Της ψυχής μας το στέκι
''''''''''''''''''''''''''''''''''
Στο καφενείο ενός χωριού
μιά νύχτα όπως μπήκα,
στ’ άδηλο φώς του φαναριού
πέντε αδέρφια βρήκα ...
Τους γνώρισα απ’ τα παλιά
στη θλίψη ήταν χωμένοι
κοιτάζονταν χωρίς λαλιά
κατασυντετριμμένοι ...
«Τι γίνεται ωρέ παιδιά
κι είστε χαντακωμένοι ?»
με ζόρι και βαριά καρδιά
μου λένε πικραμένοι ...
«Αλλιώς τα περιμέναμε
κι αλλιώς αυτά μας ήρθαν ...»
Άλλο δεν ‘θέλαν να μιλούν
κουβέντα αγγαρεία,
πολύ τους πίεσα να πούν
κρυφά την ιστορία ...
«Ήταν η μάνα μας βαριά
στο νεκροκρέβατό της
η στεναχώρια μαχαιριά
κι από φαΐ λιτότης ...
Μέρες περάσανε πολλές
και ο πατέρας λέει
-Παιδιά ψηλά τις κεφαλές
είμαστε όλοι νέοι !
Η μάνα σας θα σ’χωρεθεί
το θέ’με δεν το θέ’με,
μετά από σκεπτικό βαθύ
λέω αντί να κλαίμε,
αντί να κάτσω να πενθώ
κι αντί να βλαστημάμε
μιά άλλη θα στεφανωθώ
και όλοι θα τη γαμάμε !»
«Και εκεί που έπεφτε βαριά
θανάτου στεναχώρια
άλλαξ’ η σκέψη μας μεριά
κι έφυγαν τα μποφόρια !
Τσιτώθηκε η κράνα μας
στ’ όνειρο κελεπούρια,
για να πεθάνει η μάνα μας
μας έπιασε η φούρια !»
«Κι όπως την περιμέναμε
η μάνα μας εγειάνη !
Τα στόματά μας πλέναμε
ποιός τρέχει και που φτάνει ...
Αμέσως κρεβατώνεται
πεθαίνει ο πατέρας
κι η μάνα στεφανώνεται
με γέννημα χολέρας ...
Και μας γαμάει όλους μαζί
μάνα και γιούς αντάμα !!!
Μας πήραν στο ψιλό γαζί ...
-‘Οοοταν πεθάνει κι άμα ...!»
//////////////////////
Θεέ μου τα παράκανες νομίζω στιχοπλάστη
τι ιστορία έπλασε το πονηρό μυαλό σου
τώρα ζητώ συγχώρεση απ’ τον δικό μου πλάστη
που γέλασα αναίσχυντα μ’ αυτό το χωρατό σου
Τι διάολο ήταν αυτός, ο πατριός για πες μου
που πέντε άντρες έκανε με μία γιουσουφάκια
πέστε κι εσείς μωρέ παιδιά, για πέστε ποιητές μου
μαντραχαλάδες βρε παιδιά να βάλουν πασουμάκια;
Πάντα στα μαθηματικά με λέγαμε φωστήρα
μα μια απλή εξίσωση ο νους μου δεν την λύνει
ο πατριός σαν έβαζε μπροστά τον ψεκαστήρα
πόσα κιλά χρειάζονταν τον μήνα βαζελίνη.
Στιχοπλάστη είσαι άπαιχτος, με μεγάλη φαντασία και καταπληκτικό χιούμορ
.
Ευρηματικός είσαι Στιχοπλάστη μας !!!!!!
Το `παθαν σαν τον γάιδαρο
που να τον θάψουν θέλαν
σ` ένα βαθύ πηγάδι τους
μ` αυτός κλοτσούσε κι έβγεν (ε)
Αυτοί απ` τη χαμάρα τους
τάχυναν το έργο
κι όσο το χώμα ρίχνανε
του γύμναζαν το νεύρο.
Και σαν τον ανεβάσανε
τους πήρε από πίσω
δεν ήταν πια για λύπηση
τον έπνιγε το δίκιο !
Για σου αρχιμάστορα των στίχων.
Σχόλιο
Προστέθηκε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 0 Σχόλια 0 Μου αρέσουν
Προστέθηκε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 0 Σχόλια 0 Μου αρέσουν
Προστέθηκε από τον/την zissakos pavlos 0 Σχόλια 0 Μου αρέσουν
Προστέθηκε από τον/την zissakos pavlos 0 Σχόλια 0 Μου αρέσουν
Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις 0 Μου αρέσουν
Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις 0 Μου αρέσουν
Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις 0 Μου αρέσουν
Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση 1 Μου αρέσει
Ξεκίνησε από τον/την Liontas. Τελευταία απάντηση από τον/την Δημήτρης Φάββας Νοέ 25, 2021. 24 Απαντήσεις 6 Μου αρέσουν
© 2024 Created by Nikolakakos Georgios (spartinos). Με την υποστήριξη του
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά