Πεδία και κύματα βαρύτητας ορμής [ Βάιος Γ. Προγώνης ] site:
www.eef-forum.gr
1. Περί πεδίων – force fields –
Γνωρίζουμε από την πραγματεία μου στις μίνι οπές (ΦΚ/2008) τι αντιπροσωπεύει ένα πεδίο δυνάμεων και πως υπολογίζεται και είναι της μορφής F=Kj N1N2/R^2 όπου Κj η εκάστοτε σταθερά διάδοσης που επιπρόσθετα μετατρέπει τον αντίστοιχο λόγο σε δύναμη και για παράδειγμα ανέφερα το πεδίο δυνάμεων μεταξύ οπών ενώ εικάζω ότι δεν υπάρχει ανάλογο πεδίο μεταξύ σημείων και εύλογα αναρωτιόμαστε αν υπάρχουν άλλα πεδία δυνάμεων.
Είναι γνωστή η σχέση μεταξύ ηλεκτρισμού και μαγνητισμού σύμφωνα με την οποία οι περιοδικές μεταβολές στην ένταση του μαγνητικού πεδίου δημιουργούν περιοδικές μεταβολές στην ένταση του ηλεκτρικού πεδίου από τον σωστό τύπο του Faraday Eαυτ=-ΝdΦ/dt όπου Φ η μαγνητική ροή και Εαυτ η ηλεκτρική τάση ή το ηλεκτρικό δυναμικό και επειδή δεν υπάρχει αντίστοιχη σχέση για το μαγνητικό δυναμικό δεν ισχύει και το αντίθετο όπου ο ηλεκτρισμός δημιουργεί μαγνητισμό.
Βέβαια αν εξετάσουμε το ηλεκτρομαγνητικό κύμα –φως κατά Faraday- του οποίου η ταχύτητα είναι πάντα ίση με C γιατί πρόκειται για μεταφορά ενέργειας πεδίου και αυτήν είναι η ταχύτητα της ενέργειας θα παρατηρήσουμε τις μαγνητικές διακυμάνσεις στο χώρο να σχηματίζουν ορθή γωνία με τις ηλεκτρικές διακυμάνσεις που δημιούργησαν και έτσι ο ηλεκτρισμός συμπορεύεται με τον μαγνητισμό χωρίς καμία επιπλέον υπόθεση.
Θα έπρεπε να υπάρχει κάποια παρόμοια σχέση μεταξύ του πεδίου βαρύτητας και ενός άγνωστου ακόμα πεδίου με την παραπάνω μορφή και από τις σχετικές μορφές μεταξύ ηλεκτρικού και μαγνητικού πεδίου δηλαδή τα μεγέθη δράσης τους που είναι το φορτίο Q,και η ποσότητα μαγνητισμού m ή το προσανατολισμένο κινούμενο φορτίο Quημφ,συνάγουμε το πεδίο ορμής F= Kp (Muημφ)1(Μuημφ)2/R^2 που αναδύεται από προσανατολισμένες κινούμενες μάζες και εύκολα υπολογίζουμε ότι γενικά είναι πιο ασθενές από το βαρυτικό πεδίο όπως και το μαγνητικό πεδίο είναι γενικά πιο ασθενές από το ηλεκτρικό πεδίο.
2. Κύματα βαρύτητας ορμής – gravity & momentum waves –
Για την επαλήθευση του παραπάνω πεδίου και της σχέσης του με την βαρύτητα εφαρμόζουμε την ίδια λογική με αυτήν του Faraday οπότε πρέπει να ισχύει ότι Vβαρ=K dΦp/dt όπου K μια άγνωστη αδιάστατη παράμετρος η οποία καθορίζει εκτός των άλλων και το πρόσημο και Φp=EpSσυνφ η ροή του πεδίου ορμής όπου Εp=F/Muημφ η ένταση του πεδίου ορμής και προς μεγάλη μας έκπληξη οι μονάδες συμφωνούν ενώ όπως είπαμε και εύκολα υπολογίζουμε αυτό δεν ισχύει για κάθε πεδίο πχ το ηλεκτρικό.
Δείξαμε έτσι εκτός από την ύπαρξη του πεδίου ορμής ταυτόχρονα την ύπαρξη των κυμάτων βαρύτητας ορμής τα οποία φυσικά διαδίδονται με την ταχύτητα της ενέργειας C των οποίων η σχέση με το φως είναι άγνωστη –ξανά φως- και η παραγωγή τους γίνεται όμοια με την παραγωγή των κυμάτων Maxwell αν αντικαταστήσουμε το φορτίο της πηγής Q με μια μεγάλη μάζα Μ και ονομάζονται κύματα Προγώνη.
Ένας τρόπος για την παραγωγή της μεγάλης μάζας είναι από την μία η Σχετικότητα με την συστολή Προγώνη γπ=1/1-1/2u^2/C^2 ή Γ=Πγπ(duν) και από την άλλη η περιστροφή όπου M=G/uR και μένει το πείραμα για να αποδείξει την ύπαρξη και την φύση των καινούργιων αυτών κυμάτων μαζί με το πεδίο ορμής που υπολογίσαμε.
3. Ενοποίηση των γνωστών πεδίων – unified fields -
Αν και ο αριθμός των γνωστών πεδίων αυξήθηκε σκεπτόμενοι την αλληλεπίδραση δύο φορτίων με τα γνωστά σχετικιστικά φαινόμενα και τα οποία ‘αρχικά’ ηρεμούν το ένα ως προς το άλλο αυτά οφείλουν να κινηθούν στην ευθεία γραμμή που ενώνει τα κέντρα τους και η δύναμη μεταξύ τους είναι F=KcQ1Q2/R^2+KμQ1’V1Q2’V2/R^2 όπου Q1’=Γ1Q1 και Q2’=Γ2Q2 δηλαδή F=Q1Q2/R^2(Kc+Γ1Γ2KμV1V2) ή αλλιώς είναι Fηλ=Κc’Q1Q2/R^2.
Είδαμε την αλλαγή της παραμέτρου Κc με την Κc’= Kc+Γ1Γ2KμV1V2 και καθώς τα Γ1,Γ2 είναι αδιάστατα από την πρόσθεση στο Κc’ οι μονάδες του Κc είναι οι μονάδες του γινομένου ΚμV1V2 ή Κc/Kμ~V^2 και όπως εύκολα μετρείται πειραματικά σε
συμφωνία με τις εξισώσεις του Maxwell είναι V=C ή ισοδύναμα Κc=KμC^2
επομένως αντικαθιστώντας παίρνω ότι Κc’=Kc(1+(Γ1Γ2)V1V2/C^2) όπου Κc’~Kc αν οι ταχύτητες V1,V2 είναι μικρές επειδή Γ1~Γ2~1 και V1V2/C^2~0.
Παρόμοια έστω ότι έχουμε ανάλογη αλληλεπίδραση μεταξύ δύο μαζών και η δύναμη τότε είναι F=GM1M2/R^2+KpM1’V1M2’V2/R^2 όπου Μ1’=Γ1Μ1 και Μ2’=Γ2Μ2 δηλαδή F=M1M2/R^2(G+Γ1Γ2KpV1V2) ή Fβαρ=G’M1M2/R^2 όπου από την G’=G+Γ1Γ2ΚpV1V2 έχω ότι G/Kp~V^2 όπου V=C όπως είπαμε άρα Κp=G/C^2 και G’=G(1+(Γ1Γ2)V1V2/C^2) όπου G’~G αν οι V1,V2 είναι μικρές και ορίσαμε τα δύο ενοποιημένα πεδία μαζί με την σταθερά Κp του πεδίου ορμής.
Αν Α=1+Γ1Γ2V1V2/C^2 τότε συνοψίζοντας τα παραπάνω έχω ότι G’=AG και Kc’=AKc ή γενικότερα Κj’=ΑKj και το ενοποιημένο πεδίο είναι F=Kj’N1N2/R^2 από
όπου το ενοποιημένο πεδίο οπών γράφεται Foπης=AKh H1H2/R^2 όπου Α ο παράγοντας κίνησης και Α~1 για μικρές ταχύτητες ενώ για τον προσδιορισμό της Κh (πείραμα) πρέπει να βρεθεί η σταθερά του δυικού πεδίου οπών Κx ή ανάποδα όπου F=Kx X1X2/R^2 και περιμένουμε να ανακαλυφθεί.
4. Πεδιακές σταθερές – field constants -
Ορίσαμε το ενοποιημένο πεδίο δυνάμεων που προκύπτει από την ένωση του πεδίου και του δυικού του πεδίου πχ από την ένωση του ηλεκτρικού και του μαγνητικού πεδίου προκύπτει το ενοποιημένο ηλεκτρικό πεδίο F= AKcQ1Q2/R^2 και ομοίως από την ένωση των πεδίων βαρύτητας και ορμής προκύπτει το ενοποιημένο βαρυτικό πεδίο F=AGM1M2/R^2 ενώ το ενοποιημένο πεδίο οπών είναι όπως παραπάνω και απομένει ο πειραματικός προσδιορισμός της σταθεράς Κh.
Επειδή είναι F=mα έχω ότι mα=ΑGM1M2/R^2 οπότε οι μονάδες της σταθεράς είναι G~(R/M)V^2 και επειδή V=C όπως είπαμε τελικά έχω ότι G=dR/dM C^2 όπου οι
παράμετροι αναφέρονται στο μέσο που αποτελείται από υλικά σημεία και έτσι το dR είναι η διάσταση των σημείων ή ισοδύναμα το διαφορικό χώρου ή μία διαμέριση χώρου και το dM είναι η μάζα κάθε σημείου και ίσως θα έπρεπε να υπάρχει ένας αδιάστατος παράγοντας ώστε τα εξαγόμενα από ποιοτικά να γίνουν ποσοτικά.
Ομοίως από τις ίδιες μονάδες στην mα=AΚcQ1Q2/R^2 αν θέσουμε Κc~(R/Q*)V^2 θα έχουμε το ζητούμενο όπου Q*=Q^2/M το πραγματικό φορτίο επομένως τελικά η ποιοτική σχέση είναι Κc=dR/dQ* C^2 όπου ξανά V=C και dR μία διαμέριση του χώρου του μέσου και dQ* το πραγματικό φορτίο κάθε σημείου του μέσου.
Επειδή τα πεδία διαδίδονται και στο κενό που αποτελείται επίσης από σημεία από την πρώτη σχέση τα χωρικά σημεία έχουν μάζα dM εκτός από διαστάσεις dR ενώ από την δεύτερη σχέση τα χωρικά σημεία έχουν και πραγματικό φορτίο dQ* επομένως και ηλεκτρικό φορτίο dQ και βέβαια στα υλικά σημεία αυτές οι ποσότητες είναι άμεσα μετρήσιμες ενώ στα χωρικά σημεία δεν ισχύει το ίδιο ή μήπως όχι ;
5. Ακτινοβολία μίνι οπής – mini hole radiation –
Γνωρίζουμε την φύση ενός χωρικού σημείου Β ως το γινόμενο του χώρου επί το χρόνο και επιπλέον γνωρίζουμε ότι εκτός από τις διαστάσεις του στο χώρο και στο χρόνο φέρει και μάζα μαζί με πραγματικό φορτίο που εξ’ορισμού είναι ένα απόλυτο μέτρο του ηλεκτρικού φορτίου ανά μονάδα μάζας οπότε φέρει και ηλεκτρικό φορτίο και έτσι η οπή H που είναι κατοπτρικό μέγεθος εναλλάσει τον χώρο με το χρόνο αλλά και την μάζα με την ενέργεια.
Μόλις κατορθώσουμε να ανοίξουμε μια μίνι οπή αυτήν είναι ασταθής μέχρι να γίνει η εκπομπή της ακτινοβολίας που προέρχεται από την ενέργεια της οπής καθώς όπως εξηγήσαμε κάθε οπή φέρει ενέργεια αντίστοιχη της σημειακής μάζας σύμφωνα με την dE=dmC^2 και μάλιστα αυτήν η ενέργεια μπορεί και πρέπει να μετρηθεί γιατί από την μία δεν είναι αμελητέα και από την άλλη μέσω αυτής θα προσδιορισθεί η μάζα dm του χωρικού σημείου.
Μάλιστα η μάζα αυτήν αθροιστικά θα μας δώσει την ποσότητα της σκοτεινής ύλης στο Σύμπαν κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά καθώς ενώ η ποσότητα της είναι τεράστια δεν έχει εντοπιστεί κάπου στο Σύμπαν επομένως δεν βρίσκεται κάπου στο χώρο αλλά στην ίδια την υφή του χώρου που είναι απροσπέλαστη στις
παρατηρήσεις μας και είναι Μ*=Σdm ή Ν=Μ*/dm όπου Ν είναι ο αναμενόμενος αριθμός των χωρικών σημείων στο Σύμπαν.
Ο παραπάνω αριθμός μπορεί να μας δώσει μια εκτίμηση για το μέγεθος του Σύμπαντος μόνο εάν παράλληλα γνωρίζουμε τις διαστάσεις ενός χωρικού σημείου και είναι ποιοτικά G=1(dR/dm)C^2 ή dR=Gdm/C^2 και εύκολα γίνεται ποσοτική σχέση με έναν αδιάστατο παράγοντα α=1 προς το παρόν και αν το μέγεθος ενός σημείου καθορίζεται από την διάρκεια της οπής dT που ανοίγει και κλείνει τότε γνωρίζουμε το πoσοτικό dR=CdT και από τον λόγο τους προσδιορίζουμε το α.
Σύμφωνα με την παρατήρηση ότι η διάρκεια μιας μίνι οπής χωρίς καμία παρέμβαση μπορεί να προσδιορίσει το μέγεθος του αρχικού σημείου σημαίνει ότι μόνο ένας αριθμός dR –διάμετρος- αρκεί για να το προσδιορίσει και έτσι αυτό πρέπει να είναι ίδιο προς κάθε διεύθυνση οπότε το σχήμα του είναι αναγκαστικά σφαιρικό και επειδή το Σύμπαν είναι σημείο είναι μια σφαίρα που διαστέλλεται.
Αν όντως α=1 που είναι το πιθανότερο τότε dT=Gdm/C^3 όπου αρκεί να μετρηθεί το dm ή να εκτιμηθεί η διάρκεια με βάση την ποσότητα της σκοτεινής ύλης και τον αριθμό Ν ο οποίος εκτιμάται από τον όγκο του Σύμπαντος V=4/3πRj^3 και την διάμετρο dR ενός σημείου και έτσι μετά την μέτρηση της ακτινοβολίας θα ξέρουμε την τιμή του α με ακρίβεια καθώς και την Rj.
Σχετικά με την τρέχουσα ακτίνα Rj αυτήν υπολογίζεται και από την ηλικία του Σύμπαντος μαζί με την σταθερή επιτάχυνση διαστολής Α=C^2/Rng όπου Rng η ακτίνα παρατήρησης ή ορίζοντας επειδή Λ=1/Rng^2 καθώς η διαστολή μέτρο της οποίας είναι η κοσμολογική σταθερά είναι αντιστρόφως ανάλογη του ορίζοντα προς κάθε διεύθυνση επομένως η διαστολή εξαρτάται μόνο από μια ακτίνα και αυτό συμφωνεί μόνο με το πρότυπο Vo^2/R της κεντρομόλου επιτάχυνσης.
Είδαμε παραπάνω ότι το Σύμπαν είναι πάντα σφαίρα και υπολογίσαμε την επιτάχυνση διαστολής του με βάση τον ορίζοντα μαζί με την σημερινή του ακτίνα και την σημερινή ηλικία του και επιπλέον υπολογίσαμε την ποσότητα της σκοτεινής ύλης και τον αριθμό των σημείων του και βέβαια οι απεικονίσεις του πρώιμου Σύμπαντος που είναι γραφήματα υπολογιστή δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα επειδή γίνεται χρήση των παλιών σχετικιστικών χωροχρονικών μετασχηματισμών αλλά με τους σωστούς μετασχηματισμούς (ΔΣ/-2008) το γράφημα του Σύμπαντος πρέπει να είναι σφαίρα όπως και όλα τα σημεία.
6. Ανώτερες διαστάσεις – higher dimensions –
Για να δημιουργηθεί μια μίνι οπή χρειάζεται τεράστια ενέργεια ώστε οι μάζες να αποκτήσουν την ταχύτητα του φωτός και ένας τρόπος για να το πετύχουμε είναι η χρήση ενός σύγχρονου επιταχυντή ή η επίτευξη μια πυρηνικής σχάσης οπότε το θέμα είναι αρκετά πολύπλοκο και έτσι σκεπτόμαστε μήπως υπάρχει κάποιος απλούστερος τρόπος για να ανοίξουμε μια οπή ώστε να μετρήσουμε την ενέργεια και την διάρκεια της και αυτό πρέπει να είναι μια τετριμμένη διαδικασία.
Επειδή ισχύει C+u=C όταν u
Επομένως αν ξεχάσουμε τα υπόλοιπα μεγέθη και εστιάσουμε μόνο στην ταχύτητα τότε αν u=C επειδή αυτήν είναι η αμέσως επόμενη ταχύτητα έχω ότι C+C=2C και αν
αυτός είναι ο επόμενος απειράριθμος ταχύτητας τότε 2C+u=2C και 2C+2C=4C οπότε υπάρχει και τρίτος πιθανός απειράριθμος επομένως υπολογίσαμε διαισθητικά με την σειρά όλους τους πιθανούς απειράριθμους ταχύτητας ως C,2C,4C,8C .. και είναι άπειροι σε πλήθος ενώ δεν είναι οι μόνες επιτρεπτές υπέρφωτες ταχύτητες Cν.
Από ότι ξέρουμε η ταχύτητα του φωτός είναι ιδιάζουσα επειδή εμφανίζεται στις
παραμέτρους κίνησης από την μία άρα έχει να κάνει με το χώρο και στις ανταλλαγές από την άλλη άρα έχει να κάνει και με το χρόνο και επειδή είναι η μέγιστη ταχύτητα στο χώρο καθώς είναι απειράριθμος είναι και η εξ’ορισμού ταχύτητα στο χρόνο όταν είμαστε ακίνητοι γιατί η χωρική ταχύτητα είναι φυσικά αντιστρόφως ανάλογη της χρονικής ταχύτητας και γι’αυτό καθώς τρέχουμε ο χρόνος κυλά πιο αργά και όταν φτάσουμε το όριο ταχύτητας C ο χρόνος σταματά εντελώς.
Όμως τι θα μπορούσε να συμβεί αν κάποιος ξεπερνούσε αυτό το όριο δηλαδή αν αποκτούσε υπέρφωτη ταχύτητα πχ 2C και η κλασσική άποψη υποστηρίζει ότι θα είχαμε αντιστροφή του χρόνου με την μέγιστη ταχύτητα C ενώ σκεπτόμαστε ότι καθώς το 2C είναι ένας πιθανός απειράριθμος θα έχει τις ίδιες παράξενες ιδιότητες με το C και αυτό ισχύει γενικά για όλους τους παραπάνω πιθανούς απειράριθμους C*.
Αλλά όπως είπαμε κάθε μέγεθος μπορεί να αυξάνει απεριόριστα προς το άπειρο και υπολογίσαμε τους πιθανούς απειράριθμους ταχύτητας που είναι άπειροι σε πλήθος και βέβαια υπάρχουν άπειροι σε πλήθος πιθανοί απειράριθμοι C* μικρότεροι από C
καθώς κάθε μέγεθος μπορεί επίσης να μειώνεται απεριόριστα προς το άπειρο και αυτοί ομοίως είναι οι 0,-C,-2C,-4C.. και ορίσαμε αυστηρά τον πιθανό απειράριθμο της ταχύτητας σε αντιδιαστολή με την ίδια την ταχύτητα.
Γνωρίζουμε ότι η φυσιολογική ταχύτητα του χρόνου μας t είναι C και φυσικά υπάρχει ένας ‘χρόνος’ στο χρόνο έστω t2 ώστε ο χρόνος μας να ρέει κοκ δηλαδή είναι t(t2(t3..)) όπου η ταχύτητα ροής του εσωτερικού χρόνου είναι φυσικά μεγαλύτερη από αυτήν του εξωτερικού χρόνου επομένως η ταχύτητα του χρόνου t2 εικάζω ότι είναι 2C,ενώ αυτήν του t3 είναι 4C κοκ και εξηγήσαμε τον ρόλο των παραπάνω τιμών.
Τελικά από όλα τα παραπάνω εύκολα συνάγουμε οτί ABS(C*)=2^ν*C όπου ν φυσικός ή C*=0 δηλαδή υποθετικά για το άνοιγμα της μίνι οπής θα μπορούσαμε κάλλιστα να χρησιμοποιήσουμε την ταχύτητα μηδέν ή την απόλυτη ηρεμία την στιγμή της σύγκρουσης που είναι ευκολότερο από την επίτευξη των μεγάλων ταχυτήτων ..
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά