Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ
Μια φορά κι ένα καιρό,κάπου στο Ταβρέσιουμ, κατά Ιλλυρία μεριά.,γεννήθηκε ο Πέτρος ο Σαββάτιος.
Έχοντας «μπάρμπα στην Κορώνη»,τον αυτοκράτορα και θειό του Ιουστίνο τον Α, που τον έχρισε πατρίκιο, δηλαδής «Ευγενή»,άρχισε να βλέπει στα σοβαρά την διαδοχή,(όπως πολλοί ανιψιοί άλλωστε ).
Έτσι πριν καλά, καλά τα κακαρώσει ο Ιουστίνος, τον στέψανε στα σβέλτα συναυτοκράτορα, με τα όνομα Ιουστινιανός ο Α.
Ο Ιουστινιανός δεν έκλεινε μάτι τα βράδια, μέχρι που έκανε τους θαλαμοφύλακες να μη μπορούν να ρίξουνε κανα υπνάκο στη ζούλα.
Ξαγρυπνούσε ,(όπως οι σημερινοί νέοι μας μπροστά στα pc) και κοιμότανε τα πρωινά, ,στήνοντας «μάχες»,με τα μολυβένια του στρατιωτάκια. Όμως ,ήτανε και πολύ ζόρικος τύπος ,καθώς έβγαζε την Παναγία ,(μεγάλη η χάρη Της) σε κάθε συνεργάτη του,αφού πάντα φώλιαζε μέσα στο μυαλό του η ιδέα , να ξανακάνει μεγάλη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, που του την άφησε ο μπάρμπας στα μαύρα της τα χάλια ,δηλαδής «καμένη γή» όπως συνήθιζαν τότε να λένε .
Ενώ λοιπόν ήτανε αστρίτης στα γράμματα και στις μάχες επι τραπέζης, δεν αφιέρωνε λίγο χρόνο να μελετήσει σε βάθος τη γυναικεία ψυχολογία.
Έτσι ένα βροχερό βραδάκι, μαζί με κολλητά του φιλαράκια, έκλεισαν πρώτο τραπέζι στην πίστα του σκυλάδικου «αρκουδοβίτσια», όπου κάθε φυλής ξεβράκωτες, κάνανε τολμηρά νούμερα προς τέρψιν των αρσενικών με παρτενέρ τους μια γεροαρκούδα.
Κάποια στιγμή ένα μανουλομάνουλο που έκανε νούμερο του με την αρκούδα, τον πήρε χαμπάρι και αφήνοντας την λυμένη, έσπευσε τάχατες τρομοκρατημένη ν ανέβει πάνω στο τραπέζι του.
Ενώ λοιπόν γινότανε το σώσε απ τον πανικό που έπεσε, μέχρι ο αρκουδιάρης να συμμαζέψει την αρκούδα,εκείνη επιδόθηκε σ ένα πριβέ στρηπ τήζ,που του πετάχθηκαν τα μάτια όξω.
Δεν ήθελε και πολύ να ντουριάσει ο αυτοκράτορας και βρέθηκε στο άψε σβήσε σ ένα μικρό δώμα,μ εκείνη από πάνω του.
Αφού ξεχαρμάνιασε καταρακτωδώς και αφού εκείνη τον φίλεψε ένα βάζο μέλι με καρύδια, για να ξανακαρδαμώσει,αλληλοσυστήθηκαν. Εμένα με λένε Ιουστινιανό, εσένα μανάρι μου?»ρώτησε την αναμαλιασμένη συνουσιαστριά ου.
«Θοδώρα» του απάντησε εκείνη κοφτά και απότομα. Ο Ιουστινιανός τότε χαμογελώντας πονηρά,προσπάθησε να την κουτουπώσει για δεύτερο γύρο, αλλά εισέπραξε ένα ηχηρότατο χαστούκι.«Για ποιά με πέρασες περικαλώ ?»
συνεχίζεται
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά