*
Ήταν οκτώ και τέταρτο περίπου το πρωί κατά τα τέλη του Οκτώβρη , που πλέαμε από την Κασαμπλάνκα προς το Σαν Λορέντζο , για να φορτώσουμε στάρι και σόγια με προορισμό την άλλη κόστα της νοτίου Αμερικής την Μπουέναβεντούρα της Κολομβίας .
Είχαμε αφήσει πίσω μας καμμιά βδομάδα τα Κανάρια και πιάναμε την κόστα κοντά στο Ρεσίφι και την Βιτόρια .
Σε τούτες τις θάλασσες , σε αυτό το γεωγραφικό πλάτος , τo φθινόπωρο προχωράει σιγά , νωχελικά προς τον χειμώνα . Αργοπορεί όσο μπορεί πρωτού ξεκινήσει γιά το μεγάλο ταξίδεμα του προς τα μερη του νότου . Ξαπλώνει καθημερινά την θαλπωρή του στα αχνογάλανα κύματα , κάνοντας αυτό το κροσσάρισμα του ατλαντικού να μοιάζει με απολαυστική βαρκάδα .
Με την γεύση της ομελέτας ακόμη στο στόμα μου τράβηξα γιά την πλώρη . Στο μπογατζίδικο με περίμενε ο Ρόνυ - ο λοστρόμος - που ετοίμαζε την εποξική μπογιά μαζί με τον τζόβενο που περίμενε έτοιμο να την πασσάρει στους ναύτες , που είχαν ήδη κατέβει γιά να βάψουν τ` αμπάρια μας γιά την επόμενη μας φόρτωση .
« Σήμερα πρέπει να βγάλουμε οπωσδήποτε το νούμερο τρία και τέσσερα , αν θέλουμε να προλάβουμε να ξεμυρίσουν ίσαμε την Αργεντίνα , αλλιώς δεν μας βλέπω καλά » ...
Του ζήτησα άμα νετάρει και πασσάρει την μπογιά να έρθει να με βρεί στην καμπίνα μου παίρνοντας μαζί του το γαλλικό την πένσα και τον κόφτη .
Με κοίταξε απορημένος ... παράξενος συνδυασμός εργαλείων .
« Θα κατεβάσουμε τις παλιές αντένες Ρόνυ ... » , του είπα χωρίς άλλες κουβέντες . Η έκφραση στα μάτια του μαρτυρούσε ότι μπερδεύτηκε ακόμη περισσότερο .
Σε λίγο βρισκόταν εκεί , στη καμπίνα μου . Βγήκαμε στο κατάστρωμα λεμβών , εκεί που βρίσκονται τα κολωνάκια γιά τις αντένες του μαρκόνι . Από τα χθές ο καπετάνιος μου `χε ζητήσει να κατεβάσουμε τις παλιές , σε παροπλισμό τώρα , αντένες από τους ιστούς μιάς και μόνο να σφυρίζουν σαν έχει αέρα μπορούνε τώρα πιά .
Τα σύγχρονα συστήματα επικοινωνίας ήταν εκείνα που αντικατέστησαν ανεπιστρεπτί τον ραδιοτηλεγραφητή και τον μορσικό τηλέγραφο . Σε λίγο η λέξη μαρκόνι θα γίνει ιστορική αναφορά και στο νου μας θα φέρνει μόνο γραφικά τα σήματα μορς και το τραγικά γνώριμο σιέρα όσκαρ σιέρα ... S.O.S …
Βουβά σύρματα τώρα στωικά περίμεναν την ολοκλήρωση του πεπρωμένου τους .
Η ώρα της αποκαθήλωσης είχε φθάσει και εγώ ένοιωθα δίπλα στο Ρόνυ σαν δήμιος , σαν ψυχρός εκτελετής , μα μέσα μου βαθειά δεν ήθελα να αφήσω κάποιον άλλον να βεβηλώσει την όλη διαδικασία , που με τα μάτια της ψυχής μου μπορούσα να δω σαν ιεροτελεστία . Όχι , σε τούτες τις αντένες άξιζε ένας ύστατος φόρος τιμής . Ήθελα να γίνει με σεβασμό καθώς τους αρμώζει και όχι με τρόπο πεζό και τραχύ .
Κοιτάζω ψηλά και τις καμαρώνω ... με κοιτάζουν κι αυτές και δίχως φωνή επικοινωνούμε , άλλωστε ξέρουν πολύ περισσότερα πραγματα από εμένα γιά συχνότητες και συντονισμούς .
Διστάζω μιά στιγμή , σαν να το ξανασκέπτομαι ... μήπως να μίλαγα πάλι στον καπετάνιο ;
« ... μπα , σε καλό μου τι μ` έχει πιάσει τώρα με τούτα δω τα χάλκινα σύρματα , άλλο και τούτο πάλι , έλα στα συγκαλά σου ρε Γιάννη ... ας τελειώνουμε ... » .
Λύνω το συρματόσχοινο και το ξεπιάνω από το κοτσανέλο . Λασκάρω το σύρμα , μα η αντέννα δεν κατεβαίνει . Πεισματικά θαρρείς αντιστέκεται στον ιστό , σκαλωμένη στον παλιό σκουριασμένο μακαρά .
Ο Ρόνυ σκαρφαλώνει τότε με ευλύγιστες γρήγορες κινήσεις το ιστό μέχρι επάνω και πιάνει το σύρμα . Το ξεμπλοκάρει και ύστερα το λασκάρει , ώσπου φτάνει στα χέρια μου ...
... το βιράρω μέχρι να ξεπεράσει τον πετρωμένο μακαρά ... ακούω τον γδούπο της αντέννας που σωριάζεται στο κατάστρωμα . Τώρα βρίσκεται εκεί μπροστά στα πόδια μου σωριασμένη , βερινιασμένη και ασάλευτη , σαν άψυχη ανακόντα .
Μετά από λίγο κατεβάσαμε και την δεύτερη . Την παρατηρώ αμίλητος όση ώρα ο Ρόνυ σκαρφαλώνει στο δένδρο στην κόντρα γέφυρα για την τελευταία . Σε τρία λεπτά βρίσκεται εκεί , ψηλά , δίπλα της ...
« Αλήθεια , πόσα χρόνια δεν υπηρετούσαν το πλοίο , σαν μέλος του πληρώματος κι αυτές , ασκώντας τα καθηκοντά τους πιστά και υπάκουα , πραγματοποιώντας κάθε επιθυμία του κάθε καπετάνιου , που γι αυτές ήταν εντολή ; Χρόνια ολόκληρα ταξίδεψαν με τόσους ναυτικούς από τόσες πατρίδες . Χρόνια ολόκληρα ήτανε ο ομφάλιος λώρος που ένωνε το πλοίο με τον έξω κόσμο . Πόσες και πόσες φωνές δεν έχουν ταξιδέψει αυτά τα είκοσι τόσα χρόνια που βρίσκονταν σε λειτουργεία , πόσα μηνύματα σε πόσες γλώσσες του κόσμου όλου δεν έχουν ακούσει ; Τον καυμό του ναύτη , την φωνή της μάννας του και της αγαπημένης του η των παιδιών του . Συνομιλίες γιά δουλειές , ρεπόρτα από τις εταιρίες τους ναυλωτές και τους παραλήπτες , δελτία καιρού ... και τραγούδια της πατρίδας , ειδικά αυτά , που συντροφεύουν τις βάρδιες μας εκείνες τις μονότονες ώρες των λογκάδων ταξιδιών .
Ο αποχωρισμός είναι μία τέχνη , μα όσο και να την κατέχεις η στερνή στιγμή του είναι πάντα δύσκολη γιά όλους , ακόμη και όταν πρόκειται να αποχωρισθείς με πράγματα που είναι θεωρητικά άψυχα , ακόμη και αν αυτά είναι απλώς μερικά μέτρα χάλκινο σύρμα .
Κοιτάζω ξανά τους αδειανούς ιστούς ... το πρωί τράβηξα δύο αναμνηστικές φωτογραφίες με τις αντένες να βρίσκονται στην αγκαλιά τους .
Ο Ρόνυ λασκάρει το σύρμα και γω το μαινάρω ...
Τώρα πια και το τελευταίο σύρμα βρίσκεται κατάχαμα στο ντέκ .
Μετά κόψαμε με τον κόφτη τα παλιά απολιθωμένα κλειδιά και τους μακαράδες . Κράτησα ένα κομμένο μπρούτζινο κλειδί γιά αναμνηστικό και το βίδωσα επάνω από το λαβομάνο της καμπίνας μου , για να το βλέπω κάθε φορά που πλένομαι η ξυρίζομαι .
Μαζέψαμε τα παλιά συρματόσχοινα και τα χάλκινα σύρματα από τις αντένες , όλα μαζί σε κουλούρα ... Ύστερα πήγαμε στην πρύμνη γιά να τα φουντάρουμε ...
« ... Εεε , το νου σας !!! ... πάντα αβάρα από την προπέλα τα σύρματα !!! ... » , άκουσα τον Λεωνίδα τον Λέκκα , τον πρώτο μου λοστρόμο όταν ήμουν ακόμη δόκιμος στο « Κονκαρ Θέτις » , να μας λέει με την στεντόρια φωνή του και τον ένοιωσα παρών .
« καλή σου ώρα μπόση ... » , αποκρίθηκα στο φάντασμα ... Πρέπει να τον παραξένεψε πολύ , γιατί ο λαλίστατος Ρόνυ με παρατηρούσε αποσβωλομένος ...
Σκέφτηκα να τα φυλάξουμε στην πλώρη , γιά μιά στιγμή , μα πάλι σα να το μετάνοιωσα . Να , ήταν σα να αισθάνθηκα πως μου ζητούσαν να ανακουφισθούν , ήταν σα να μου ζητούσαν κάτι πολύ αληθινό , ειλικρινές και ανθρώπινο μα προπάντων κάτι απολύτως δίκαιο .
Τόσα χρόνια απ` εκεί ψηλά να αγναντεύουνε την θάλασσα , χωρίς ποτέ να `χουν νοιώσει το φίνο άγγιγμα της , έτσι είχαν κάθε δικαίωμα να ζητούν ακόμη και να απαιτούν κάτι τέτοιο .
Άλλωστε ... όλοι οι μελλοθάνατοι έχουν δικαίωμα στην τελευταία επιθυμία . Ένοιωσα τη χαρά και την λαχτάρα τους ... πόσο πολύ το λαχταρούσαν !!!
Τα τύλιξα ένα - ένα και μετά τα ένωσα όλα μαζί σε μιά χοντρή κουλούρα . Τόσα χρόνια παρέα δεν μου πήγαινε η καρδιά να τα χωρίσω ... Μετά τα πήρα στα χέρια μου , τα κοίταξα γιά τελευταία φορά και με μιά κίνηση , έτσι απλά , τα πέταξα με ορμή στον γαλήνιο ωκεανό .
Τ` άκουσα να σκάνε στην επιφάνεια της θάλασσας , μόλις ταράσοντας την , και ήταν σαν να μ` ευχαριστούσαν που τα βοήθησα να νοιώσουν επιτέλους γιά πρώτη φορά την θάλασσα να τα αγγίζει .
Έμεινα να τα παρατηρώ όπως πλανάριζαν στην αρχή αργά και ύστερα να χάνονται , με κοφτές κινήσεις από την δύνη της προπέλας μας έτσι σφιγκταγγαλιασμένα σαν ερωτευμένα παιδιά , ξεκινώντας το μεγάλο ταξίδι τους εως τον αββυσαλέο βυθό του ατλαντικού ωκεανού .
Άξαφνα μιά ρωγμή στο υποσυνειδητό μου άφησε να διαρρεύσει μιά λεπτή εύθραυστη φωνούλα που ψέλλησε λίγες λέξεις ...
... Είχα κάποτε μία γάτα , την είχα βαφτίσει Λούσυ . Συνήθιζε να κάθεται στα πόδια της μάνας μου όταν εκείνη έραβε . Τα καλοκαίρια ανέβαινε στο πλυσταριό που είχε δροσιά και τα χειμωνιάτικα μεσημέρια έπαιζε κυνηγήτο με ένα λούτρινο ζωάκι με τις ώρες , στην απάνεμη ηλιόλουστη αυλή μας ζεσταίνοντας τη γούνα της . Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ έφυγε και πέρασαν δύο μέρες χωρίς να φανεί . Έκανα την προσευχή μου για να επιστρέψει, μιά απλή παιδική προσευχή ... Το άλλο πρωί την άκουσα να νιαουρίζει έξω από την εξώπορτα μας . Άπο τότε , κάθε φορά που χανότανε έκανα την ίδια προσευχή . Ώσπου κάποτε χάθηκε γιά πάντα ... Συνέχισα να λέω την προσευχή πόλλα βράδυα μετά που κατάλαβα ότι δεν είχε πια κανένα νοημα , εκτός από το ότι κάθε φορά που την έλεγα , αισθανόμουν την παρουσία τις κοντά μου .
Τέλος εποχής ...
Έτσι , όπως η κάθε εκτέλεση έχει μάρτυρες έτσι και αυτή είχε τις δικούς τhς . Τις γλάρους που ακολουθούσαν ακούραστα το ποτάμι που άφηνε ξωπίσω της η προπέλα μας και το μικρό πουλί που κουρασμένο λαθρεπιβάτη πήραμε έξω απ τα Κανάρια μεσοπέλαγα και τώρα τριγυρνούσε στη πρύμνη γυρεύοντας επίμονα λίγα ψίχουλα .
« Chief , coffee time , I must go to call the boys …. OK ? » ... O Ρόνυ πήγε να φωνάξει το τσούρμο γιά καφέ .
Κοίταξα το ρολόι μου ... « δέκα παρά πέντε » ...
Ήταν στ` αλήθεια τραγικά ειρωνικό , μα στον τόπο μας είναι συνήθειο παλιό μετά τις κηδείες καφέ να πίνουμε ...
* * *
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά