Νύχτα μετά τη νύχτα πάσχιζε να περιγράψει το απερίγραπτο... Βυθισμένος σε αστροφωτισμένες σκέψεις,φανταζόταν πράγματα εξωτικά και μυστηριώδη,ζωές αλλοτινές γεμάτες ρέμβη κι ονειροπόληση,ουτοπίες ανεκδιήγητες και ιπποτικά ρομάντζα,ιστορίες για καταραμένους ποιητές που μεθούσαν με όπιο και ξυράφια,δραπετεύοντας για λίγο
απ την κενή καθημερινότητα,από τα βάσανα και τους πόνους μιας πικρής σκλαβιάς..
Το ένα όνειρο χανόταν μέσα στο άλλο κι η πραγματικότητα εύπλαστη όσο ποτέ κατέρρεε μπροστά στα μάτια του.
Χαμένος μέσα στο όργιο των τρελών σκέψεων,κηνυγούσε κρυστάλλινες λέξεις και ιδέες λεπτεπίλεπτες,ευγενικές, για να μπορέσει να κεντήσει μια ατμόσφαιρα μαγική,ένα κρυσφήγετο ελπίδας γεμάτο έμπνευση και πνευματισμό.
Διακατεχόταν από μια έντονη λαχτάρα για ομορφιά,από έναν διακαή πόθο να φανερώσει την Υπερπραγματικότητα,με κάθε τρόπο,με κάθε κόστος!
Ο κόσμος δεν καταλάβαινε την δίψα του για υπέρβαση,τον δυναμικό έρωτα για τη ζωή,την πραγματική,ελεύθερη ζωή!Ξένος ανάμεσα σε ξένους κι ανίκανος να συμβιβαστεί,προσπαθούσε αδιάκοπα να φτάσει το άφταστο..
Είχε μια θλίψη ζωγραφισμένη στα μάτια και κάτι περίεργες ρυτίδες,συντρίμια του καιρού πάνω στο χλωμό πρόσωπο του.
Έκρυβε μικρά λουλούδια στις τσέπες και μες τα ρούχα του φώλιαζε μια παγωμένη σκιά.Μόνος τις νύχτες ψηλάφιζε τα κρυμμένα μονοπάτια των άστρων ατενίζοντας το άπειρο με βλέμμα εκστατικό και μαγεμένο..
Άνοιγε τα φτερά της φαντασίας κι ο νούς δραπέτευε μακριά..σε αιθέρια βασίλεια και γειτονιές στα σύννεφα κρυμένες,σε στολισμένες εξοχές και τοπία παραμυθένια,κομήτες τα αλώβητα όνειρά του αστράφταν στα πέρατα της οικουμένης.
Συνήθιζε να τριγυρνά στο δάσος μετά τη βροχή,γοητευμένος απ΄το πανέμορφο μωσαικό χρωμάτων και την δροσερή μυρωδιά της βρεγμένης γής.Αντίκρυζε έκθαμβος την κρυστάλλινη λάμψη του τοπίου και φανταζόταν ξέφρενους χορούς γύρω απ τα δέντρα με ξωτικά,νεράιδες και σάτυρους,υπέροχα τραγούδια κι άφθονο κρασί..
Στο δρόμο της επιστροφής περνούσε μες απο στενά σοκάκια αναζητώντας τη μαγεία της στιγμής σε απρόσμενα μέρη,στις σαγηνευτικές σκιές των δρόμων,στο σημαδεμένο πρόσωπο ενός αλήτη.Οι κλεφτές ματιές των κοριτσιών και τα γεμάτα υποσχέσεις χαμόγελα δεν τον αγγίζαν,αναζητούσε κάτι περίπλοκο κι επιβλητικό,μια ιδέα φωτιά που θα συγκλόνιζε την καρδιά του..
Παραδομένος σε πανσέληνες παραισθήσεις,φανταζόταν πως καλπάζει με άλογο αόρατο και δραπετεύει για πάντα πέρα απο τα σύνορα του Κόσμου,εκεί που η ψυχή του θα ένιωθε ελεύθερη,ρεμβάζοντας σε τόπους μυστικούς,εκεί που θα μπορούσε να χαμογελά αληθινά..
Ένα απαλό αεράκι φυσούσε εκείνη τη νύχτα και το φεγγάρι σχιστό,σαν κοφτερό μαχαίρι Βερβερίνου πειρατή,ταξίδευε ανέμελα μέσα στη σκοτεινή θάλασσα του σύμπαντος.Το αιώνιο τραγούδι των γρύλων αντηχούσε ρυθμικά στη σιγαλιά και πέρα μακριά απλωνόταν τα μουσκεμένα λιβάδια.Η λάμπα του δρόμου ξεψυχούσε καρτερικά πάνω στην κολώνα κι οι ζαλισμένες νυχτοπεταλούδες πετούσαν μανιασμένα γύρω απ το πένθιμο φωτοστέφανο.Ακίνητος,πλάι στο παράθυρο,αντιφέγγιζε στα μάτια του το μαύρο του ουρανού,ατενίζοντας με δέος τα θαμπά άστρα στο βάθος του ορίζοντα.
Θα λάτρευε ένα υγρό φιλί πάνω στα στεγνά χείλη αλλά ήταν σαν πάντα μόνος,μες το αδιάκοπο ντελίριο της ψυχής του...
Οι σκέψεις έμοιαζαν να αιωρούνται σαν αιθέριες οπτασίες πάνω απ το κεφάλι του κι ο επιθανάτιος αναστεναγμός του κεριού δε διέκοψε τον βαθύ στοχασμό του,ήταν σαν να είχε απλώσει το μονοπάτι των ονείρων μακριά,πολύ μακριά,παραδομένος στον καλπασμό της φαντασίας,μ΄ένα ύφος εκστατικό στο βλέμμα,σαν ρεμβασμός ικανοποιημένου εραστή.
Βαριά η πέννα στα χέρια του,έχυσε το καυτό μελάνι της πάνω στο ολόλευκο χαρτί:
΄΄Χρόνια που αδειάσαν,ωκεανοί θλίψης..
Εραστές φλογεροί μες τη ζάλη ενός τρελού καλοκαιριού κι έπειτα συντρίμια στα χέρια χλωμών γυναικών..
Μεθάμε..μ΄ένα χάδι ιδρωμένο,με φιλιά πληρωμένα,ξοδεύοντας νύχτες και νιάτα σε στέκια φτηνά,σαν μωρά πεινασμένα στο στήθος της μάνας,αχόρταγοι σαν τυφώνες,στραγγίζουμε την πρόστυχη μοίρα μας,μικρές σκιές εμείς,πάνω στα μάτια ενος αρχαίου δαίμονα που ταξιδεύει στα σκοτάδια..
Φεύγουμε..όλο φεύγουμε..με τις καρδιές γεμάτες όνειρα και πόθους,παράξενοι ταξιδιώτες σε έναν κόσμο κρύο και συμπαγή σαν μάρμαρο.
Φεύγουμε..κι όλο αχόρταγοι κοιτάμε τον ορίζοντα,με μάτια δακρυσμένα,πώς να αδράξουμε χρυσά ηλιοβασιλέματα,άσημοι εραστές μιας ουτοπίας μακρινής,πιο πέρα απο τη φαντασία ενός τρελού εκεί που μόνο οι άνεμοι βολτάρουν..
Θα έρθει κάποτε η ώρα,να φτάσουμε εκεί,στην ουράνια πατρίδα και θα συνεργαστούμε με τον θεό στα πιο απίθανα κοσμικά σχέδια,θα βρούμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα που τόσο πολύ θα μας έχουν λείψει και θα χουμε πολλά να πούμε για τις δόλιες ζωές μας,πίνοντας τσάι ζεστό γύρω απο το τζάκι,μια νύχτα ατέλειωτη με συγκινητικά τραγούδια κι αδελφικές αγκαλιές...
Θα φύγουμε κι εμείς....αρκεί να κάνουμε υπομονή...΄΄
Έκλεισε για λίγο τα μάτια κι αφουγκράστηκε τον παλμό της καρδιάς του,το απαλό θρόισμα των φύλλων της τριανταφυλλιάς στο μπαλκόνι,τις μακρινές κραυγές των πουλιών,η ψυχή του ανασκίρτησε και με μάτια δακρυσμένα ψιθύρισε μες τη σιωπή:
΄΄Στη θάλασσα να στείλης τους στίχους μου άνεμε περαστικέ,να πλανέψουν θαυμάσια τις μικρές γοργόνες..
Στα πυκνά δάση και σε νυχτερινά λιβάδια,εκεί που οι αμαρτωλές νεράιδες χορεύουνε γυμνές κάτω απ την κρύα ανάσα της Σελήνης.
Στα αστέρια να ψιθυρίσεις τα λόγια μου και σε σεργιάνηδες κομήτες...εκεί χαρίζω μ΄αναστεναγμούς τα όνειρα της καρδιάς μου.. ΄΄
Έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω του και χάθηκε στον σκοτεινό λαβύρινθο της επαύλης,συντροφιά με τις σκιές και τα φαντάσματα του μυαλού του,κανείς δεν ήξερε πως έβλεπε παράξενα όνειρα και μελαγχολούσε συχνά...
Νύχτα μετά τη νύχτα,ευλαβικά οικοδομούσε το Άγνωστο,αλχημιστής ιδεών στα σκοτάδια...
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά