- Χρήστο, το κτήμα καίγεται, η βίλα, το σπίτι μας… Πάμε γρήγορα!

- Πούνα πάμε, μάνα; Τρελάθηκες; Θα γίνουμε ψητοί. Οι δρόμοι κλείσανε. Τα πάντα καίγονται.

- Πάμε, σου λέω. Το σπίτι καίγεται, τα ρούχα του πατέρα σου είναι εκεί. Πάμε!

Οι στιγμές είναι τέτοιες που δεν σου αφήνουν περιθώρια λογικής. Ο Χρήστος και η μάνα του βγήκαν τρέχοντας από το διαμέρισμα, καβάλησαν βιαστικά το μηχανάκι και ξεκίνησαν. Δεν σκέφτηκαν να πάρουν ούτε ένα μαντήλι να προφυλάξουν τα πνευμόνια τους από την αποπνικτική ανάσα του θεριού που ήδη είχε απλωθεί σ’ όλη την περιοχή.

Δεν κατόρθωσαν να μπουν μέσα στο κτήμα. Το σκηνικό ήταν βγαλμένο κατευθείαν από την Κόλαση του Δάντη. Η ορατότητα εναλλασσόταν από μηδέν ως δέκα μέτρα, ανάλογα με την κατεύθυνση και την ένταση του ανέμου που σε κάθε ριπή του, εκτός από καπνό, έσπρωχνε και βολίδες από φλεγόμενα κουκουνάρια, κλαράκια και ολόφωτες φούντες από τα πεύκα. Μπήκαν στα δρομάκια του συνοικισμού, ακούγοντας τις τρομαγμένες κραυγές των παλιών γειτόνων. Μετά βίας ξεχώριζαν πού και πού τη φιγούρα κάποιου γνωστού και
το μόνο που κατάφερναν ήταν να ενώσουν μαζί του τον πανικό τους.

Το σπιτάκι του κηπουρού το είδαν από μακριά για τελευταία φορά. Στάθηκαν στην πλαγιά, ακριβώς στην απέναντι μεριά της Πεταλίδας και για μια στιγμή μονάχα, καθώς καθάρισε για λίγο η καπνιά, το είδαν. Ήταν εκεί, άθικτο.Τα πανύψηλα όμως πεύκα πίσω του είχαν ήδη λαμπαδιάσει. Έστεκαν ακόμη όρθια, ίδια πελώριοι άγγελοι με τις πύρινες φτερούγες τους ολάνοιχτες, έτοιμες να το κλείσουν στο φλογερό τους ύστατο αγκάλιασμα. Ψηλότερα, στο μέρος που κανονικά έπρεπε να βρίσκεται η περήφανη πέτρινη Βίλα με τα Νούφαρα, ένας ολόφωτος πύργος ορμούσε όλο φούρια προς το μαύρο ουρανό, λες κι από ’κει η φωτιά βρήκε διέξοδο να ξεχυθεί στο σκοτεινό διάστημα.

Αναγκάστηκαν να φύγουν από ’κεί, γιατί το επόμενο φύσημα του αέρα τους έπνιξε την ανάσα και πλήθυνε τα δάκρυά τους, μέχρι που δεν ξεχώριζαν πια τίποτα. Το μηχανάκι ξεπερνούσε με δυσκολία τα εμπόδια που τους έκοβαν το δρόμο. Όλα γύρω τους κατέρρεαν. Τεράστιες κλάρες από τα πεύκα έσπαζαν με φρικιαστικό τριγμό και έπεφταν δίπλα τους φλεγόμενες. Ένα μικρότερο κλαδί έπεσε πάνω τους τη στιγμή που περνούσαν κάτω από ένα λαμπαδιασμένο πεύκο. Έκαψε το Χρήστο στο κούτελο και της Μαρίνας της σημάδεψε το δεξί μπράτσο. Το κάψιμο όμως αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην πληγή που είχε ανοίξει και μάτωνε μέσα τους.

Το ίδιο εκείνο πρωί, η Μαρίνα μάζεψε μερικά πράγματα από το διαμέρισμα, γιατί κινδύνευε από τη μανία της φωτιάς, αφού γειτόνευε με το κτήμα, μάζεψε κι ο Χρήστος την οικογένεια, γυναίκα, παιδιά, πεθερικά, αφού κι αυτοί κινδύνευαν να σκάσουν από τις αναθυμιάσεις και κατέβηκαν στην Αθήνα, στο σπίτι της Αριάδνης. Το απόγεμα πέρασε με κλάματα και μαύρες σκέψεις. Το βράδυ στις ειδήσεις ξανάζησαν τη φρίκη της ημέρας, βλέποντας και ξαναβλέποντας στην οθόνη φλόγες και καπνούς και πάλι φλόγες και τρομαγμένα βλέμματα.

Ήρθε το άλλο πρωί. Ο ήλιος βγήκε πάλι και σ’ αυτή τη μεριά του κόσμου δεν αναγνώριζε το τοπίο. Η
φωτιά είχε τεθεί υπό έλεγχο, λέει, αφού βέβαια είχε ολοκληρώσει το φαγοπότι της, έσβησε κι ο πόθος της για κάθε άψυχο και έμψυχο υλικό. Η Μαρίνα σηκώθηκε να πάει πάλι στο κτήμα. Πήγαν μαζί της και η Κατίνα και η Αριάδνη που δεν είχε ησυχάσει όλες αυτές τις μέρες. Καθώς ανέβαιναν προς τα βόρεια, συνειδητοποιούσαν την έκταση που είχε πάρει η καταστροφή. Η φωτιά είχε αγγίξειτους κήπους και τις πρασιές των σπιτιών μέχρι τον Παράδεισο και το Χαλάνδρι. Όσο πλησίαζαν προς το Μαρούσι, όλο και περισσότερα σημάδια της χθεσινής
καταστροφής έκαναν την εμφάνισή τους. Μόλις όμως πέρασαν την πέτρινη πύλη του κτήματος, ήταν σαν να πέρασαν την πύλη του Άδη. Το μαύρο χρώμα κυριαρχούσε παντού. Μισοκαμένα δέντρα κάπνιζαν ακόμα. Καρβουνιασμένα κούτσουρα και μαυρισμένες πέτρες ήταν ριγμένες στη μέση του δρόμου. Εδώ κι εκεί, ανασκαμμένο το έδαφος από βαριά μηχανήματα. Ένα παχύ στρώμα στάχτης σκέπαζε τα πάντα και ανασηκωνόταν κουρνιαχτός σε κάθε φύσημα του αέρα ή στο πέρασμα κάποιου αυτοκινήτου. Έφτασαν στο κτήμα του Ιωσηφόγλου κι έψαξαν να βρουν το δάσος. Δεν βρήκαν τίποτα να τους θυμίζει το γνώριμο τοπίο. Το βλέμμα τους έφτανε ως πέρα στους πρόποδες του Πεντελικού, ανεμπόδιστο. Ξαφνικά, όλα φάνηκαν κοντινά. Η στέρνα, το σπίτι της Θοδώρας, του κυρ-Θεόφιλου, η Βίλα με τα Νούφαρα, η βίλα του Καρέλλα, το χωριό της Πηγής, ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτά δηλαδή. Όλα έστεκαν εκεί γύρω, σε ανοιχτή θέα, χωρίς τίποτα ανάμεσά τους να τα κρύβει, εκτός από μαύρο έδαφος. Το δάσος είχε χαθεί. Το τοπίο έμοιαζε με πληγωμένο αγρίμι που προσπαθεί να γλύψει τις πληγές του, μα αυτές του πληγώνουν τη γλώσσα. Μικροεστίες άναβαν κι έσβηναν εδώ κι εκεί, απομεινάρια των χοντρών κορμών των πεύκων κουφόκαιαν, βγάζοντας πότε-πότε φωτεινές πύρινες γλώσσες.

Εκτός από την εικόνα, άλλαξαν και οι ήχοι. Το λεπτό τραγούδι του ανέμου ανάμεσα στις πευκοβελόνες, μετά το παρανοϊκό ουρλιαχτό της φωτιάς, μεταβλήθηκε σε βουβό μοιρολόι ανάμεσα στους μισοκαμένους κορμούς των δέντρων. Τίποτα άλλο δεν κέντριζε τα αυτιά τους. Πάνε τα πουλιά, πάνε τα τζιτζίκια και τα τριζόνια. Λούφαξαν και τα βατράχια στα βάθη της στέρνας, να μην ξαναδούν τέτοιο κακό.

Πατώντας πάνω σε αχνιστές πέτρες και σε ζεστή στάχτη, έφτασαν στο σπίτι τους. Στο σπιτάκι του
κηπουρού. Με θαμπωμένα από τα δάκρυα μάτια, είδαν τις πόρτες και τα παράθυρα να χάσκουν σαν άδειες κόγχες ματιών σε ξασπρισμένο καύκαλο. Οι τοίχοι του ήταν λαβωμένοι, ραγισμένοι, αλλ’ ακόμα όρθιοι. Η στέγη του όμως είχε καταρρεύσει και τα σπασμένα κεραμίδια της είχαν ανταμώσει τα πλακάκια στο πάτωμα. Οι κάσες από τα κουφώματα κάπνιζαν ακόμα και κουφόκαιαν καρβουνιασμένες.

Πέρασαν την εξώπορτα και μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού που από 'δώ και πέρα θα έβλεπε τ’ άστρα κάθε νύχτα. Έψαξαν να βρουν τα πράγματα του σπιτιού που είχαν αφήσει. Βρήκαν τους μεταλλικούς μεντεσέδες από την παλιά πολυθρόνα, τις βίδες και το σομιέ από το ντιβάνι, τους γάντζους από την κρεμάστρα στον τοίχο της κουζίνας, όπου κρεμούσε τα ρούχα της δουλειάς ο Μήτσος. Η Αριάδνη έψαξε για τα ρούχα που είχαν μείνει εκεί κρεμασμένα από τότε. Δεν βρήκε ούτε ίχνος. Ούτε τα κουμπιά. Εκείνη τη στιγμή ξαναέχασε τον πατέρα της και ο πόνος ήταν το ίδιο δυνατός με την ημέρα του θανάτου του. Τίποτα άλλο γνώριμο δεν είδε. Ακόμα και τα σημάδια από τα κάδρα στους τοίχους είχε εξαφανίσει η φωτιά. Οι μνήμες, αμέτρητες μνήμες που
μάταια έψαχναν να βρουν αυτά τα σημάδια και άλλα πολλά αφημένα εκεί από παλιά, χάνονταν σαστισμένες μέσα στα καψαλισμένα απομεινάρια μιας ολόκληρης ζωής.

Φεύγοντας, ξεκόλλησε ένα μικρό κομμάτι κάρβουνο από τη μισοκαμένη πόρτα και ήξερε ότι εκείνη την ημέρα έχασε τα παιδικά της χρόνια. Η πόρτα που δεν υπήρχε πια, έκλεισε για πάντα το πιο ευτυχισμένο κομμάτι της ζωής της.

Αριάδνη Μεσογείτη

ΥΓ.: Αναμνήσεις από τη μεγάλη φωριά του '81

Προβολές: 76

Σχόλιο από τον/την Ειρήνη στις 14 Σεπτέμβριος 2010 στις 21:37
Συνταράζεις Αριάδνη!!!!

Να τη χαίρεσαι την εγγονούλα σου!!!
Σχόλιο από τον/την NO στις 4 Ιανουάριος 2013 στις 1:24

Έχεις μια αμεσότητα στην μετάδοση εικόνων και συναισθημάτων που σου αλλάζει την διάθεση εν ριπή οφθαλμού. Γράφεις ζωντανά και με μοναδική οξύτητα, έχεις μια απαραλλήλιστη ικανότητα να μαγεύεις και να δίνεις ζωή στα άψυχα. Φτιάχνεις με λέξεις εικόνες που ζωντανεύουν μπροστά στον αναγνώστη, χορεύουν, λικνίζονται και παρασέρνουν. Φίλη Αριάδνη, χωρίς ούτε μια ρανίδα υπερβολής συγκλονίζεις με την γραφή σου.

Σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!

Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά

Στατιστικά ιστοσελίδας


Βίντεο

Σήμα

Γίνεται φόρτωση...

Φόρουμ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

Η Ποίησή μου

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις

μαζὺ μὲ τὴν ἐπάνοδό μου, αὐτό

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση

© 2024   Created by Nikolakakos Georgios (spartinos).   Με την υποστήριξη του

Διακριτικά  |  Αναφορά προβλήματος  |  Όροι χρήσης

SEO Services