'
Ρίχνει νερό ο ουρανόςτην Κυριακή το βράδυ,
ως να λαλήσει ο πετεινός
γέμισε το πηγάδι.
Ξημέρωνε η Καθαρά
Δευτέρα κι όλα λίμνη...,
παντού τριγύρω μας νερά,
πλημμύρισε και η ρύμνη.
Και πρότειναν τα φιλαρά-
στα χαλαρά να 'πάμε',
μαρούλια κι άλλα λιπαρά
στο σπίτι να τσιμπάμε.
Ν' αράξουμε στα σκαλοπά-
να πιούμε δυό ουζάκια
και θα τη βρούμε μιά χαρά
σα σπιτικά γατάκια...
Έτσι το είπες κι έγινε...,
το στρώσαμε στο πόδι,
ένας τον άλλον έδινε
ευχές και κατευόδι...
Τελειώ- το τσίπρο το καλό
πιάνω τη δευτεράντζα
μέχρι το βράδυ το μυαλό
είχε καμένη φλάντζα...
Η νύχτα σαν προχώρησε
είχαμε μπεί στην 'πτήση'...,
μα δεν μας στεναχώρησε
καθότιν βρήκα λύση...
"Κουμπάρε, πιάσε το κρασί"
του λέω δια τηλεφώνου...,
"Φέρε και μελτζανά- τουρσί
και μάσκες οξυγόνου..."
Ήρθε ο κουμπάρος με κρασί
κόκκινο της φωτιάς,
είπαμε μέχρι αναισθησί-
λόγια της λεβεντιάς...
Η Τρίτη σα ξημέρωνε
'μείς είμασταν βαπόρια...,
η πλάση ελευθέρωνε
χαρούμενα παμπόρια... (Χαρταετοί)
Τότε ιδέα φαεινή
ρίξανε τα συντρόφια...
Πάμε για μία πρωϊνή
σούπα, μέχρι τη Σόφια !
Τον Άγγελο τηλέφωνο
που δεν πίνει καθόλου,
πού 'ναι σα θερμοσίφωνο
και τρώει κατά διαόλου !
"Άγγελε.., έλα οδηγός,
φεύγουμε Βουλγαρία...,
έλα..., υπάρχει χορηγός (!),
πάμε σε πιτσαρία..."
Και μιά και δυό ξεκίνησε
όλη η παλιοπαρέα,
κάπου στο δρόμο χιόνισε
θυμάμαι φευγαλέα...
Κάπου εκεί τα 'έφτυσε'
η μνήμη και θολώνω
και το 'Σι Ντί' μου έσβησε
κι ακόμα το φορτώνω...
Κάτι αμοντάριστες σκηνές,
της μνήμης της ρουφιάνας,
πήγαμε..., *λένε και οι φωνές*...,
στο σπίτι της Μαριάνας...
Βάνια και Βίλι ήρθανε
και μας καλωσορίζουν,
Ράτκα και Σούζι μπήκανε
γελούν και χαχανίζουν...
Όλα καλά και άγια
μέχρι εδώ θα ήταν,
αν ήταν, έστω πλάγια,
ορθήν η αλφαβήταν...
Όμως κάτι παράξενα
πράγματα δεν 'κολάνε',
τα χέρια μου τρεμάμενα
γράφουν..., παραπατάνε...
Τετάρτη ξύπνησα πρωΐ
στο φίλο Βεστιλίν...,
δίπλα μου... άγνωστο ουρί
νέα και ηψηλήν...
Όρθιος !, πανικόβλητος !,
με τρομαγμένο μάτι !
Χτυποκαρδί- κι αμίλητος
χαζεύω το κρεβάτι...!
Της λέω με μισή ψυχή...,
"...κοπέλα... εγώ... δεν..."...
Κι αυτή χαμόγελο στο χεί-
μου λέει... "ντόμπαρ ντέν..." (Καλημέρα)
"Τσάκαϊ μάλκο, ίντβαμ πάκ"..., (Περίμενε λίγο, θα έρθω πάλι)
της λέω και την 'κάνω'...
Το Βεστιλίν ρωτάω με τρακ
πως βρέθηκα εδώ πάνω...
Ήρθες μου λέει με το μωρό
εχθές αργά τη νύχτα,
άλλο ν' αντέξω δεν μπορώ,
είπες... και καληνύχτα...
"Φεύγω Βέστι από δω...,
δεν το θυμάμαι το μωρό...,
πές της πως θα την ξαναδώ..."
Α, ρε Θεέ μου..., απορώ...!
Βρήκα τους τρείς, ύπνος βαθύς...
"Που είναι ο Άγγελος..." ρωτώ...
Και η Μαριάνα βγαίνει ευθύς...
"Τον έστειλα για παγωτό.." !
Πέντε συγκεντρωθήκαμε,
χερετισθέν... τα κοριτσάκια...
Πότε στα σύνορα βρεθήκαμε
και στα ζεστά μας κρεβατάκια...
Κάποτε, πριν δέκα χρόνια,
πως το είχα ξαναπάθει...,
σε ρακοκάζανο δαιμόνια
μας ερίξανε σε πάθη...
Για δύο μέρες χάθηκα...,
ξύπνησα πρωΐ Δευτέρας...,
μα ευτυχώς που σώθηκα
στο σπίτι κάποιας συμπεθέρας !
.
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά