Τόπος προσκυνήματος πασῶν τῶν θρησκειῶν καί τῶν αἱρέσεών τους. Τόπος μάζωξης γιά κάθε φροῦτο παντός ὀπωρώνα. Τόπος συνάθροισης ἁπάντων τῶν χρωμάτων, ἀπόψεων καί ἰδεολογιῶν: Φασίστες, τρότσκες, κομμουνιστές, ἀναθεωρητές, χριστιανοί, σταλίνες, μορμόνοι, μουλοῦδες, πρεζάκηδες, πρεζέμποροι. Ὅλοι ἐκεῖ. Κορυβαντιοῦν εὐρωπαϊστές, ντανταϊστές, νταλῆδες, πικάσιοι, κουκουέδες, συνασπιστήρια, νταβατζῆδες, δουλέμποροι, ἐπιχειρηματίες, μαῦροι, ἄσπροι, παρδαλοί – καί ὅ,τι ἄλλο ἰδίωμα μπορεῖ νά πληρώσει τεφτέρι καφενείου, γιά λόγους διάφορους καί διαφορετικούς ὡς πρός τό ὀφθαλμοφανές , -τό ἴδιον ἠχητικό, ἠχηρό φαίνεσθαι στούς βαρεῖς τούς ἤχους ἀρσενικῶν – κατά μία ἀντίληψη τῶν σερνικῶν θαμώνων- ὀργάνων πού σέρνονται σάν φίδια στά πλακάκια τοῦ καφενέ καί ἀνακλῶνται συχνά στίς ἐκπτωτικές ταυτότητες γιά τά περιχωρικά πολυκαταστήματα, ἀντικατοπτρίζοντας τό ποσοστιαῖο ἐκπῖπτον συναίσθημα . Τζούκ - μπόξ παλιότερα, σύγχρονα ψηφιακά μέσα πλέον, στή διαπασών, μ’ ἕνα παράπονο πάντα νά τεμαχίζει σάν μπαλτάς τρία τετράγωνα τά πέριξ, μ’ ἕναν καημό νά διαβαίνει ρίγος ἀτιθάσευτο τή ραχοκοκαλιά τοῦ χώρου. Χώρου πνιγμένου στήν κάπνα τοῦ λαθραίου, βαλτωμένου στήν ὤχρα καί στήν κιτρινίλα τῶν ἀμείλικτων τοίχων πού σκύβουν μέ ὅλο τους τό βάρος καταπάνω στήν καμπούρα τοῦ διακονιάρη τῆς παρέας, τοῦ γλύπτη τῶν ὑστερνῶν σταλαγμάτων τῆς κοινωνικῆς καύλας, τοῦ καθαριστῆ τῶν κοιμητηρίων συνείδησης, τοῦ ταϊστῆ τοῦ ἀδέσποτου ζωντανοῦ, τοῦ ἔνθεου, τοῦ ἀνθρώπου. 1356 μπῆκαν ζωντανοί κι ἀκέραιοι σ΄ αὐτό τό καφενεῖο, 1356 μάζεψαν- ἤ πεθαμένους, ἤ σακάτες, γιά τά δέοντα. Εἶναι ἀμείλικτη ἡ πλατωνική κρίση αὐτοῦ τοῦ χώρου: δέν ξεκουνᾶς ἄν δέν σέ πάρουν. Δέν εἶναι κάποια ρεβάνς γιά ὅ,τι ἔπραξες ἐκμεταλλευόμενος χῶρο ζωτικό πού δέν σοῦ ἀνῆκε, ἅπλα πού προοριζόταν γιά τό λιάσιμο συναισθημάτων ἄλλων καί τήν ἐκμεταλλεύτηκες ἀποκλειστικά γιά νά στραγγίξεις τή δικιά σου ἀπελπισία, -τό κλουβί τοῦ σκύλου πού ἔκανες κονάκι σου γιά νά γελᾶς χαιρέκακα ἔξω ἀπό τά μαγαζιά τῶν χαρατσοβάνηδων. Εἶναι πού δέν γίνεται νά γλυτώσεις ἀπ΄ τόν ἴσκιο σου, ἀπό τή διαίσθηση τῆς συμβίας σέ κάθε σου ξενοπερπάτημα, ἀπό τό τρύπιο τό παπούτσι τῶν παιδικάτων σου κι ἀπό τά τρύπια, ὀρφανεμένα ὄνειρα. Εἶναι πού δέν γίνεται νά τή γλιτώσεις ἀπό τό κουφάρι σου, ν’ ἀπαλλαγεῖς ἀπό τό πεθαμένο βάρος σου. 1356 μπῆκαν πεθαμένοι στό καφενεῖο τῆς γειτονιᾶς. Ἤσαν ψυχές πού γυροφέρνανε ἀδέσποτες γιά χρόνια ἀπό καμπαναριά σέ στύλους τῆς ΔΕΗ, ἀπό δημοτικά μητρῶα στούς καταγραφεῖς μιζέριας καί ἀνεργίας, ἀπό τά σκέλια τοῦ ἐγχώριου βολευτῆ στά σάλια τοῦ ἐπίδοξου περιφερειάρχη, ἀπό [7] τόν ἕναν βόθρο στό ἄλλο τό σκατό. Πάντα στό ἴδιο πατητήρι. Στό ἴδιο τό μεθάνιο. Μοιραία ἡ ἔκρηξη: ἤ στό συκώτι, ἤ στήν κοινωνική τή χέστρα, - μέ τό ἴδιο ἀκατάσχετο ἀποτέλεσμα: τό μπάμ! Ὅλοι στό γουδί τοῦ καφετζῆ καθώς κοπανάει τό γουδοχέρι. Πάνω κάτω. Πέρα δώθε. Πάνω κάτω… γκάπ γκούπ. Τό καφενεῖο δάπτει ἐν ἀφθονίᾳ ντόρο. Καί τόν παρέχει. Ὄχι μονάχα σέ ντουμάνι, σέ μπινελίκι, στόν μεζέ. Καί σέ πάταγο. Πέραν τοῦ σπαραξιδιάρικου ἤχου, δίκην μουσικῆς, ἀπό βραχνιασμένα, μπάσα ἠχεῖα, προσφέρει ἀπίθανο κρότο σέ κλαγές πουλιῶν ταβλιοῦ, σέ ἐπιτραπέζια γρονθοκοπήματα ἐπί δηλωτής καί ξερῆς πού δύνανται νά στείλουν τούς καρδιοπαθεῖς στόν τάφο, βροντώδεις κλανιές κρυωμένων συνταξιούχων, στομφώδη σιχτιρίσματα, ἐκκωφαντικές λαλιές τραυλῶν καί κωφάλαλων -μαζί μέ τίς ὀχτώ καμπάνες ὅλων τῶν ὀκτάβων τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἅγια- Τριάδας πού τυχαίνει πάντα νά γειτνιάζει μέ τό καφενεῖο – σέ κάθε τόπο καί μέ ἄλλο ὄνομα. Στόν καφενέ καταφεύγει ἡ σοφία ὑπό τή μορφή ἀποσταμένων, ἀτημέλητων, ἀτσούμπαλων, συχνά γενειοφόρων, χαμένων καί μοναχικῶν πλασμάτων. Τούς ἀποκαλοῦν, οἱ ἀπόξω, φευγάτους, βαρεμένους, μέθυσους καί σπανίως κατανοοῦν τά λεγόμενά τους. Συντάσσουν τήν κουβέντα τους πέρα ἀπό κανόνες καί λεκτικά καθεστῶτα, ἔχουν ἐλάχιστη πίστη στήν χείρα φιλίας πού τείνουμε. Πιστεύουν ἔτι καί ἐμπιστεύονται τήν ἑπόμενη γουλιά. Δράττουν τό ποτήρι σάν τούς καλημερίζεις, δέν πιάνουν τήν κουβέντα σου. Ζητᾶνε δανεικό στυλό ἀπό τό μαγαζί, ξεσκίζουν τά τσιγαροπακέτα τους καί σημειώνουν στά χοντρά ἐξώφυλλά τους ἤ στά ἐσώκλειστα ἄσπρα χαρτιά τήν ἑπόμενη συνάντηση μέ τόν λοϊσμό τους. Ἐμεῖς, τότες, οἱ ἀπόξω, λέμε πώς κουρνιάζει, πώς ἧβρε τή σπηλιά καί μπῆκε. Ποτές, κανείς δέν σκύβει πάνω ἀπό τήν πλάτη του γιά νά λαθραναγνώσει. Ξέρουμε, δέν θά δυνηθοῦμε νά διαβάσουμε, νά εννοήσουμε τί γράφει. Τό πάλαι, οἱ χῶροι φαρμακοτριβής, ἤγουν τά σημερινά φαρμακεία, ἀποτελοῦσαν καί τόπο πνευματικῆς παραγωγῆς, ἀναπαραγωγῆς τῆς σκέψης καί δημιουργίας. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα φαρμάκι καί φάρμακο, στήν κορυζαριά τῆς ἀναζήτησης τοῦ ἐλιξιρίου τοῦ ἔρωτα καί στή λύση τῆς θανῆς, βασίλεψε ὁ νοῦς. Τότε. Ἀφ’ ὅτου οἱ φαρμακοτρίφτες ἔπαψαν νά ἀρηγοῦν πνευματικά σαλέματα καί φιλοξενοῦνε στά σαλόνια τους γραβατωμένους μέ σαμσονάϊτ, ἐτοῦτο τό ἀναγκαῖο ἀλισβερίσι πνεύματος ἔγινε πουλί καί φουρτούλιξε στό καφενεῖο. Ἐδῶ ματαῆβρε τόν τόπο του. Κίνησε ξανά νά κελαηδεῖ, νά ζεῖ καί νά πεθαίνει, νά χάνει τά φτερούγια του καί νά τά ματαβγάνει. Νά ὑπάρχει. Ἐτοῦτο τό πουλί βρῆκε καί σπόρο καί νερό στό καφενεῖο. Βρῆκε πληγές νά τίς τσιμπολογάει, βρῆκε ἀνάσα καί γιορτάσι. Βρῆκε τό χνῶτο πού γύρευε, τοῦ ἀποσπερνοῦ, τῆς μέθης. [8] Χαμένοι πλήρως, ἀπόκληροι ὁλοῦθε, οἱ πυροβολημένοι ἀπό τή ζωή καί οἱ πυρπολημένοι ἀπό τήν ἴδια, ὅσοι στό χεῖλος τοῦ νά ζεῖ κανείς ἤ νά μή ζεῖ, πουτάνες ἀποκαμωμένες, σακατεμένοι ἐργάτες, ἀπομεινάρια ζήσης, διακοναραῖοι καί ξεπεσμένοι καλλιτέχνες, συνταξιοῦχοι εἰσαγγελεῖς, ἐρημοδίκες, ρουφιάνοι μπάτσοι καί ξεδοντιασμένες χασικλοῦδες –ὅλοι στό καφενεῖο ὅμοιοι. Ὅλοι στήν τσίκνα καί στή μέθη της, μιά χάπα πρίν ἀπ’ τήν ἄλλη θεοσκότεινη μήτρα. Μιά χάπα πρίν ἀπ΄ τό ὁποιοδήποτε ἀδόκητο κι ἀνάρεστο τέλος. Στόν καφενέ δέν ἐχωρεῖ καμάκι. Ὄχι ἐλλείψει θηλυκῶν, ἀλλά λόγω ὕπαρξης ἄγραφων νόμων, τῶν ὁποίων ἡ παραβίαση συνιστᾶ προσωρινή ἀπομάκρυνση μέχρι καί ἐσαεί ἀποβολή. Οἱ καφενόβιοι τρέφουν σεβασμό στή γκόμενα τοῦ ἀλλουνοῦ, σέβονται ἀκόμα καί τήν ἀδέσποτη. Θά πασχίσουν ἐνδεχομένως νά τήν ἐντάξουν στήν κουβέντα καί στήν παρέα, σπανίως, ὅμως, καί στή λίστα τους μέ τίς ὑποψηφιότητες γιά κλίνη. Οἱ πλέον τολμηροί θά ἀποπειραθοῦν κέρασμα, ἴσως καί χερικές ἀποκοτιές, ὡστόσο μαζεμένα- καί, ἐν πολλοίς, εὐπρεπῶς. Ἐνίοτε δεικνύουν τά πόστερ μέ τά ὀρεινά ἑλβετικά τοπία πού στολίζουν συχνά τό μαγαζί, ὑποσχόμενοι κονάκι σέ τέτοια ὀνειρικά λιβάδια. Ἄλλως, χουφτώνουν τ’ ἀχαμνά τούς ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ περιπετειῶδες κρεβάτωμα. Καί στήν τελευταία περίπτωση, πάντως, μέ τή σχετική διακριτικότητα. Στόν καφενέ λύνονται ἐξαίφνης ὅλοι οἱ παγκόσμιοι γόρδιοι δεσμοί. Καταρριχῶνται ἀπό τά πόκλαρα τοῦ νοῦ μιά αἰλουροειδής φιλοσοφία καί μιά πολιτική πού ἀναλαμβάνουν ἀσκαρδαμυκτί τήν ἐπίλυση τῶν κοιλόπονων τοῦ πλανήτη. Πονεῖ κοιλιά – καταβροχθίζει ἔντερο ὁλάκερο. Ἄν ἡ παγκοσμιότητα δέν μπορεῖ νά κενώσει, ἐδῶ θά βρεθεῖ ἡ γιατρειά καί τά σχετικά χρειαζούμενα μαντζούνια. Αὔθις. Γαρδουμπάκι πολυεθνικό, γεμάτο καί γαμάτο, σαλτσούλα ἀλευράτη. Τοῦ καφενέ. Στό γράφημα ἐτοῦτο μπερδεύονται τά πρόσωπα πού ὁμολογοῦν, πού παρατηροῦν, πού συμπάσχουν. Τό τρίτο πληθυντικοῦ γίνεται αἴφνης πρῶτο καί τούμπαλιν. Ἔτσι ἁρμόζει. Καφενωδῶς. Ὅλοι στό γουδί τοῦ καφετζῆ, σάν κοπανάει τό γουδοχέρι. Πάνω κάτω. Πέρα δώθε. Πάνω κάτω… γκάπ γκούπ.

(2015, στό καφενεῖο τοῦ ‘Μπούρδα’, Ἁγιά Τριάδα, Ναύπλιο))

Προβολές: 74

Σχόλιο από τον/την Αντώνης Κατατονιακός στις 27 Σεπτέμβριος 2016 στις 0:44

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ.....ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΝΑ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΟΥΝ 

Σχόλιο από τον/την Nikolakakos Georgios (spartinos) στις 5 Οκτώβριος 2016 στις 12:14

Πολυ ωραιο!!!

Σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!

Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά

Στατιστικά ιστοσελίδας


Βίντεο

Σήμα

Γίνεται φόρτωση...

Φόρουμ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

Η Ποίησή μου

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις

μαζὺ μὲ τὴν ἐπάνοδό μου, αὐτό

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση

© 2024   Created by Nikolakakos Georgios (spartinos).   Με την υποστήριξη του

Διακριτικά  |  Αναφορά προβλήματος  |  Όροι χρήσης

SEO Services