Θὰ χαρῶ νὰ δεῖτε ἕνα ἔστω μέρος τῆς σειρᾶς (!): γ ά τ α τσέπης. Πῶς λέμε Chat de poche? Ἔ, ἔτσι!...

 
 
 
 
* Τρικυμίες,
ἀπὸ τὸν
Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.


  γ ά τ α τσέπης, 9.
Kι' ἀφοῦ πιάστηκες νὰ κάθεσαι (ἄν καθόσουν· κι' αὐτὸ στὰ γόνατα) ἤ νὰ κάνεις ἐπὶ πολλὴν ὥρα ὅ,τι συνεχῶς ἔκαμνες, δηλαδὴ τίποτα! κι' ἁπλῶς ἀπασχολοῦσες τὸν νοῦν μὴ καὶ σοῦ τρελλαθοῦν τὰ μυαλὰ, καθὼς δὲν ἔχουν λόγο νὰ προσφέρουν τρυφερότητα εἰς ἀνθρώπους ἤδη γνωστοὺς καὶ καλλίτερον εἶναι
νὰ ἀπευθύνεταί τις, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, εἰς γατάκια καὶ σκυλάκια περιπλανώμενα ἀνὰ τὰς κάπως πλέον καθαράς τινας ὁδοὺς τῶν Ἀθηνῶν - λὲς:
- Δὲν περπατάω λιγάκι; Γάτες θὰ βρῶ κι' ἀλλοῦ (γιὰ νὰ δοῦμε, ἀληθεύει αὐτὸ;) ὅπως καὶ γυναῖκες, θὰ ὑπάρχουν - ἔ, ὄχι δὲν εἴπαμε δὰ καὶ σὰν στὴν ἐποχὴ τοῦ Ξενόπουλου, ρομαντικὲς, μὲ ὀμπρελίνο, χαμηλοβλεποῦσες... Νὰ πηγαίνουν, κατὰ τὰ φαινόμενα, (ποῦ νὰ ξέρεις κατὰ βάθος...) ἀποκλειστικῶς γιὰ δαντέλες καὶ κουμπιὰ ἤ καὶ δι' ἕν "Λεύκωμα" (ὅπου μετὰ χάριτος καὶ ἐνίοτε εἰς στίχους μεγίστων ποιητῶν ἤ καὶ αὐτοσχεδίους, ἔτι τότε γοητευτικώτερον καὶ καρδιοχτυπιτέστερον συμβὰν, οἱ ἐκλεκτοὶ φίλοι καὶ αἱ ἔμπιστοι φίλαι θὰ ἔγραφον πικάντικες ἀπαντήσεις, ὑπὸ ψευδωνύμου βεβαίως, εὶς ἐρωτήματα τῆς Κτήτωρος, ὡς λόγου χάριν "Τὶ ἐστὶ ἔρως;" καὶ τὰ λοιπὰ ἀναπάντεχα
καὶ παρόμοια
) στὰ καταστήματα. Τέτοιες προφάσεις κι' ἐξηγήσεις στὶς μέρες μας πιὰ δὲν χρειάζονται. Πᾶς ἀπὸ κεῖ γιατὶ ἔτσι! Ἀκόμα καὶ γιατὶ σταμπάρησες τεκνὸ σὲ μαγαζὶ.
Γοῦστο θἆχε μιὰ τέτοια ἀποκρηὰ ἐκτὸς ἐποχῆς ἀποκρηᾶς. Καὶ νὰ σκεφτεῖς πὼς κάποτε στὸ μέλλον, ἄν ὑπάρξει τέτοιο πράμα μὲ ἑλληνικὸ θυμητικὸ, ἡ τωρινὴ ὁλως ἄχαρη σὲ ὅλα της ἐποχή μας μπορεῖ νὰ γίνει ἔμπνευση κοστουμιῶν καρναβαλιοῦ! Ἔ, δὲν νομίζω πὼς τὸ νομίζει κανεὶς.
Ὤχ, τὶ εἶναι αὐτὸ;
Δὲν ξέρω τὶ φοράει, δὲν περιγράφεται τὸ χάλι, ἡ κουρελαρία καὶ ἡ βρωμιά της: γυναίκα εἶναι παρ' ὅλ' αὐτὰ! Σίγουρα θἄχει ξεχάσει, ἡ ἴδια, πὼς εἶναι γυναίκα ἀλλὰ κρατάει δυὸ-τρία πακετάκια χαρτομάντηλα, θυμᾶται ξεκάθαρα πὼς εἶναι πεινασμένη - ἄλλωστε δὲν τὴν παίρνουν καὶ τὰ πόδια της, νὰ κοίταξέ την πῶς σέρνεται!... - κι' ἔχει στραφεῖ πρὸς τὴν ἐκκλησία· οὔτε προσεύχεται κι' οὔτε σταυροκοπιέται· ὡστόσο κοιτάζει καὶ δὲν κοιτάζει πρὸς τὸ καμπαναριὸ. Βρίσκεται  δίπλα μου χωρὶς νὰ φταίω 'γὼ σὲ τίποτα. Θὰ μποροῦσε μάλιστα νὰ τιναχτῶ ἀπέναντι ζητώντας τὴν συμπαράσταση τ' Ἁγίου· μὴ μὲ κολλήσει ξωτικίλα.

- Θεέ μου! λέει, δὲν τὸ πιστεύω, δὲν τὸ πιστεύω πιὰ· τίποτα δὲν πούλησα σήμερα, οὔτε ἕνα! Τὶ θὰ φάω;
Κλαἰει, ἀπευθυνόμενη στὸν ἑαυτό της, σὰν νἆναι αὐτὴ ἡ ἴδια ὁ ἐλεητὴς θεός της. Κοιτάζει ὁλόγυρα στὸ χάος. Τόσο ἀξιολύπητο μουνὶ μούρης πρώτη φορὰ μου τρακάρω.
- Τὶ θὰ φάω; Παναγιά μου, τὶ θὰ φάω;
Εἶναι τρελλὴ; Φτωχὴ πάντως εἶναι. Καὶ δὲν ξέρεις πῶς νὰ γιατρέψεις τόση φτώχεια. Ν' ἀποταθεῖ στὸν παππὰ; Ὤ, ναὶ! Πῶς τῆς λὲς ὅμως (γιατὶ καθὼς τὴν κρυφοκοιτάζω διακρίνω κάτι σὰν περασμένο μεγαλεῖο ἐπάνω της, ποὺ νὰ τῆς τὄχουν καταληστέψει κάποιοι - συγγενεῖς, ἀδέρφια ἴσως). Ναὶ, πῶς τῆς λὲς:
- Πήγαινε. Τὸ οὐράνιο συμπόσιο θὰ εἶναι φτωχὸ χωρὶς ἐσένα κι' ἄλλους φτωχοὺς· κάτι θὰ τοῦ λείπει· ἔχεις δικαιώματα ἐσὺ. Ὁ Κύριος Ἡμῶν θέλει συνδαιτυμόνες πολυπληθεῖς· ἀλλιῶς τοῦ κόβεται ἡ ὄρεξις;

Παραμιλάει, σέρνεται μὲ μιὰ περίεργη ἀξιοπρέπεια, μὲ ὄρθιο τὸ κεφάλι. Δὲν εἶναι ἄσχημη - τουλάχιστον ὄχι τόσο ὅσο οἱ σαραβαλιασμένες μπότες της. Εἶναι νέα, τὸ βλέπεις στὰ μάτια της καὶ θὰ μποροῦσε νἄπαιζε καὶ στὸ θέατρο, ἔχει κάτι ποὺ δὲν τὄχουνε ἠθοποιὲς! Τὴν κοιτάζω. Χρόνια εἶχα νὰ δῶ κάτι ἀντίστοιχό της σὲ γυναίκα. Οἱ ἄντρες εἶναι πιὸ ἐπιρρεπεῖς στὴν μούρλια. Ὄχι δὲν εἶναι μουρλὴ. Ὅπως δὲν ἦταν μουρλὴ κι' ἡ Σερσεροὺ ποὺ κουβαλοῦσε νερὸ μὲ τενεκέδες στὰ σπίτια, κάποτε, στὸ Δουργούτη. Μμμμ! Φοροῦσε μουσαμὰ πάνω ἀπ' τὰ παρδαλά της ροῦχα (ὅλα χάρισμα τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης κυρᾶς), στέριωνε μακρὺ κοντάρι στὸν σβέρκο, γέρνοντας ἀρκούντως ὁλόκληρη ἐμπρὸς, νὰ μὴν τῆς πέφτει· καὶ στὶς ἄκρες τοῦ κονταριοῦ, δὲν θυμᾶμαι καλὰ, εἶχε κάτι σὰν τσιγκέλια νὰ κρέμονται, χωρὶς νὰ ξεφεύγουν, καθὼς ἐκείνη θὰ περπατοῦσε, οἱ τενεκέδες δεξιὰ κι' ἀριστερὰ, οἱ ξέχειλοι μὲ 16 λίτρα ἤ τέσσερις ὀκάδες νερὸ ὁ καθένας. Ἦταν μιὰ ζωντανὴ ζυγαριὰ δικαιοσύνης κοινωνικῆς.
Τὴν λέγανε Σερσεροὺ ὅλες οἱ καθὼς πρέπει κουτσομπόλες· ἐπειδὴ βέβαια πήγαινε γυρεύοντας νὰ ξεμυαλίζει ἄντρες, παντρεμένους καὶ μὴ, γιὰ ἕνα πιάτο φαΐ,  γιὰ μιὰ φρατζόλα ψωμὶ, γιὰ ἕνα ζευγάρι κάλτσες χοντρὲς. Εἶχε συμβάλει, λέει, καὶ στὸ κεράτωμα τῆς Εὐδοκίας ποὺ δὲν χάριζε κάστανα· τὸν ἤθελε τὸν ἄντρα της δικό της· ὥσπου τὸν πέθανε ἀπ' ὅσο ξέρω.
Κι' ἕνα πρωὶ: πῆγε καὶ τὴν ξεμάλλιασε, τὸ 'φχαριστήθηκε ποὺ τὴν σκυλόβρυσε κατάμουτρα:
- Πουτάνα Σερσεροὺ Σμυρνιὰ.
Ἡ Εὐδοκία ἦταν πολίτισσα· ἀλλὰ τὸ "Σερσεροὺ" ποτὲ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα κάθε καλῆς νοικοκυρᾶς. Τῆς πέταξε καὶ μιὰ παληοκυλότα, ἀφοῦ πρῶτα τῆς τὴν ἔτριψε στὴ μούρη, νἄχει νὰ φοράει κάτω ἀπ' τὰ μακρυὰ σιχαμερὰ φουστάνια της ποὺ τόσο εὔκολα τὰ σήκωνε καὶ ποτὲ δὲν τἄπλενε.

Βρισκόμουν πάλι τότε ἐκεῖ κοντὰ, στὰ ἑπτά μου; Τὰ εἶδα ξανὰ μὲ τὰ μάτια μου καὶ τὰ λογικά μου. Ἡ Σερσεροὺ ἄντεξε ὅλες τὶς προσβολὲς. Κι' ὅταν ἡ Εὐδοκία ἔφυγε θριαμβευτικὴ, θριαμβεύουσα καὶ δοξάζουσα καθ' ὁδὸν τὸν ἑαυτό της καὶ τὰ μπράτσα της, ἡ Σερσεροὺ, μ' ἄλλα λόγια ἡ "Γυρεύτρα", σήκωσε τὴν ποδιά της ὥς τὸ πρόσωπο, ξέσπασε σ' ἕνα γαϊδουρινὸ κλάμα (ποὺ τότε μὲ πιάσανε καὶ τὰ θεατρικά μου γέλοια) κι' ἀμέσως μετὰ, σὰν ἀπὸ ἔμπνευση ταλέντου, ξεσκέπασε τὸ κατακόκκινο πρησμένο μοῦτρο της, μὲ μούντζωσε καὶ μὲ τὰ δυό της χέρια, διαολοστέλνοντάς με:
- Τὶ κοιτᾶς, βρὲ; Ἄει στὸ Διάτανο, βρωμόπαιδο! Πᾶς καὶ στὸ Σκολειὸ, μπάσταρδε!...
Ὅλοι ξέρανε πότε εἶχε καὶ πότε δὲν εἶχε νὰ φάει κάτι ἡ...- Ἀργυρὼ νομίζω τὴν λέγανε· κι' ἦταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Τὰ λεφτά της - μισὴ πεντάρα ὁ τενεκὲς γιὰ τὸ κουβάλημα καὶ μιὰ δεκάρα στὴν νερουλοὺ, τὴν κυρία Κλεονίκη μὲ τὸ ὄνομα, τὴν πρώην, καθὼς ἔλεγε, ἀριστοκράτισσαν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ φοροῦσε, ἔλεγε, δέκα ἕξη πόντους τακούνι, γόβα, στὰ νειᾶτα της καὶ "...μὴ βλέπετε πῶς κατήντησεν ἡ δυστυχὴς νὰ διαφυλάττει τὴν βρύσην τῆς προσφυγικῆς γειτωνιᾶς  καὶ νὰ εἰσπράττει δεκάρας, αὐτὴ, ἡ ἄλλοτε πλουσία τοῦ Πέραν· τρύπια νομίσματα διὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἄν τοῦτο ἐλεγόταν ζῆν ὑπὸ ἀνθρώπων ἐχόντων σώας τὰς  φρένας... κι' ἐχόντων δεῖ χρυσὰς λίρας εἰς τὰς χείρας αὐτῶν - κωλομυαλὰ τῆς Ἀθήνας!... τὴν κατάρα μου νἄχετε! Τοῦρκοι νὰ σᾶς βατεύσουν!...Αὐτοὶ ποὺ ἐμόλυνον τὴν βασιλεύουσαν, αὐτοὶ οὗτοι σᾶς ἀξίζουν, βρωμοαγράμματοι χωριάτες Ἀθηναῖοι, κυρίως Ἀθηναῖες ἀνοικοκύρευτες. Φτοὺ!..." - τὰ λεφτά της ἔλεγα, τῆς Σερσεροῦς, τἄπαιρνε ὁ ἀδερφός της, ἀφοῦ τὴν ἔδερνε. Κάποιοι λέγαν πὼς καὶ τῆς τὸν φορμάριζε - τότε μόλις ποὺ ὑποψιαζόμουν τὶ ἐσήμαινεν τοῦτο καὶ τὸ ἐθεώρησα ἐντροπή μου νὰ τὸ διασταυρώσω, διὰ τὸ ἄν ἀλήθευε δηλαδὴ...
Κι' ἔτρεχε ὁ Μανώλης στοῦ Πανούση νὰ πιεῖ ξεροσφύρι καὶ νὰ κεράσει, ὥσπου νὰ γυρίσει τύφλα καὶ νὰ τὴν ξαναρημάξει στὸ ξὐλο γιατὶ, λέει, τέλειωσαν τὰ λεφτὰ.
Βαριόταν ἤ θὰ τῆς ἔπεφτε ὁ κῶλος ἄν κουβαλοῦσε δέκα τενεκέδες ἀκόμα;"Ἕνας ἀδερφὸς τῆς ἀπόμεινε, σιγὰ τὸ πολὺ ποὺ τὴν βάραινε!...Γέρος ἄνθρωπος πιὰ!..."

Ἔτρεξα κι' εἶπα στὴν μάννα μου, γιὰ τότε λέμε, τὰ τῆς Σερσεροῦς, π' ὥς τότε μοῦ φαινόταν γελοία γυναίκα, καρικατούρα. Καὶ ὁλοάξαφνα ἐννόησα πὼς ἦταν, σὰν κάθε ρημαγμένον, μία δυστυχὴς.
- Μιὰ φτωχούλα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φουκαριάρα! εἶπε ἡ μάννα μου. Καὶ τὴν ἔχουν γιὰ φτωχοδιαβόλισσα. Σφάξανε τὸ παιδί της μπροστά στὰ μάτια της, τ' ἁρπάξανε  μέσ' ἀπ' τὰ χέρια τοῦ ἀδελφοῦ της... Ἤμουν κι' ἐγὼ ἐκεῖ...Ὕστερα, δὲν θυμᾶμαι πῶς ἐκεῖνοι σώθηκαν...Ἐδῶ ἀνταμώσαμε, τὸ '22, τὸν Σεπτέμβρη.
Ὕστερα μὲ πῆρε στὴν ἀγκαλιά της.
- Κάποτε, εἶχε βάλει στὸ μάτι της τὸν πατέρα σου. Εἶναι καὶ ὄμορφος, π' ἀνάθεμά τονε! Τῆς ἔραψα ἕνα φουστάνι - τὸ θυμᾶσαι ἐκεῖνο μὲ τὰ πουὰ, ποὺ τὄχα πάρει γιὰ μένα καὶ τὸ εἶδες νὰ τὸ φοράει ἐκείνη; Ἔ, τῆς τὸ χάρισα καὶ τῆς εἶπα:" Ἄσε τὸν ἄντρα μου ἥσυχο...χαροκαμμένη εἶμαι κι' ἐγὼ καὶ τὸ ξέρεις. Πάρε αὐτὸ καὶ ὅ,τι  ἄλλο θέλεις, ἔ...δὲν θὰ σ' ἀφήσουμε ἔτσι. Φουκαριάρα Σμυρνιὰ εἶσαι κι' ἐλόγου σου. "

Δὲν μπορῶ νὰ πῶ, ποτὲ δὲν άκούστηκε νἄχει πλευρίσει τὸν πατέρα μου.
Εἶχα ὅμως τὴν περιέργεια νὰ πάω τουλάχιστον νὰ τὴν ξαναδῶ.
Ἔξω ἀπὸ τὴν παράγκα της, καθιστὴ σὲ μιὰ πέτρα, χάιδευε τὴ γάτα της, προφανῶς γιὰ νὰ ἡρεμήσει ἡ ἴδια.
- Σμύρνα μου, Σμυρνούλα μου!...Τί' ναι, μωρὴ λωλὴ ψιψίνα, τὶ θέλεις; Λέγε, μωρὴ λωλὴ! Ἔ; Ὤχου το! χου τὸ! χου τὸ! τῆς ἔλεγε.
- Νὰ τὴ χαϊδέψω; Γραντζουνάει; τόλμησα καὶ εἶπα.
- Ἔλα! εἶπε ὕστερ' ἀπὸ δυσπιστία καὶ δισταγμὸ.
Τράβηξε τὴν κουρτίνα καὶ μπῆκε μέσα. Μοῦ φάνηκε πὼς ἄκουσα λυγμοὺς. Ἡ γάτα μὲ βαρέθηκε κι' ἔφυγε πάνω ἀπ' τὸν καμπινὲ καὶ χάθηκε.

Κι' εἶναι σὰν νὰ ζωντάνεψε τώρα ἡ Σερσεροὺ, ἔχοντας χάσει πιὰ καὶ τὸν ἀδελφό της γιὰ πάντα. Ἕνα βάσανο λιγώτερο, ὤ! τὶ ξανάνιωμα! Ναὶ, σὰν νὰ ξανάνιωσε, ἑξῆντα χρόνια μετὰ, στὸ σήμερα. Καὶ σὰν νἆναι τώρα κάπου χαμένη σὲ Αἰόλου καὶ Ἁγίου Μάρκου, ἀνάμεσα σὲ γυναῖκες κάθε λογῆς, γυναίκα κι' αὐτὴ τέλος
πάντων, κοντὰ σ' ἔναν βρωμόγερο πρώην βρωμόπαιδο, ποὺ δὲν πάει πιὰ στὸ Σχολειὸ ἀλλὰ κρυφακούει στοὺς δρόμους. Καὶ σὰν νὰ πιάνει τ' αὐτί του αὐτὰ:
- Θεέ μου! θἄλεγες λέει ἡ Σερσεροὺ, δὲν τὸ πιστεύω, τίποτα δὲν κουβάλησα σήμερα, οὔτε ἕναν τενεκὲ νερὸ! Τὶ θὰ φάω;
Κλαἰει, ἀπευθυνόμενη στὸν ἑαυτό της, σὰν νἆναι αὐτὴ ἡ ἴδια ὁ θεός της.
- Τὶ θὰ φάω; Παναγιά μου, τὶ θὰ φάω;
Καὶ νὰ μπαίνει ὁ χειμώνας, ὁ φονηὰς τῶν φτωχῶν.
Γίνομαι μπαρούτι: καταραμένοι φτωχοὶ, ἐσεῖς φταῖτε ποὺ κάποιοι εἶναι πλούσιοι.
Φτωχοὶ, πεθάνετε ν' ἀναπαυθεῖτε κι' ἀφῆστε μας ἥσυχους. Μπαίνει, λέει, χειμώνας! Ἔ, καὶ; Τὴν Ἄνοιξη ὁ Ἥλιος θἄχει μπεῖ ἐνέχυρος, μὴν ἐλπίζετε.
[Συνεχίζει ὡς γάτα τσέπης, 10.]
================
Ὄχι, τὸ ξέρω καλὰ, δὲν εἶναι ἡ Σερσεροὺ - καμία σχέση· οὔτε κἄν οἰκογενειακὴ. ------>
~~~~
Υ.Γ.
Μόλις τώρα τελείωσε πολύωρη φροντίδα τοῦ κειμένου,
τόση ποὺ νὰ μὴν ἔχει σχέση σχεδὸν μὲ τὴν πρώτη δημοσίευση τὸ μεσημέρι.
Ζητῶ συγγνώμη γιὰ ὅσους τὸ διάβασαν ἤδη.
Πάντα ἔτσι θὰ κάνω ὅσο γράφω ἀπ' εὐθείας ἐδῶ - ἔχουμε 24 ὧρες διαθέσιμες γιὰ ἐπεξεργασία.
Μοῦ εἶναι παντελῶς ἀδιάφορο πότε θὰ μοῦ...στρίψει ν' ἀλλάξω κάτι σ' αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα.
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν κατανόηση.
04.14΄

Προβολές: 173

Σχόλιο από τον/την NO στις 8 Δεκέμβριος 2012 στις 3:29

Φίλε Ιάνη, δεν είμαι του πεζού λόγου, με κουράζουν τα μεγάλα κείμενα, αλλά πες η ορθογραφία σου και ο τονισμός σου, πες η περιέργεια, με έκαναν να διαβάσω το κείμενο σου. Το παράξενο για μένα είναι ότι μου άρεσε τόσο, κι ας είναι απόσπασμα ενός άλλου μεγαλύτερου κειμένου, που όχι μόνο δεν το άφησα μισοτελειωμένο αλλά το διάβασα με την μία μέχρι τέλους, και ομολογώ ότι με συνεπήρε απόλυτα. Δεν περίμενα η Σερσερού σου να με καταπλήξει τόσο. Δεν γνωρίζω την γλώσσα τόσο καλά όσο εσύ, αλλά και σε κανένα σημείο δεν δυσκολεύτηκα να σε καταλάβω. Οι λέξεις κυλούσαν γοργά η μία δίπλα στην άλλη, με μια μοναδική μαγεία που με έκανε όταν έφτασα στο τέλος να ψάχνω την συνέχεια της ιστορίας σου. Ευτυχώς πάντως το διάβασα διορθωμένο και σου εκφράζω τον θαυμασμό μου. 

Σχόλιο από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο στις 8 Δεκέμβριος 2012 στις 6:51

Αὐτἠ ἡ ἄποψή σου, ὅπως τὴν διατυπώνεις,  Κράζοντα Ἄφωνε,

μοῦ ἀρέσει ὄχι (μόνον) γιατὶ εἶναι ἐπαινετικὴ (θὲς νἄλεγα ψέματα; ὡς τάχα μου μετριόφρων;) ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὴν διατυπώνεις ποὺ πείθει ἀπόλυτα ὅτι αὐτὰ σκέφτηκες, αὐτὰ ἔνιωσες κι' αὐτὰ γράφεις. Εἶναι ἀφάνταστα δύσκολο  τὸ νὰ πείθεις.

Ἄν δὲν ἔχεις ἀντίρρηση, λοιπὸν, θὰ μεταφέρω καὶ τὸ γ ά τ α τσέπης, 10

καὶ θὰ σοῦ τὸ ἀφιερώσω...χωρὶς ἄλλη κριτικὴ!

 

Σχόλιο από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο στις 8 Δεκέμβριος 2012 στις 6:56
Εικόνα * Τρικυμίες,
ἀπὸ τὸν
Ἰάνη Λὸ Σκόκκο.

Εικόνα γ ά τ α τσέπης, 10.
 Ἐδῶ, στὴν Ποιητικὴ Γωνιὰ, 
ἀλλὰ καὶ παντοῦ πλέον ὡς ἐλεύθερον,
τὸ ἀφιερώνω στὸν  Κράζοντα Ἄφωνο.
~~~~
Καὶ ἐκεῖ ποὺ ρωτᾶνε ἄν μᾶς ἀρέσουν ἀκόμα, ὅπως ἄλλοτε ἄρεσαν, οἱ ἀφρᾶτες γυναῖκες, ἀπαντῶ:
Ποτὲ δὲν θἄθελα μιὰ Μαντὰμ ντὲ Κοκκὰλ
ἀλλὰ ἄλλο τόσο καὶ μιὰ Μαμζὲλ Ἀφρατὲζ
ποὺ ἀσφαλῶς θὰ τὴν πείραζα χαριτωμένα ὥσπου νὰ χάσει μερικὰ κιλο(μὲτρ) ντὲ περιφερὶ.
Λὲ μπωκοὺ ντὲ κρεὰτ μοῦ φέρνουν μιὰν ἀναγγοὺλ ντὲ περιφρονὶζ·
ἀλλ' ἀντιθέτως λ' εὐλυγισὶ σωματὶκ μὲ πιασιματὰ ὐψηλῆς αἰστετὶκ
εἶναι κάτι ἰντεὰλ ντὲ σπανιοζιτὲ. ΑΥΤΟ θέλω.

Κι' ἔπειτα ἔχοντας τὴν αἴσθηση πὼς ἀπάντησα σοφὰ ὅσο κανεὶς ἄλλος στὸν κόσμο, ντύθηκα καὶ βγῆκα. Μιὰ κουβέντα εἶναι τὸ "ντύθηκα"· θέλει ἐνίσχυση: ντύθηκα
ἄψογα! Ἀλλὰ καὶ τὸ "ντύθηκα ἄψογα" θέλει ἐπεξήγηση: ἀφήνω τὰ γόνατα στὸ παντελόνι ἐλαφρῶς μπουρδουκλὲ κι' ἀσιδέρωτα μὴν λένε πὼς πάω, πρωὶ-πρωὶ, γιὰ
γαμπρὸς· ὅ,τι ἴσα-ἴσα δὲν ἰσχύει οὔτε ἀκριβῶς σὲ στιγμὲς παραισθήσεών μου, ποὺ, δυστυχῶς, ὑποθέτω κι' αὐτὲς τὶς ἔχω στερηθεῖ τελευταῖα· ἔλα τώρα! Τὶ μπορεῖ
νὰ χρειάζονται σ' ἔναν πέρα γιὰ πέρα κλινοσοφιστὴν;
Πάντως, πρὶν ἀνοίξω τὸ παλτὼ (καὶ φανοῦν τὰ ἀδιοράτως ἀσιδέρωτα γόνατα) ἤμουν ὁλόιδιος ὁ "Μικρὸς γηραιὸς Πρίγκηπας" τοῦ Σαὶν'τ_Ἐξυπηρέτησή Μου!

Ὄχι, δὲν θέλω νὰ ἀρέσω, καθιστὸς στὸ ψηλὸ ἐσκαμπὼ, τρώγοντας τὴν τυρόπιτά μου, παρὰ μόνον σὲ ὅποια γυναίκα θἄθελε, ὑπ' εὐθύνει της, νὰ καλύψει κάποιες
ἀτέλειές μου - ἄν ὑπάρχουν, γιατὶ ἐδῶ τίθεται πρόβλημα!
Νὰ τὴν νιώσω νὰ λέει ἀπὸ μέσα της (ὁπότε καὶ ὅλα χαλάλι της):
- Ἄχ, ἐσεῖς οἱ ἄντρες! Μπὰμ κάνετε ὅταν σᾶς λείπει ἡ γυναίκα!...
Ὕστερα νὰ τὸ ξεχάσει γιατὶ θ' ἀρχίσω νὰ τῆς μιλάω. Ποτὲ δὲν ἔχω πεῖ σὲ γυναίκα λόγια ποὺ θὰ μποροῦσε ἄλλος ἄντρας νὰ τῆς πεῖ. Δὲν τὸ καυχιέμαι. ῎Ετσι βγαί-
νει ἀπὸ μέσα μου ἀβίαστα· κάτι ἀλλιώτικο καὶ ἀξέχαστο. Στὰ γεράματά της νἄχει νὰ θυμᾶται μὲ ἀμετάκλητη νοσταλγία:
- Κάποτε, θἄπρεπε νὰ ἤμουν ὡραία. Νὰ σκεφτεῖς κάποιος, ὄχι τυχαῖος, μοῦ εἶπε αὐτὸ: τσὰφ! τσοὺφ! - ὅ,τι πιὸ ὄμορφο ἔχω ἀκούσει ἀπὸ χείλη ἀντρικὰ! Ἄχ, νειᾶ-
τα, νειᾶτα!...

Ἐννοεῖται πὼς τὰ σάλια μου δὲν τρέξανε ποτὲ γιὰ γυναίκα· μὴν πῶ οὔτε καὶ γιὰ γάτα! Νηστικὸ μάτι, λαἰμαργο, ποὺ λένε, δὲν κολλάει σὲ μοῦτρο κλινοσοφιστοῦ.
Προσέχω, τώρα τὶς δυὸ γυναῖκες ποὺ πᾶνε κι' ἔρχονται - τὴ δουλειά τους κάνουν - ἐκεῖ πλησίον. Ἡ μία μοῦ φέρνει τὸν καφὲ:
- Πῶς εἶστε;
- Ὑπάρχει περίπτωση νὰ εἶμαι ἀλλιῶς; Ὅταν βλέπω τόσο νέα γιαγιὰ;
Καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν τῆς φαίνεται νἄχει κι' ἐγγόνι· μιὰ μεγάλη κοπέλλα τὴν ἔκανα πάντα. Τὸ ὅτι κολακεύεται νὰ τὴς τὸ λέω ὅμως, ἔ. αὐτὸ κάνει μπὰμ! Μὴν
πῶ καὶ μποὺμ!
Ἡ ἄλλη; Βρίσκεται στὸ ἀντικρυνὸ μαγαζὶ, μὲ τὰ βαπτιστικὰ. Κρίνω πὼς δὲν τῆς πᾶνε οἱ μπότες ποὺ φοράει· ἀλλὰ μ' ἀρέσει τὸ τετραπέρατο κι' ἀθῶο βλέμμα της!
Δὲν βρίσκεις εὔκολα τέτοιο μάτι: πονηρὸ καὶ τίμιο. Μὲ μιὰ λέξη: περπατημένο. Δὲν ἔχω μιλήσει ποτὲ μαζύ της, ἁπλῶς ἐκείνη εἶναι ἐκτεθιμένη - μὲ τὶς ὁλάνοιχτες
πόρτες τοῦ βαφτιστικάδικου - μπροστὰ στὰ ἐγχειρίδια μάτια μου καὶ σίγουρα θἄχει καταλάβει πὼς ὅλα τὰ βλέπω, ὅλα τὰ σφάζω, τίποτα δὲν μοῦ ξεφεύγει, σὰν
ἀκτινολόγος· ἄλλο τόσο ἀκτινολογικὰ κι' ἀκτινογραφικὰ ἔχω πιάσσει καὶ τὸ δικό της μάτι νὰ πέφτει ἐπάνω μου ἀλλὰ δὲν θὰ τῆς τὸ πῶ γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ τὸ ἀρ-
νηθεῖ. Ἄς τὸ...διαβάσει ἐδῶ. Νὰ τῆς ἔρθει κόλπος. Κι' ἄν μοῦ ζητήσει τὰ ρέστα, θὰ τῆς πῶ:
- Ὅ γέγραπται γέγραπται, τώρα πάει πιὰ· καὶ οὐ ξεγέγραπται!...
Μετὰ, θὰ τῆς δώσω, δωρεὰν, μιὰν πλήρη διάλεξη μὲ θέμα: Ἡ ἀξία τοῦ νὰ βλέπεις τὴν ζωὴ τέτοια ὅπως εἶναι ὥσπου νὰ πάψεις νὰ τὴν βλέπεις καὶ νὰ σὲ βλέπει.
πῶς "νὰ εἶσαι ὁ ἑαυτός σου, ὅλοι οἱ ἄλλοι ρόλοι εἶναι πιασμένοι", Ὄσκαρ Οὐάιλντ.

Γάτα δὲν βλέπω πουθενὰ. Ἔ, ὄχι, δὲν εἴπαμε δὰ κι' ἔτσι! Δηλαδὴ, ἄν πάω στὴν Αἰόλου, πλάι στὴν Χρυσοσπηλιώτισσα, ἐκεῖ ποὺ μὲ λαμαρίνες ἔχουνε κλείσει κάτι
σὰν οίκοδομὴ, σκύψω στὰ κενὰ, χαμηλὰ, κι' ἀρχίσω ἀλὰ Παβαρότι νὰ ὠρύομαι:
- Ψὶ ψίνα ἔ μόμπιλε...
...θ' ἀξιωθῶ νὰ δῶ γνώριμα κεφαλάκια, πανέξυπνα ματάκια, αὐτάκια σὰν χωνάκια γιὰ σταφιδοῦλες καὶ στραγαλάκια, κι' ὅλα, πάντα, μὲ κάτασπρα μουστάκια
ἀλλιῶς θὰ μείνω νὰ κοιτάζω γυναῖκες νὰ περνοῦν, νὰ μὴν ψωνίζουν (μὰ, ποῦ τὰ πᾶνε τὰ λεφτά τους; δὲν ἔχουν;) καὶ νὰ βαριέμαι; Ἀνέκαθεν, ὅ,τι δὲν εἶναι ζων-
τανὸ, τὸ βαριόμουνα, μὴν πῶ τὸ σιχτίριζα! Βρὲ! Σ' ἕναν τέτοιο δρόμο, γιὰ νὰ περνοῦν τόσα καὶ τόσα θηλυκὰ, πᾶ νὰ πεῖ: ζῶνες θέλουν, φερμουὰρ ψάχνουν, κλω-
στὲς ἀγοράζουν, κεντήματα διαλέγουν, φιλενάδες συναντοῦν νὰ πάρουν ἰδέες ἀπὸ τὶς βιτρίνες, νὰ πιοῦν κι' ἕναν καφὲ κάπου, νὰ τὰ ποῦν...Ὅταν οἱ γυναῖκες δὲν
ψωνίζουν, αὐτὸ σημαίνει, μὴ σοῦ πῶ πάλι πᾶ νὰ πεῖ: πὼς ἔχουμε πένθος.
Δὲν ξέρω τὶ πενθοῦμε ἀλλὰ ὅλες οἱ τσέπες χάσκουν σὰν τάφοι ἀνοιχτοὶ κι' ἐμεῖς μόνο ποὺ δὲν πέφτουμε μέσα. Χωρὶς ἐμπόριο, λιποθυμᾶ κι' ἡ ποίηση, μαραίνονται
τὰ λουλούδια, κιτρινίζουν τὰ κατακόκκινα τριαντάφυλλα.
Τὶ ἄσχημος ποὺ εἶναι ὁ θάνατος ὅταν κυκλοφορεῖ ἀδέκαρος!
Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ χειρότερα.
Ναὶ καὶ μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου· γιατὶ ξεκίνησα νὰ γράψω γιὰ: τὴ σημασία τοῦ νὰ σοῦ λείπει, ἀπὸ τὴν ζωή σου, ἕνα φιλὶ. Εἶχα τόσα ἕτοιμα φιλιὰ καὶ λόγια, στὴ
φαρέτρα μου, γι' αὐτὴν τὴν κλινοσοφιστεία, ναὶ, στὸ μυαλό μου, μὴν πῶ καὶ στὴν καρδιά μου πρωτύτερα· ποὺ ὅμως ὅλα χάθηκαν· κάποιος μοῦ τἄκλεψε καὶ μὲ ἄ-
φησε νὰ γράφω σκέτα γιὰ τὶ; Γιὰ γυναῖκες ποὺ περνοῦν καὶ φεύγουν, γιὰ γάτες ποὺ κρύβονται τρομαγμένες καὶ γιὰ κουμπότρυπες θανάτου.
Χάθηκε, θεέ μου, ἕνα φιλὶ;
[Συνεχίζει ὡς γάτα τσέπης, 11.]
~~~~~~
Εικόνα - Ἕνα τσαγάκι, νὰ ζεσταθεῖς, Κλινό μου;...
Σχόλιο από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο στις 8 Δεκέμβριος 2012 στις 9:48

http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=13&t=128095&start=480

Εἰς περίπτωσιν ποὺ κόπτεσθε καὶ γιὰ τὶς προηγούμενες γάτες τσέπης

καὶ τὶς μελλούμενες.

Σχόλιο από τον/την NO στις 8 Δεκέμβριος 2012 στις 11:49

Με ιδιαίτερη χαρά δέχθηκα την αφιέρωση σου φίλε Ιάνη και σε ευχαριστώ πραγματικά από καρδιάς, για την τιμή που μου έκανες. Και στην γάτα σου 10 ισχύουν τα της γάτας 9 σχόλια μου. Γράφεις μοναδικά και με έναν τρόπο που παρασέρνει τον αναγνώστη. Υπέροχη και αυτή η γάτα σου με έντονο το σουρεαλιστικό στοιχείο και με μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού. Παράλληλα κρύβει καθημερινές αλήθειες, τόσο έντονες που τις θεωρούμε σαν συνήθεια, σαν κάτι αναπόφευκτο και πολλάκις απαραίτητο και τις αφήνουμε να διέρχονται από το νου μας απαρατήρητες. Πρέπει δε να πω εδώ, ότι στην εισαγωγή σου οι εν είδει "γαλλιστί" φράσεις και εκφράσεις σου, μου άρεσαν υπερβολικά και με προδιαθέτησαν για την συνέχεια. Απλά λόγια, απλές αλήθειες, σαρκασμός και αυτοσαρκασμός. Με μάγεψες ειλικρινά, σε συγχαίρω!

Πριν κλείσω θα ήθελα να σε ευχαριστήσω και για τα δικά σου επαινετικά λόγια προς εμένα που ομοίως με σένα με κολάκεψαν (και δεν το αρνούμαι ότι μου άρεσε) και να σε ρωτήσω, τι έγιναν οι γάτες από 1 έως και 8;  Δεν ξέρω αν βιάστηκα να απαντήσω κι αν η γάτα 10 θα δεχθεί τροποποιήσεις ή διορθώσεις, αλλά κι αν γίνει κάτι τέτοιο φαντάζομαι δεν θα αλλοιωθεί η ουσία του κειμένου σου. Σε αναμονή της ενδεκάτης σου γάτας, σε χαιρετώ.

Σχόλιο από τον/την NO στις 8 Δεκέμβριος 2012 στις 11:50

Με πρόλαβες Ιάνη. Είμαι και εκεί που παραπέμπεις αλλά ομολογώ ότι δεν είχα διαβάσει τις γάτες σου.

Σχόλιο από τον/την ΤΥΨΕΙΣ στις 9 Δεκέμβριος 2012 στις 12:00

είσαι ωραίος!!

Σχόλιο από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο στις 11 Δεκέμβριος 2012 στις 2:57

Ζήτω!  Μόλις ποὺ κατάλαβα τὶ γίνεται μὲ τὶς εἰκόνες: Ἔτσι, ἡ Ποιητικὴ Γωνιὰ ἔχει τὴν Σερσερού της.

Νὰ, καὶ δεύτερη φορὰ:

Σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!

Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά

Στατιστικά ιστοσελίδας


Βίντεο

Σήμα

Γίνεται φόρτωση...

Φόρουμ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

Η Ποίησή μου

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις

μαζὺ μὲ τὴν ἐπάνοδό μου, αὐτό

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση

© 2024   Created by Nikolakakos Georgios (spartinos).   Με την υποστήριξη του

Διακριτικά  |  Αναφορά προβλήματος  |  Όροι χρήσης

SEO Services