνε την ψυχή σου ,
διαμελήζοντας την παιδική ευχή σου
τις αμαρτίες σου ονόμασες προικιά .
Κοινή σε φώναζαν νεκροί και ζωντανοί
κι ας ζούσε μέσα στην καρδιά η παρθενιά σου ,
είχαν το χρώμα της ερήμου τα μαλλιά σου
κι ήταν το γέλιο σου εικόνα αυγινή .
Το πέταγμά σου , μαύρη πτήση στο κενό
φυματική σε σκοτεινό ιερατείο ,
ήταν τα χρόνια σου μονάχα εικοσιδύο
γυμνό κι αστόλιστο το μπούστο το φτενό .
Σε στοιχειωμένες , δίχως χρώμα οροφές
πόλεμο έδινες ... νικώντας την σκιά σου ,
φίδια τυλίγονταν στο σώμα τα μαλλιά σου
ωχρές παρέρχονταν οι φαύλες εποχές .
Στου ξεπεσμού σου την αφόρητη ντροπή
σα βδέλλα `ρχότανε κρυφά να φαρμακώσει ,
να κερματίσει και να αποδυναμώσει
κάθε αντίσταση … της κόκας το φιλί .
Στριφτά τσιγάρα με καπνά μαροκινά
παρακαλάς γιά ένα άγγιγμα της μάνας ,
θανάτου άρωμα , οσμή μαριχουάνας
μόλις βραδυάζει το ταξίδι ξεκινά .
Στων πεπραγμένων την ορμή αιμορραγείς
χαρακωμένες στο κορμί σου οι ημέρες ,
συντρίμια σκόρπια στης απόλαυσης τις ξέρες
των χίλιων φεγγαριών το φως αναπολείς .
Στου όμπιου την κολασμένη έκσταση
σκυφτή βυζαίνεις ασιάτικο αφιόνι ,
το κύτταρό σου με αναίδεια αλώνει
δίνοντας στην κενή ζωή σου έμφαση .
Με της ελπίδας το καντήλι σου σβηστό
νύφη του δαίμονα στην κόλαση ταγμένη ,
χαοτική ... με ηθική καθημαγμένη
σ` ένα πορνείο περιμένεις τον Χριστό .
Πάνω σε λαμπερές και καφετιές γραμμές
διαδρομές χαοτικές ο νους υφαίνει ,
ο διχασμός το ρυπαρό σου χθες ξεπλένει
στις κοκαΐνης τις λευκές οροσειρές .
Τ` ανήλιαγό σου ... ποθητό , στητό κορμί
δεν είχε ανάγκη από μύρο και φτιασίδια ,
τώρα στα έσχατα και στα αποκαΐδια
γροθιά χτυπάει στο μαχαίρι με ορμή .
Γυμνή ασκήτεψες δεκαετίες τρεις
σε βάθρο άλυκο σου στήσαν ανδρειάντα ,
με τέλι σ` έδεσαν και τρίχινο ιμάντα
γενειές σε πόθησαν ... αισίως δεκατρείς .
Σε μύριες κούρνιασες φευγάτες αγγαλιές
σπέρματα χύθηκαν καυτά στα σωθικά σου ,
μα κείνο που `κρυβες βαθειά μες την καρδιά σου
ήτανε μύρο από χίλιες πασχαλιές .
Ζητιάνα ... αόματη , προσεύχεσαι γυμνή
σε ατραπούς παραπατάς ερινυώδεις ,
φίλοι σου ήταν ο Ιησούς και ο Ηρώδης
με θαυμασμό και δέος ... το χαός σε εξυμνεί .
Στα βορινά παράλια της Αφρικής …
τρέχεις γυμνόστηθη στις όχθες του Βοσπόρου ,
στης παπαρούνας … στο ταξίδεμα του σπόρου
εκστασιάζεσαι ... το φως πολιορκείς .
Θυμάμαι ήτανε του Πάσχα Κυριακή
σακάτης ήλιος , ρούχα γιορτινά φορούσε ,
όσο κι αν σπάραζε η ψυχή κι αν προσπαθούσε
βαραθρονότανε `κείνη η ιαχή .
Περιπλανόμενος σε μαύρη καταχνιά
κάπου στο Κάϊρο ... θε νάτανε Φλεβάρης ,
μούπες δειλά ... ο θεριστής κι ο αλωνάρης
να μέβρουν θέλω σε αγγέλων γειτονιά .
Στα μέρη του Ισλάμ κάθε που βρίσκομαι
κάτι στα μέσα μου λειώνει τα σωθικά μου ,
σκίζει τη σάρκα μου ... πατάει τα ιερά μου
στης ιστορίας την κλεψύδρα αναλίσκομαι .
Του πόθου ιέρια ...του έρωτα θεά
βρέθηκα μέσα σου μιά νύχτα του Χειμώνα ,
με κείνη την κρυφή του νου κρυψώνα
με τρόπο μυστικό επικοινώνησα .
Στην κολυμπήθρα σου ήρθα να βαφτιστώ
ένας αιώνιος δεσμώτης του μοιραίου ,
υιός χωλός ... προσκηνητής του Ναζωραίου
στο αναπόφευκτο γυμνός να βυθιστώ .
Χωρίς να θέλω έκανα μιά προσευχή
δεν ξέρω αν θάπρεπε να σπάσω την σφραγίδα ,
μα λέω ότι σε κυκλώνα καταιγίδα
στον κόρφο σου έκλαψα ... σαν μάνα κι αδελφή .
Κι όλοι θα πουνε σαν σιγίσει ο αχός
λόγους πικρόχωλους ... το ρέκβιεμ μιας πόρνης ,
κι όταν εισπράξει τους δασμούς του ο τελώνης
θα καταπιεί το όραμα ... μαύρος καπνός .
Μιά γκρίζα νύχτα ... ξεδοντιάρα ... σκοτεινή
σαν φάρος έλαμψε αραβικό χατζάρι ,
κι ήρθε στο άτι του το μαύρο να σε πάρει
παρθένος πρίγκηπας ... εσένα τη φτηνή .
Αντικαθρέφτισμα ατόφιου ασημιού
η πούλια σ` έκλαψε και ο αποσπερίτης ,
θυσία ζώσα στον βωμό της Αφροδίτης
σαν η μορφή σου πήρε όψη αγριμιού .
Μόνη και άκλαφτη στο φως αναχωρείς
και χαυνωμένη τον Αχέροντα διαβαίνεις ,
στην όχθη αντίπερα σε δράκο ανεβαίνεις
αφού δεν βρίσκεται να σε υποδεχθεί κανείς .
<>
Ο επικήδειος αυτός πρόκειται ουσιαστικά γιά μία έμμετρη ωδή ... ένα βιωματικό "φόρο τιμής" θα τολμούσα να πώ ... στις "ψυχούλες" των λιμανιών ...
*
Γνώρισα πολλά αξιόλογα άτομα σε χαμαιτυπεία, καταγώγια και μέρη όπου συχνάζουν οι κοινωνικοί παρείες ...
*
Το όλον γράφτηκε κυριολεκτικά με μία ανάσα ... καθ οδόν από Αθήνα προς Κάιρο ... πηγαίνοντας να ναυτολογηθώ στο M/V ELVER ...
*
Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2010 <> 2100
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά