Έναν Νοέμβρη παγερό πού 'χε το σπίτι ζώσει
εσύ έφευγες νότια για να ντυθείς φαντάρος,
των Βαλκανίων ο Βοριάς τον κάμπο ειχε παγώσει
κι η αίσθησή σου ήτανε πως σ' είχε πάρει ο Χάρος...
Άφηνες πίσω σου γονείς που κλαίγανε για σένα
φιλίες τόσο δυνατές σα καραβιού αλυσίδα,
άφηνες και δυό πράσινα ματάκια πονεμένα
στολίδια στων ονείρων σου στην τότε Νηρηΐδα...
Χιόνι μαζί με τη βροχή ποτίζει ως το μεδούλι
τα κόκαλα του αγοριού που άντρας θα γινόταν,
ήταν ψημένα από νωρίς στο άθλιο ξενοδούλι
τη μοίρα, -που είχε γεννηθεί-, ήδη την καταριόταν...
Τη μοίρα που δεν ήξερες που θέ' να σε στυλώσει
αν θά ΄ταν καλοκαιρινή Όστρια αφρικάνα
η όπως είχε από νωρίς ξεκάθαρα δηλώσει
ανήλεο σφυροκόπημα, θανάτου Τραμουντάνα...
Έσερνες χωρίς όρεξη με σωθικά σφιγμένα
τα λιγοστά μπαγκάζια σου πάνω στον καρβουνιάρη,
τα λόγια σου κι οι τρόποι σου σωστά πειθαρχημένα
'πως σού 'μαθε η Μάνα σου να μη φανείς γομάρι...
Πρώτη φορά κατέβαινε από τα Τέμπη κάτω
Δευτέρα θα τον έπαιρνε ο άγνωστος στρατώνας...
Ήτανε ένα παγερό και σκοτεινό Σαββάτο
φάνταζε τόσο τρομερός ο μακρινός Αυλώνας...
Είχε νυχτώσει από νωρίς σαν έφτασες Αθήνα
σταθμός Λαρίσης διάβασες και σού 'ρθε απορία
από τη ζέστη πού 'κανε στις δέκατρείς του μήνα
σε πότισε μιά ξαφνική παράξενη ευφορία...
Είχες τις εμπειρίες σου απ' του Βορρά την πόλη
ήξερες... κι είχες μυριστεί τα άντρα της αμαρτίας
ένιωσες πως βρισκόσουνα σε τροπική ατόλη
βρέθηκε ο κρίκος ο στερνός χαμένης απαρτίας...
Σβάρνα τις ιερόδουλες πήρες 'κείνη τη νύχτα
απ' την πλατεία του Λαού ως την Ομόνοια φτάνεις
τα εκρηκτικά των ορμονών μες τη Λιοσίων ρίχτα
ίσαμε το ξημέρωμα τι διάολο να προκάνεις.........
Λίγες ώρες κοιμήθηκε κάπου στη Βερανζέρου
ξύπνησε απ' το βρυχηθμό που διαπερνά την πόλη
και από τη στριγκή φωνή, ενός 'τοιούτου' γέρου
που με λατρεία σ' 'εβλεπε αν είχες πορτοφόλι...
Ξεχύθηκες στους δρόμους της και στα ωραία μέρη
από κοντά το γνώρισες το άστυ το κλεινόν,
έμεινε ανεξήτιλο τ' απίθανο σεφέρι
μέχρι που να ξαναφανεί το φως το πρωινόν...
Πήρες τότε το κοντό τραίνο για τον Αυλώνα
μ' άλλους πολλούς που πήγαιναν και θα γινόταν φίλοι
είχε εκεί στην Αττική για σέ' ζεστό χειμώνα
μαζεύονταν οι παιδικές ψυχές μπροστά στην πύλη.........
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά