'
Βρέθηκα στην απότομη πλαγιά, νύχτα ακόμη
έχοντας μέρες στο μυαλό, γλυκό βασανιστήρι,
τρέχει μέσα στη σκέψη μου σε κάθε παραδρόμι
"Το ποίημα είν' ο Θάνατος" της Βάλιας της Τσακίρη...
Βγαίνουν οι στίχοι από κει, ..πετάγονται από πίσω...,
πέφτουν, πηδούν και χάνονται, ξαναγυρνούν σε μέ...,
με καρτερούνε πιο ψηλά στο γρανιτένιο γείσο
πετούν, παίζουν και κρύβονται στον ουρανό-φιμέ...
Βγαίνω απά' στην κορυφή, το φως με συναντάει
μ' ασημογκριζοσύννεφα τρεχάτους ταξιδιώτες,
καβάλα στου γοργάνεμου την πλάτη που ζητάει
ν' ακούσει τ' άστρα να μιλούν για τον παλμό της νιότης...
Κι ωσάν το αρτεσιανό, νάμα της πεδιάδας
που εκρήγνυται σαν τ' ακουμπά τ' ατσάλινο τρυπάνι,
χύθηκαν από μέσα μου της φουντωμένης δάδας
οι στίχοι και απήγγειλα, στου όρους τη λεκάνη... !!
=======================================
"Το ποίημα είναι διάττοντας, στη σύντομη τροχιά μου...
Ποτάμι που βαφτίζομαι, Πρόδρομος και Χριστός...
Στο μέσα μου στερέωμα, φωνή βραχνή, τραχιά μου...
Στις χίλιες μου κερκόπορτες, αητός βυζαντινός...
Το ποίημα είναι θάλασσα νεκρή που μέσα λάμνω...
Σμέρνα που τρώει τα σπλάχνα μου, γλυκά να αιμμοραγώ...
Καπνός απ' τον καιόμενο, της ερημιάς μου θάμνο...
Θρόϊσμα απ' των αισθήσεων μου, την άχραντη Φηγό...
Το ποίημα είναι το πουλί, μες το θολό καθρέφτη,
που κρώζει πάνω απ' τ' άψυχο κουφάρι μου τ' οκνό.
Είναι ο βουβός Αρχάγγελος, πού 'ρχεται σαν τον κλέφτη,
ν' ανάψει στα σκοτάδια μου, του Πάθους το φανό...
Το ποίημα είν΄ο θάνατος, γλυκά που δρεπανίζει,
τα μέλλοντά μου, τ' άγνωρα, τ' αγέννητα, όσα ζουν...
Ο πληγωμένος Νάρκισσος, στο μάτι μου, που ανθίζει,
όταν οι λέξεις, όμορφα, στην πένα μου υπακούν'...
Το ποίημα είναι ο έφηβος, με του ξανθούς βοστρύχους,
που λούζεται στου πόθου μου το αίμα τ' αχνιστό...
Το μέθυσό μου λίκνισμα, στου Σύμπαντος τους ήχους...
Τ' αηδόνι στο λαρύγγι μου, το μπάσο, το τρελό... "
. (της Βάλιας Τσακίρη)
=====================================
Κι αφού το Αριστούργημα, απήγγειλα και βρήκα
γαλήνη και ησυχασμό, κάθησα οκλαδόν...
Κι έγραψα πάνω στο ρυθμό, πού 'δωσε η πιτσιρίκα
στίχους-αδέρφια με αυτούς, γοργά κι αστραπηδόν...
................................................
Το ποίημα είναι χείμαρρος, τρελή ανησυχιά μου,
τ' άλφα και το ωμέγα μου, της μάνας ο μαστός...
Κατηφοριά-βοήθημα, στην ισχυρή ραχιά μου
είδωλο στον καθρέφτη μου, ...εγώ είμαι φτυστός...
Το ποίημα είναι το παιδί, που με το νού μου κάμνω,
νησάκι του απόκοσμου, που μόνος ναυαγώ,
μύθος που ιστόραε ο παππούς, καθόμενος στο σκάμνο,
η αίσθηση της θάλασσας στο γέρο πλοηγό...
Το ποίημα είναι η ψιχαλιά, στους λόφους όταν πέφτει,
το χιόνι, το ανέγγιχτο, στα ορεινά πυκνό...
Είναι ο Βοριάς, ο άνεμος, που η κορφή τον γεύτη...
Τ' αστραπογκρίζο το πετσί, του βράχου το ρικνό...
Το ποίημα είναι ο φανός, π' τα σκοτεινά αγγίζει,
διαβόλοι το πεθύμησαν, άγγελοι το κρατούν,
ψυχές και σάρκινα κορμιά, με μιάς γκρεμοτσακίζει,
τάχαμ το περιφρόνησαν, λαθραία το ποθούν...
Το ποίημα είναι όρυγμα, γιομάτο στιχορύχους,
που βγάνουν τ' ακατέργαστο, μάλαμα θαυμαστό...
Η λάβα μες το αίμα μου, η κρουσταλλιά του ψύχους,
διαμάντι ακατέργαστο, που στην ψυχή βαστώ...
.
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά