Μία παλιά θε να σας πω θαλασσινή ιστορία

που τη φυλώ ως πολύτιμο στη μνήμη θυμητάρι

απ’ τη μακρά που χάραξα στα πέλαγα πορεία,

μεσ’ απ’ των αναμνήσεων το σκοτεινό μου αμπάρι

 

Πόθο κρυμμένο αισθάνθηκα να με τσιμπά σαν φίδι,

σαν να ’μουν ξύλο εγώ κι αυτός ακοίμητο σαράκι,

κι έβαλα πλώρη κάποτε για αλαργινό ταξίδι

χωρίς κάποιο ιδιαίτερο να ’χω στο νου μου Θιάκι

 

Και ευχήθηκα του ταξιδιού μακρύ να ’χω τον δρόμο

για να γνωρίσω ινδάλματα της ηδονής Σειρήνες

και Λεβιάθαν γίγαντες στου κυνηγιού τον τρόμο,

να ζω μες στις παράφορες του πέλαγου τις δίνες

 

Ζητούσα νά ’βρω μια στεριά τιμές να μ’ απονείμουν,

χρυσό στεφάνι, μάρτυρα της ναυτικής μου πείρας,

γιατί γέρος στη θάλασσα ψημένος πάντοτ’ ήμουν

και πλάνης θαλασσόλυκος στη στέπα της αλμύρας

 

Έλπιζα επίσης σε μια ακτή να δω και τα συντρίμμια

ενός πλοίου κουρσάρικου που εξώκειλε στα βράχια,

και εκεί, σε ένα σεντούκι του, να βρω χρυσάφια, ασήμια

και πέρλες ν’ απαστράπτουνε, σαν χρυσαφένια στάχυα

 

Ευχόμουν και κιβώτιο να βρω σε κάποια κόστα

και να ’ναι μέσα του παλιοί, χαμένοι πορτολάνοι

και χάρτες με όλα τα άγνωστα της υδρογείου πόστα

ώστε της γης να μάθαινα κάθε κρυφό λιμάνι

 

Ποθούσα ακόμη και να βρω το αθάνατο βοτάνι

του Γλαύκου του θαλασσινού, του βασιλιά Γιλγάμου,

σε κάποιας θαλασσοσπηλιάς τη σκοτεινή χοάνη·

και μέρες, έτσι, αμέτρητες να ’ν’ ζωντανή η καρδιά μου

Τα κύματα όμως γίνηκαν βουνά νερένια, μπλάβα

και χάθηκα μες στις υγρές τις γειτονιές του κόσμου,

η ρότα μου κουρσεύτηκε, του πόντου έγινε σκλάβα

κι ο χαραγμένος σβήστηκε προσανατολισμός μου

 

Ολούθε μόνο πέλαγος· άλλαζα στίγμα ή όχι;

Μπροστά μου ουρανοθέμελα χωρίς αραξοβόλι,

δίχως να δείχνουν κάποιας γης φιλόξενης την κόχη

ή κι έστω λιμνοθάλασσα σε κοραλλένια ατόλη

 

Άγνωστο πόσα από ξηρά να με χωρίζαν μίλια,

τίποτα πια από μιαν ακτή δεν έπιανε το μάτι,

ας ήταν μόνο απ’ τη στεριά να ερχόταν μια μποτίλια

κι ας ήτανε με ανάμνηση και μ’ αμαρτία γιομάτη!

 

Ως τα χελιδονόψαρα, κι εκείνα με αρνηθήκαν

που κάποτε μου χάριζαν μιας άνοιξης την αύρα

για λίγο σαν φτερούγιζαν· τώρα κι αυτά χαθήκαν

μες στα νερά της θάλασσας, τα απύθμενα, τα μαύρα

 

Ασάλευτη έγινε η ζωή και πέτρινος ο χρόνος

σαν κάποια βάρδια ατέλειωτη σε αφροδαρμένα σπόρκα,

κι εγώ έπλεγα στα πέλαγα και ζούσα δίπλα μόνος

στον αιμοβόρο πόρφυρα, στη φόνισσα την όρκα

 

Να πλέει ακόμη δίπλα μου θωρούσα από το διάκι

μέδουσα πορτουγέζικη και πορφυρή σαν αίμα

και έβλεπα στους πλοκάμους της σταλαγματιές φαρμάκι

με το φριχτό να μ’ απειλούν θανατερό τους βλέμμα

 

Σβήσαν οι λύχνοι του ουρανού και του πελάγου οι φάροι

μόνο το φως απέμεινε το ωχρό του άγιου του Έλμου,

και μ’ οδηγούσε στα τυφλά, πλεούμενο κουφάρι,

βουβό κύμα αφανέρωτο, το πεπρωμένο σουέλ μου

 

Βουβάθηκε κι όλη η στεριά, παντού σιγή ασυρμάτου,

άκουγα μόνο τον αχό του κυματώδους ροίβδου

και το ουρλιαχτό του άνεμου, που μ’ έκαμε άθυρμά του

κάτω να πλέω από ουρανό με γκρι θωριά μολύβδου

 

Του γαλαξία το φωτεινό γαλαχτερό ποτάμι,

το άστρινο σέλας, ο έβενος της νύχτας μες στο πούσι

σκεπάστηκαν και χάθηκαν· κι εγώ ’χα πια αποκάμει

ενός υφάλου στην αχλύ να καρτερώ την κρούση

 

Ξεθώριασαν, σβηστήκανε κι οι ανεμοδείκτες ρούμποι,

εκείνο που οι θαλασσινοί του ανέμου λένε ρόδο,

κι έβλεπα μα δεν έφθανα στεριάς ένα αποκούμπι

σαν να ’μουν πλοίο παντοτεινά φουνταρισμένο αρόδο

 

Γιατί ατρύγετο όργωνα κι άγονο πόντο χέρσο,

μόνο η θωριά της θάλασσας καρπός ήταν της πλεύσης

και με στοιχειώναν φάσματα στον άνεμο τραβέρσο

είδωλα ακτών απατηλά και λιμανιών διαψεύσεις

 

Να μ’ έλκει ένιωσα κάποτε μες απ’ τα βύθη ο πόντος

σαν να ’τανε ο Βορράς κι εγώ πυξίδας η βελόνα,

σαν να δεχόμουν κάλεσμα κάποιου παράξενου όντος·

κι είδα πως μια θαλάσσια κοντά μου ήταν χελώνα

 

Ακίνητη, με κοίταζε, περίμενε ίσως κάτι·

έδειχνε σαν να στάλθηκε για να με παραλάβει,

επάνω στο καβούκι της εγώ κι αυτή σαν άτι

στα βύθη ως υποβρύχιο να πλεύσουμε καράβι

 

Τούτο το ζο της θάλασσας κακό λένε σημάδι·

μα ας είναι· αφού η ζήση μου γινήκε σαν ναυάγιο

εμπρός λοιπόν, ας βυθιστώ μέσα σ’ υγρό σκοτάδι,

με καραβόπανο ας ντυθώ κι ας γίνω εγώ σκαντάγιο!

 

Σαν ναυαγός που βαρελιού βρήκε να πλεύσει ντούγα,

σφιχτά κρατώντας το όστρακο, με πλώρη τις φτερούγες,

στου καύκαλού της κίνησα τη στέρια ταρταρούγα

για τις υγρές και ανήλιαγες του Τάρταρου τις ρούγες

 

Γοργά στα βάθια βρέθηκα, στου πόντου τον πυθμένα,

σε μια αμμοσούρα χρυσαφιά με βότσαλα και βράχια,

και σαν λυχνάρια, σαν κεριά που λάμπουν αναμμένα,

είδα αστερίες να φέγγουνε στην άμμο και σελάχια

 

Φωτοπλαγκτόν σελάγιζε, και ως φίνα πορσελάνη

φάνταζαν κάτω από το φως του αστέρινού του λάμπους

μύρια κοχύλια κι όστρακα σε πέτρινο ρουμάνι

που ήταν φωλιά για πράσινους του βύθους ιπποκάμπους

 

Κι απλώνονταν πέρα απ’ αυτό φυκόστρωτοι λειμώνες

με φύκια βαθυκόκκινα σαν της στεριάς τα γιούλια,

και κήποι με ανθοπλόκαμες θαλάσσιες ανεμώνες

και με ανθισμένα μέσα τους θαλασσινά μαρούλια

 

Τότε περπάτησα ως εκεί που πρόβαλλε ένας λόφος

γεμάτος λίθινα κλαριά με φύλλα φαρφουρένια,

και λάμψη ανέδιδε όμοια με δειλινού λυκόφως

γιατί κλαριά είχε ρόδινα και σκούρα πορφυρένια

 

Τροκάδα ήταν κοράλλινη, κι εμπρός της μία κόρη

είδα να στέκει ευθυτενής σε χοχλιδένια κούπα

που πέρλες την επλούμιζαν με κρουσταλλένιο θώρι,

στρωμένη με ανοιξιάτικη σμαράγδινη μαλούπα

 

Σε μια χιβάδα στέκονταν, κοίλη σαν άγιο βήμα

και την εκύκλωνε άβυσσος αφώτιστη και εσχάτη,

μα έλαμπε ως να ’χε επάνω της άστρινο φως για ντύμα

κι είχε θωριά παράξενη, σα ροδωνιά μοσχάτη

 

Μπροστά και πλάι της άνθιζαν βραγιές με λαμινάρια

που ζωγραφίσαν πράσινα θαλασσινοί χρωστήρες

κι αστραφτερά, χιλιόπλουμα τη συντροφεύαν ψάρια,

πέρκες, λυθρίνια, φαγγριά, σαργοί, ροφοί και στήρες

 

Πίσω της ένα γιούσουρι, κατάμαυρο κοράλλι,

δεντρί με κλώνους και κορμό που τον στολίζαν ρόζοι

άνθιζε μες στης ρόδινης τροκάδας το ανθογυάλι

και στίλβιζε σαν έβενος, πολύτιμο αμπανόζι

 

Την κοίταξα· τα μάτια της, μυγδαλωτά, μεγάλα,

φεγγίζαν γλαυκοπράσινα σαν άκουαμαρίνα,

τα χέρια της ήταν λεπτά, χιονόλευκα σαν γάλα,

τα δάχτυλά της άνθινα, λευκά θαλάσσια κρίνα

 

Την κορυφή της πλούσιας ολόμαυρής της χήτης

σαν στέμμα τη στεφάνωναν πλεγμένα ροδοφύκη·

τους κρόταφούς της σκέπαζαν σαν κλήμα βόστρυχοί της

που ως ελικώδεις φάνταζαν σκιές στην αμφιλύκη

 

Φορούσε βαθυπόρφυρη βελούδινη αλουργίδα

στο σώμα της που λαμπερού την όψη είχε μαργάρου·

νερένια θύμιζε ξωθιά, γοργόνα, νηρηίδα,

πλασμένη απ’ τον αφρό νερού κρυστάλλινου, γαργάρου

 

Άστραφτε σαν αιθέρια και ονειρεμένη ρέμβη

σε μια αχιβάδα του βυθού σαν μαργαρίτης λίθος,

εκεί που δύναμη η φθορά δεν έχει να παρέμβει,

σαν ίνδαλμα απερίγραπτο, σαν όνειρο στο βύθος

 

Ρίγη η θωριά της μου έφερε, φόβο μαζί και δέος,

μα λόγο της απηύθυνα κι ας είχε ο νους μου αντάρα:

«Ωσάν Περιπλανώμενος των πόντων Ιουδαίος

του ταξιδιού του ατέλειωτου με ακολουθεί η κατάρα

 

Πλέω καιρούς αμέτρητους για χάρη μιας εστίας

μέχρι να δω σε μιαν ακτή καπνούς οικείου μελάθρου,

όμως το κύμα το άγνωστο μιας σκοτεινής ρεστίας

στα σπλάχνα ετούτου με έφερε του ζοφερού βαράθρου

 

Ρήγισσα, συ με κάλεσες εδώ να ’ρθω, το νοιώθω·

το αίνιγμα στην όψη σου που είναι κρυμμένο λύσε,

μέσα μου αισθάνομαι σφοδρό να σε γνωρίσω πόθο·

σπολλάτη, πες μου το λοιπόν, πώς λέγεσαι; Ποια είσαι;»

 

Με κοίταξε, και αισθάνθηκα το λαμπερό της βλέμμα

να διαπερνά τα πιο κρυφά και σκοτεινά μου υπόγεια,

διατρέχοντάς τα ορμητικά σαν χειμαρρώδες ρέμα·

και τότε μου αποκρίθηκε με τούτα εδώ τα λόγια:

 

«Είμαι το ρόδο της αυγής, το αυγερινοντυμένο,

είμαι και το πλουτώνειο το ρόδι της αβύσσου·

είμαι το ρήμα το άρρητο και επτάκις σφραγισμένο

που σε ροβόλησε ως εδώ, σαν σού ’πε “καταδύσου”

 

Είμαι το Ρω του έρωτα που μες στη σκοτεινάγρα

του βύθους κάνει πορφυρά να λάμπουν τα κοράλλια·

εγώ δίνω την κίνηση στης ηδονής την άγρα

είτε ζητείται αυτοστιγμής είτε ζητείται αγάλια

 

Είμαι το Ρω που σε έρωτα μια αυγή μεταμορφώνει

και την ορίζει ως γένεση, σε χρόνου αρχή και μοίρα·

είμ’ η αυγή η παντοτεινή· περνούν του κόσμου οι χρόνοι

μα εγώ είμαι όρκος άφθαρτος, ντυμένος με πορφύρα

 

Είμαι το Ρω που η μέδουσα δεν έχει, και για τούτο

το άγγιγμα των πλοκάμων της γεννά θανάτου ρίγος·

σε πόντο χέρσο και άγονο δίνω στην πλεύση πλούτο,

γιατί μες στους ατρύγετους τους πόντους είμαι τρύγος

 

Εγώ που δείχνω ως αίνιγμα που βλέπεις δι’ εσόπτρου

εγώ είμ’ η ρότα κι η ροή, το ρείθρο και το ρεύμα·

κι αν γίνει ο πλους θύρα κλειστή, γίνομαι ρο του ρόπτρου

γιατί του κόσμου το κινούν και ζείδωρο είμαι πνεύμα

 

Γι’ αυτό που ζήτησες να βρεις γραμμένο στο κιτάπι,

σ’ ένα στεφάνι, βότανο κρυφό, χρυσούς κι ασήμια

ετούτο λάβε που κρατώ· να το φυλάς με αγάπη

κι απ’ της ψυχής τον πίνακα να σβήσεις την ασκήμια»

 

Κι έναν του βύθους μου έβαλε μέσα στα χέρια σπόγγο,

σφουγγάρι φίνο και λεπτό σαν μαλακό βελούδο·

και ξάφνου πάλι βρέθηκα στων άνεμων το βόγγο

και στον αχό του κύματος, τον μάταιο, τον φρούδο

 

Χρόνοι διαβήκαν έκτοτε· και εγώ σ’ ένα βαπόρι

ταξίδευα ώσπου λιμανιού να ξεδιακρίνω ντόκο,

πάνω στο διάβα μου έχοντας να με χτυπούν στην πλώρη

τα μαϊστράλια, τον γαρμπή, τον γρέγο, τον σιρόκο

 

Γέρους νοτιάδες πέρασα, βοριάδες παλικάρια,

σάλους, φουρτούνες, κλύδωνες, τυφώνες και δρολάπια,

νύχτες ολόρθος κι άγρυπνος με ξαπλωτά φεγγάρια

και συντροφιά μου τα άφωνα του πόντου τα ζουλάπια

 

Σε σκουριασμένα σίδερα και σε μαδέρια σάπια

σ’ όλης της γης αρμένισα τα μήκη και τα πλάτη·

ξέχασα πια πόσες φορές πικρό νερό κατάπια,

πόσες φορές το πέλαγο με πότισε με αλάτι

 

Απ’ την τραχιά Γη του Πυρός μέχρι ψηλά στη Λόντρα

κι απ’ τα νησιά των Αντιλλών ως τις αχτές της Μπούρμα

την οικουμένη γύρισα πάνω σε κύμα κόντρα

και μέσα σε αναρίθμητα πληρώματα και τσούρμα

 

Ο πλους είναι τα στίγματα μιας ρότας στην αλμύρα,

είναι κι ο χρόνος σε στιγμές, καλές κακές σε μείγμα·

σταθμοί που φεύγουν και περνούν στου μπούσουλα τη μοίρα,

καθένα στίγμα και σταθμός, κάθε στιγμή και στίγμα

 

Τέλειωσε ο πλους μου πια· κι εγώ, βιγλάτορας σε φάρο

στέκω σαν φέγγει τις νυχτιές ωσάν πυγολαμπίδα,

με μοναχή μου συντροφιά τις μέρες κάποιον γλάρο

φωτίζω μια του πέλαγου νυχτερινή κουκκίδα

 

Μα τότε, που το πέλαγο με την αχτή κοιμάται

κι όνειρα βγαίνουν απ’ του νου τα σκοτεινά τα βύθια,

τότε η ψυχή μου ανασκιρτά κι ευθύς αναθυμάται

τ’ όνειρο που φανέρωσε την πιο πιστή μου αλήθεια:

 

Πέρα από ομίχλες, θύελλες και λάμιες σοροκάδες,

πέρα από κύματα θεριά κι ανήμερα μαϊστράλια,

σε κάποιους κρύβονται βυθούς ονειρικές τροκάδες

με εβένινα, ροδόχρωμα και πορφυρά κοράλλια

 

Εκεί κάποτε ένα άγνωστο, μυστηριώδες σόναρ

στα άφωτα βάθη με έφερε κρυφού θαλάσσιου δρόμου·

και εκεί, σε έναν κοράλλινο βραχόκηπο σαν όναρ

είδα το Ρόδο του Βυθού, το ζων γοργόνειρό μου

 

 

                       

  

                                            Γλωσσάρι

 

Αμμοσούρα: Αμμώδης βυθός.

Λαμινάρια: Είδος φυκιών.

Μαλούπα: Λεπτό χορτάρι του βυθού εμφανιζόμενο την άνοιξη.

Πορτολάνος: Βιβλίο με λεπτομερή στοιχεία για ακτές και λιμάνια.

Πόρφυρας: Καρχαρίας.

Ρεστία: Κυματισμός οφειλόμενος σε άνεμο που πνέει/έπνεε σε περιοχή διαφορετική από αυτήν όπου εκδηλώνεται ο κυματισμός· αλλιώς, βουβό κύμα.

Ροίβδος: Θόρυβος ορμητικών κυμάτων.

Σκαντάγιο: Σχοινί με βαρίδιο για τη μέτρηση του βάθους της θάλασσας.

Σουέλ: Η ρεστία (βλ. ανωτ.).

Τραβέρσο: Πορεία πλοίου κόντρα στον άνεμο.

Τροκάδα: Βυθός με κοράλλια.

Φουνταρισμένο αρόδο: Αγκυροβολημένο στα ανοιχτά ενός λιμανιού (στη ράδα).

Φως Αγίου Έλμου: Λάμψη εμφανιζόμενη στα κατάρτια πλοίου κατά τη διάρκεια καταιγίδας.

Προβολές: 75

Σχόλιο από τον/την Liontas στις 8 Απρίλιος 2025 στις 22:02

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1899 (Σεπτέμβριος 2024, σσ. 589-596).

Σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!

Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά

Στατιστικά ιστοσελίδας


Βίντεο

Σήμα

Γίνεται φόρτωση...

Φόρουμ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος Φεβ 10, 2024. 0 Απαντήσεις

Η Ποίησή μου

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος Φεβ 10, 2024. 0 Απαντήσεις

ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις

μαζὺ μὲ τὴν ἐπάνοδό μου, αὐτό

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση

© 2025   Created by Nikolakakos Georgios (spartinos).   Με την υποστήριξη του

Διακριτικά  |  Αναφορά προβλήματος  |  Όροι χρήσης

SEO Services