Οι τελευταίες σταγόνες της ξαφνικής καλοκαιριάτικης μπόρας, θύμιζαν έντονα τους στερνούς σπασμούς, μιάς βίαιης εκσπερμάτωσης. Ήρεμες, γαλήνιες, χαλαρωτικές, μα και μ’ αυτή την αίσθηση κενού, που πάντα ακολουθεί το τέλος του οργασμού!
«Το πιο άχρηστο πράγμα στο κόσμο είναι η ομπρέλα», σκέφτηκε ο Τζόρνταν, « ποτέ δεν την έχεις όταν τη χρειάζεσαι, κι όταν την κουβαλάς σα μαλά--ς, ποτέ δε βρέχει»
Τζόρνταν, Ιορδάνης δηλαδή. Το Τζόρνταν του το κόλλησαν στο γυμνάσιο στην Κοκκινιά, και του’μεινε από τότε.
Ιορδάνης, του παππού το όνομα απ’ τη Σμύρνη, που ο ξεριζωμός του’22 τον έβγαλε στην Τήνο, δεκαεφτάχρονο παλικάρι.
Εκεί γνώρισε τη γιαγιά, όμορφη κοπέλα όπως έδειχναν οι παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες. Άργησαν να παντρευτούν. Δύσκολες εποχές! Με τα πολλά παντρεύτηκαν το ’33, στην Αθήνα πια.
Λεβεντάνθρωπος ο παππούς, μέχρι τα εβδομηνταδυό του που εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο.
Μόνο που το γαμ---νο το ζάχαρο, του είχε σακατέψει μάτια και μυαλά!
Μισότυφλο και μισότρελο τον γνώρισε ο Τζόρνταν.
Με εκείνη τη χαρακτηριστική ερώτηση, που έκανε πάντα όταν σε πρωτόβλεπε: « Και συ, απ’ τα δικά μας τα μέρη, ε»;
Τα δικά μας τα μέρη! Η Σμύρνη, τ’ Αϊβαλί! Περασμένα μεγαλεία!
Εκεί που οι κυράδες, έκαναν μπάνιο μεσ’ το γάλα, όπως ισχυρίζονταν ο παππούς, περιγράφοντας τη Σμύρνη, σαν τη γη της επαγγελίας!
- Κορυδαλλό;, ρώτησε τον ταξιτζή, που σταμάτησε μπροστά του.
-Βολεύει, τ’ απάντησε αυτός, οι κύριοι πάνε Προφήτη Ηλία.
«Την τύχη μου!», μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του, «ανέβα κατέβα το βουνό!».
Ο ουρανός όμως, φόρτωνε επικίνδυνα, και δεν είχε καμία όρεξη για άλλη ψυχρολουσία!
Μπήκε , κάθισε στη θέση του συνοδηγού, και χαιρέτησε ευγενικά τους συνεπιβάτες του
Έβγαλε απ’ την τσέπη το κινητό.
Μία αναπάντητη κλήση. «Τι διάολο, πως δεν το άκουσα», αναρωτήθηκε.
«Πεθερούλα», έδειξε η οθόνη!
Γιορτή δεν ήταν, κι η γριά μόνο για καλό δεν θά’παιρνε!
Υπήρχε μια αμοιβαία αντιπάθεια μεταξύ τους. Έτσι απλά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Θέμα χημείας!
Πάτησε το κουμπί, και την κάλεσε.
-Ναι!, ακούστηκε απ’ την άλλη άκρη η τσιριχτή της φωνή.
-Έλα μάνα!, πήρε το γλυκό του ο Τζόρνταν. Μόλις είδα την κλήση σου! Δεν το άκουσα να χτυπάει. Συμβαίνει κάτι;
-Καλά είμαστε, δόξα τω Θεώ! Έτσι πήρα, να δω τι κάνετε, και να σου πω για το μνημόσυνο του Κωσταντή!.
Στο μυαλό του Τζόρνταν άρχισαν να περιστρέφονται, χιλιάδες δικαιολογίες, για να διαλέξει την πιο πειστική.
Το είχε αυτό το Ναπολεόντειο χάρισμα! Την ικανότητα δηλαδή, να επεξεργάζεται πολλές πληροφορίες ταυτόχρονα.
-Την Κυριακή είναι, συνέχισε η γριά, στ’ Απεράθου. Θα κατέβετε;.
-Νά’ ξερες πόσο θα τό’ θελα, ψέλλισε, ξέρεις δα πόσο τον αγαπούσα τον Κωσταντή! Όμως δύσκολο το βλέπω! Είδα και τη μικρή ζαβλακωμένη το πρωί! Θα την τριγυρίζει πάλι καμιά ωτίτιδα! Χώρια που έχω και κάτι ραντεβού το Σάββατο για δουλειά!
Έκανε μια μικρή παύση, για να μετρήσει την αντίδρασή της.
-Εσείς ξέρετε, τ’ απάντησε κοφτά, κανονικά θα έπρεπε να’ ρθείτε!.
«Ας μην έρθει κι αυτός στο δικό μου», μονολόγησε από μέσα του!
-Θα δούμε μάνα πώς θα πάει η μικρή, αν μπορεί κι η Δήμητρα! Θα δούμε!.
-Τέλος πάντων, σκεφτείτε το, διέταξε!
-Εντάξει μάνα, Καλό βράδυ, και χαιρετίσματα στον πατέρα!
-Καλό βράδυ! Να μου φιλήσεις τα παιδιά!
Έκλεισε τη γραμμή και έβαλε το κινητό στην τσέπη. «Χέσε μας Ειρήνη», μουρμούρισε, «δεκαπέντε ώρες ταξίδι, πήγαιν’έλα στη Νάξο, για ένα μνημόσυνο»!
Τα μνημόσυνα ήταν για την πεθερά του, κάτι σαν τους γάμους και τις βαφτίσεις. Καλύτερα ίσως! Έψαχνε όλη τη βδομάδα τις κολώνες και τις εκκλησιές του νησιού, πού είχε μνημόσυνο το Σαββατοκύριακο! Κι αν δεν είχε κανένα, πράγμα σπάνιο βέβαια, έπεφτε σε κατάθλιψη!
( H ιστορία θα δημοσιεύεται σε συνέχειες στο blog ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΕΣ:
http://my8istories.blogspot.com/
Οι αναγνώστες μπορούν να συνεχίζουν οι ίδιοι την ιστορία σαν σχόλιο.
Το μόνο που δεν μπορούν να αλλάξουν είναι η πρώτη ανάρτηση.
Ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό παιχνίδι!)
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά