Δὲν κερδίζει κανεὶς τὸν ἑαυτό του παρὰ μόνο δίνοντάς τον, δὲν φτάνει στὴν πλήρωση παρὰ μόνον ὅταν προσέρχεται μὲ ἀπέραντη διαθεσιμότητα στὸ δεσμό, ποὺ ἔτσι γίνεται θεμέλιο καὶ νόημα τῆς ἐλευθερίας του.
Αὐτὴ ἡ τοποθέτηση βέβαια δὲν εἶναι καινούργια. Τὸ καινούργιο ὅμως, ποὺ τῆς δίνει καὶ ἐπικαιρότητα, εἶναι ὅτι οἱ ἀπόλυτες ἐκεῖνες σχέσεις ποὺ συντηροῦσαν τὴν αἴσθηση τῆς μοναδικότητος τοῦ κάθε ἀτόμου (ἔρωτας, φιλία, συζυγικὴ σχέση, γονεϊκὴ ἀγάπη κλπ.) ἁλώνονται σήμερα ραγδαῖα ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῆς γενικευμένηςπολιτικῆς οἰκονομίας, ποὺ φέρνει μέχρι μέσα τους τὸ δικό της ἦθος ἐκκοινωνισμοῦ καὶ στέλνει τὴ σκιὰ τοῦ χρήματος, μὲ τὴν πολυσήμαντη συμβολική του τάξη, νὰ πλανᾶται πάνω τους.
Θεμελιωμένο στὸν πόλεμο ὅλων ἐναντίον ὅλων, τὸ κοινωνικὸ σύστημα τοῦ κεφαλαίου, ἐπιβάλλει σιγὰ σιγὰ τὴν ἀνταγωνιστικὴ σχέση ὡς καθολικὴ καὶ ἁπλώνει παντοῦ τὸ δυνάμει οἰκουμενικὸ σύστημα τῶν ἰσοδυναμιῶν του, ὁδηγώντας τὰ ἄτομα νὰ βλέπουν τὶς σχέσεις καὶ τοὺς σκοποὺς ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς οἰκονομικῆς ὀρθολογικότητος καὶ νὰ ταυτίζουν καταξίωση μὲ ἀξιο-ποίηση. Ὄντας ἐκ φύσεως ἀνίερο καὶ σχετικοποιό, τὸ κύκλωμά του ὑπονομεύει κάθε ἀπόλυτη ἀξίωση, κάθε ἔφεση πρὸς ἀπόλυτες καταστάσεις, καὶ περιχαρακώνει τὶς χειρονομίες σ’ ἕνα ἐδῶ χωρὶς ἀλλοῦ καὶ σ’ ἕνα τώρα χωρὶς ἐπαύριο. Καὶ τὰ ὑποκείμενα, ἐκκρεμῆ μέσα σ’ ἕνα κόσμο τοῦ ὁποίου νόημα
καὶ ἔλεγχος τοὺς διαφεύγουν, δίχως σημεῖα ἀγκιστρώσεως στὸ χρόνο, βιώνοντας τὸν ἑαυτό τους ὡς ἔλλειψη καὶ ὑφιστάμενα τὴ ζωή τους σὰν πεπρωμένο, προβάλλονται συνεχῶς πρὸς τὰ ἔξω γιὰ νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὰ μέσα τους βάθη – ἀποδύονται, χωρὶς βαθύτερο σκίρτημα χαρᾶς, σὲ μιὰ συνεχὴ φυγὴ σὲ ἀντικείμενα καὶ εὐχαριστήσεις, ποὺ ἐπιπλώνουν τὴ σχολάζουσα ἐνδοχώρα χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ τὴν πληρώσουν μὲ τίποτα, γιατὶ πρόκειται γιὰ κενὸ θεμελίων, δηλαδὴ νοήματος, καὶ ἡ πληρότητα κερδίζεται ὄχι μὲ τὴ συσσώρευση ἀποκτήσεων, ἀλλὰ μὲ τὴν προσφορὰ ἑαυτοῦ ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀκεραίωσή του.
Ἀλλ’ ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ἐκλείπει σήμερα εἶναι μία τέτοια γενναιόδωρη διαθεσιμότητα, γιατὶ δὲν
μπορεῖ νὰ ἐννοηματωθεῖ μεστὰ ἀφοῦ οἱ σκοποὶ παρέχονται πλέον ἀπὸ τὸ νόμο τῆς ἀξίας καὶ εἶναι
πολὺ ἰσχνοὶ γιὰ νὰ τὴ θρέψουν.
Στὶς σύγχρονες κοινωνίες, ποὺ δοκιμάζονται ἀπὸ βαθύτατη κρίση νοήματος καὶ σκοπῶν, τὰ
διάφορα ἀμφισβητητικὰ κινήματα, ἐλπιδοφόρος ἀντίδραση σὲ κώδικες καὶ ἑτερονομίες ποὺ
ἀφαιροῦν ἀπὸ τὴν πράξη τὴ σημασία της καὶ ἀπὸ τὰ ἄτομα τὴν προσωπική τους ἀλήθεια, κινδυνεύουν νὰ ἐμπλακοῦν πιὸ βαθιὰ στὶς κατηγορίες τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας καὶ νὰ παγιδευτοῦν σὲ νέα συρματοπλέγματα, ἂν τὸ κάθε βῆμα δὲν βρίσκει θεμέλιο στὸ βαθύτερο αἴτημα τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος.
Ἡ κάθε ἀπελευθέρωση ἔχει ἀνάγκη ἀπαραιτήτως ἀπὸ τὴ συνείδηση τοῦ τιμήματος, ὥστε οἱ ἐπιλογὲς νὰ γίνονται ἐν ἐπιγνώσει. Χωρὶς αὐτὴ τὴ συνείδηση ἐκλείπει καὶ ἡ συνείδηση τῶν ὁρίων, καὶ ἀθέλητα γεννιῶνται μυστικὲς καὶ πλάγιες συνενοχὲς μὲ τὸ ἴδιο τὸ πεδίο ἀπὸ τὸ ὁποῖο
ἐπιδιώκεται ἡ χειραφέτηση. Κάθε ἀπελευθέρωση ἱδρύει μία ἀπόσταση ἀπὸ κάτι, ἀπὸ κάποια σχέση καὶ στὸν καθένα ἐναπόκειται, σύμφωνα μὲ τὴ δική του εὐαισθησία,
νὰ κρίνει ἂν τὸ θυσιαζόμενο πράγμα ἔχει μικρότερη ἀξία ἀπὸ τὸ ἐπίτευγμα
(ὁπότε ὑπάρχει πράγματι ἐπίτευγμα) ἢ μεγαλύτερη (ὁπότε τὸ ἐπίτευγμα εἶναι ἔκπτωτο) – ἂν
π.χ. ἡ ἀπέραντη θλίψη τῶν γηροκομείων στὰ ὁποῖα
παρκάρονται σήμερα μαζικὰ οἱ ἀπόμαχοι γονεῖς μπορεῖ νὰ εἶναι, ὅπως γράφτηκε κάπου, παραχώρηση τοῦ συστήματος, δηλαδὴ κάτι σὰν νίκη, ἢ ἀντίθετα, νύχτα ποὺ πέφτει σ’ ἕνα ἀκόμα ἀπὸ τὰ τελευταῖα ἀπομεινάρια τῆς ἀνθρωπιᾶς μας.
Ὁ ἴδιος ὁ ἔρωτας, σχέση κατ’ ἐξοχὴν καταλυτικὴ τῆς λογικῆς τῶν ἰσοδυναμιῶν, γιατὶ μέσα του τὰ πρόσωπα ἀναδείχνονται στὸ προσωπικό τους ὄνομα καὶ λάμπουν
στὴ μοναδικότητά τους· σχέση ποὺ συνιστᾶ μόνη της κύκλο αἰωνιότητος καὶ ὑψώνει σὲ ἀπόλυτη διάσταση, καὶ ἐξ αὐτοῦ ὑπερβαίνει τὴ λογικὴ κάθε κώδικος γινόμενη
πράξη ξαφνικῶν ἀποταξινομήσεων – ὁ ἴδιοςὁ ἔρωτας ὑφίσταται φύρα καὶ ἰσοπέδωση στὸ βαθμὸ ποὺ ἐλευθερωνόμενος εὐλόγως ἀπὸ ψυχοφθόρες ἀναστολὲς καὶ ἀπαγορεύσεις, μένει ἀνοχύρωτος ἀπέναντι στὴ λογικὴ τῶν ἰσοδυναμιῶν, ὅταν μέσα σὲ τυφλὴ εἰκονοκλασία χάνει τὴ συνείδηση τοῦ τιμήματος καὶ τῶν ὁρίων: ἡ πανεύκολη ἐναλλαγὴ τῶν ἐρώντων, στὴν ὁποία πλέον ὅλο τὸ σημερινὸ σύστημα σημείων ὠθεῖ, τοὺς κάνει ὅρους ἀντικαταστατοὺς καὶ ἀφηρημένους, καὶ ἐπιφέρει καταρράκωση τῶν προσώπων. Ἡ σχέση φτωχαίνει στὸ βαθμὸ ποὺ ἀντὶ νὰ ὑπάρχει πλήρης συνάντηση ὁλοτήτων σὰν πηγὴ βαθύτερης αὐτογνωσίας καὶ ἀκεραίωσης, ὑπάρχει διασταύρωση ἀνθρώπων «ἀλληλοτεμνομένων» ὡς πρὸς ἐκείνη τὴν ἀνάγκη πού, κατασταλμένη ἐπὶ μακρόν, παίρνει σήμερα τὴ ρεβὰνς ἀπορροφώντας ὁλόκληρη τὴ σχέση, ἀλλὰ ποὺ ὅσο σημαντικὴ καὶ νὰ εἶναι δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ὁλότητα σχέσεως.
Ἕνα ὁλόκληρο, ἄλλωστε, σύστημα συμφραζομένων ὑποθάλπει ἐπιτηδείως καὶ ἐπικερδῶς αὐτὴ τὴ συρρίκνωση, παρέχοντας καὶ τὴν ἀπαραίτητη ἰδεολογικὴ κάλυψη:ἀναστολές, ἐνοχές, ταμποὺ πρέπει νὰ παραμεριστοῦν ἀδιακρίτως καὶ μόνο ἕνα εἶδος τύψεων εἶναι ἐπιτρεπτό –ἡ τύψη γιὰ τὶς τύψεις. Τὰ ἄτομα ὄχι μόνο ἔχουν δικαίωμα στὴν ἀπόλαυση, ἀλλὰ καὶ καθῆκον – βρίσκονται, κατὰ
κάποιο τρόπο, σὲ διατεταγμένη ὑπηρεσία προγραμματισμένης εὐτυχίας, καὶ χρέος τους εἶναι νὰ αὐξάνουν τὴν απολαυστική τους δυνητικότητα καὶ νὰ ἀπορροφοῦν τοὺς νέους τύπους ἐμπορευμάτων. Ἀλλὰ γι’ αὐτό, πρέπει νὰ ἀποδεσμεύσουν τὶς φαντασιώσεις τους, κι ἂν δὲν ἔχουν φαντασιώσεις νὰ δημιουργήσουν, κι ἂν δὲν μπο-
ροῦν μόνοι τους, τότε νὰ ἀντιγράψουν καὶ νὰ δανειστοῦν – τὸ οὐσιῶδες εἶναι νὰ κολυμποῦν στὶς φαντασιώσεις, νὰ πολλαπλασιάζονται οἱ ὀργασμοὶ καὶ νὰ αὐξάνεται ἡ ἱκανότητα πρὸς κατανάλωση ἀπολαύσεως. Ἄλλωστε τὰ βιομηχανικὰ μοντέλα ποὺ ἔχουν στηθεῖ γιὰ νὰ στηρίξουν τὸν ἐρεθισμό, εἶναι ἀνεξάντλητα σὲ μελετημένες σειρὲς ἑτοιμοπαράδοτης εὐφορίας: διαφημιστικοὶ μηχανισμοί, εἰδικευμένα περιοδικά, ποικίλοι θεωρητικοί, κυκλώματα καὶ παρακυκλώματα, ἀποστέλλουν στοὺς
ἁπανταχοῦ στερημένους ἢ κορεσμένους ἢ μπαφιασμέ-νους, ἐντολὲς καὶ πρότυπα, ὄργανα καὶ συνταγὲς – καταιονισμοὺς λεπτουργημένων φαντασιώσεων, τὶς ὁποῖες αὐτοὶ καλοῦνται ὁπωσδήποτε νὰ ζήσουν. Τὸ πᾶν εἶναι νὰ ἐπέλθει ριζικὴ ἀπομύθευση τοῦ παντὸς καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὑποσυνείδητο νὰ «ἐκραγεῖ» καὶ ν’ ἀξιοποιηθεῖ ἀπο- τελεσματικά, κατευθυνόμενο ἀπὸ τοὺς ἐπαγγελματίες τοῦ εἴδους καὶ τοὺς ἐμπόρους.
Ἔτσι, σ’ ἕναν ἀνέραστο περὶ ἔρωτος λόγο, ἡ ψυχὴ περιστέλλεται σὲ «ψυχισμό»,
ἡ ἀγάπη ἐντάσσεται στὴν «ψυχοσυναλλαγή», τὸ σκίρτημα σὲ «ἐνέργεια», οἱ ἐρῶντες γίνονται παρτεναὶρ καὶ ὁ ἔρωτας ἀσκήσεις γυμναστικῆς – ἐνῷ ἡ ποίηση ἀποσύρεται σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ στριμωχτεῖ ὅλο καὶ πιὸ ἀποκλειστικὰ στοὺς στίχους τῶν ποιητῶν. Καὶ ὅλοι βαδίζουν ἀπὸ ἀπελευθέρωση σὲ ἀπελευθέρωση κι ἀπὸ ἄδειασμα σὲ ἄδειασμα, ἀνυποψίαστοι γιὰ τὸ ὅτι αὐτὲς οἱ «ἀπελευθερώσεις», ποὺ ὅλο καὶ μεταθέτουν τὰ ὅριά τους πρὸς τὸ ζυμῶδες καὶ τὸ ἄμορφο, μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι καὶ τόσο «ἐλευθεροφόρες», καὶ ὅτι ὁ τυφλὸς καὶ παγερὸς μύθος τῆς ἀπομύθευσης εἶναι δυνατὸ νὰ κάνει ἀκόμα πιὸ ἀπροσπέλαστο τὸ «φρικτὸ αἴνιγμα τῆς ἐλευθερίας». Μέσα στὴ γενικὴ περιδίνηση, ὅπου οἱ παραδεδομένες πηγὲς τοῦ νοήματος ἔχουν ἀφανιστεῖ, οἱ κοινοὶ οὐρανοὶ καταλυθεῖ καὶ ὁ καθένας, μὲ μιὰ καταπακτὴ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του ποὺ δὲν ξέρει πότε θ’ ἀνοίξει, πασχίζει νὰ ἀποσπάσει ὅ,τι μπορεῖ καὶ ὅπως μπορεῖ, τὸ νὰ θελήσει κανεὶς νὰ ξαναδώσει μία ἱερότητα στὸν κόσμο ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ καβαλήσει τὸ Ροσινάντη πρὸς ἀναζήτηση τῆς πλανόδιας ἱπποσύνης – καὶ σ’ ὅποιον τὸ ἐπιχειρεῖ, τιμὴ τοῦ πρέπει καὶ ὄχι χλεύη.
Ἀλλ’ ἐὰν δὲν μπορεῖ νὰ ἀναστήσει τοὺς νόμους τῆς ἱπποσύνης, εἶναι ὡστόσο δυνατό, συνειδητοποιώντας τὸ πρόβλημα, νὰ διαφυλάξει τὴν ἱερότητα τῆς δικῆς του ζωῆς μέσα στὴ χόβολη θυλάκων, οἱ ὁποῖοι ἀντιστέκονται στὸ ρεῦμα στὸ βαθμὸ ἀκριβῶς ποὺ συνιστοῦν ἀκόμα ἀπόλυτες προσωπικὲς σχέσεις.
Γιατὶ τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἁπλῶς νὰ ἐπιζήσει κανεὶς– αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα τῶν ζώων. Ἀλλὰ πῶς «στὸ χυδαῖο αὐτὸ καρναβάλι» νὰ φορέσει, καθὼς ἔλεγε ὁ Καρυωτάκης, «ἀληθινὴ πορφύρα», χωρὶς ὅμως νὰ χρειαστεῖ νὰ καταφύγει, ὅπως ἐκεῖνος, στὴν ἀπεγνωσμένη
χειρονομία τῆς Πρέβεζας.
Γιάννης Καλιόρης
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ δοκιμίων «Παρεμβάσεις»,
ἐκδ. Κέδρος, 1981. Χρόνος συγγραφῆς: Μάρτιος 1980.
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά