γ ά τ α τσέπης, 9. Kι' ἀφοῦ πιάστηκες νὰ κάθεσαι (ἄν καθόσουν· κι' αὐτὸ στὰ γόνατα) ἤ νὰ κάνεις ἐπὶ πολλὴν ὥρα ὅ,τι συνεχῶς ἔκαμνες, δηλαδὴ τίποτα! κι' ἁπλῶς ἀπασχολοῦσες τὸν νοῦν μὴ καὶ σοῦ τρελλαθοῦν τὰ μυαλὰ, καθὼς δὲν ἔχουν λόγο νὰ προσφέρουν τρυφερότητα εἰς ἀνθρώπους ἤδη γνωστοὺς καὶ καλλίτερον εἶναι
νὰ ἀπευθύνεταί τις, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, εἰς γατάκια καὶ σκυλάκια περιπλανώμενα ἀνὰ τὰς κάπως πλέον καθαράς τινας ὁδοὺς τῶν Ἀθηνῶν - λὲς:
- Δὲν περπατάω λιγάκι; Γάτες θὰ βρῶ κι' ἀλλοῦ (γιὰ νὰ δοῦμε, ἀληθεύει αὐτὸ;) ὅπως καὶ γυναῖκες, θὰ ὑπάρχουν - ἔ, ὄχι δὲν εἴπαμε δὰ καὶ σὰν στὴν ἐποχὴ τοῦ Ξενόπουλου, ρομαντικὲς, μὲ ὀμπρελίνο, χαμηλοβλεποῦσες... Νὰ πηγαίνουν, κατὰ τὰ φαινόμενα, (ποῦ νὰ ξέρεις κατὰ βάθος...) ἀποκλειστικῶς γιὰ δαντέλες καὶ κουμπιὰ ἤ καὶ δι' ἕν "
Λεύκωμα" (ὅπου μετὰ χάριτος καὶ ἐνίοτε
εἰς στίχους μεγίστων ποιητῶν ἤ καὶ αὐτοσχεδίους, ἔτι τότε γοητευτικώτερον καὶ καρδιοχτυπιτέστερον συμβὰν, οἱ ἐκλεκτοὶ φίλοι καὶ αἱ ἔμπιστοι φίλαι θὰ ἔγραφον πικάντικες ἀπαντήσεις, ὑπὸ ψευδωνύμου βεβαίως, εὶς ἐρωτήματα τῆς
Κτήτωρος, ὡς λόγου χάριν "
Τὶ ἐστὶ ἔρως;" καὶ τὰ λοιπὰ ἀναπάντεχα
καὶ παρόμοια) στὰ καταστήματα. Τέτοιες προφάσεις κι' ἐξηγήσεις στὶς μέρες μας πιὰ δὲν χρειάζονται. Πᾶς ἀπὸ κεῖ γιατὶ ἔτσι! Ἀκόμα καὶ γιατὶ σταμπάρησες τεκνὸ σὲ μαγαζὶ.
Γοῦστο θἆχε μιὰ τέτοια ἀποκρηὰ ἐκτὸς ἐποχῆς ἀποκρηᾶς. Καὶ νὰ σκεφτεῖς πὼς κάποτε στὸ μέλλον, ἄν ὑπάρξει τέτοιο πράμα μὲ ἑλληνικὸ θυμητικὸ, ἡ τωρινὴ ὁλως ἄχαρη σὲ ὅλα της ἐποχή μας μπορεῖ νὰ γίνει ἔμπνευση κοστουμιῶν καρναβαλιοῦ! Ἔ, δὲν νομίζω πὼς τὸ νομίζει κανεὶς.
Ὤχ, τὶ εἶναι αὐτὸ;
Δὲν ξέρω τὶ φοράει, δὲν περιγράφεται τὸ χάλι, ἡ κουρελαρία καὶ ἡ βρωμιά της: γυναίκα εἶναι παρ' ὅλ' αὐτὰ! Σίγουρα θἄχει ξεχάσει, ἡ ἴδια, πὼς εἶναι γυναίκα ἀλλὰ κρατάει δυὸ-τρία πακετάκια χαρτομάντηλα, θυμᾶται ξεκάθαρα πὼς εἶναι πεινασμένη - ἄλλωστε δὲν τὴν παίρνουν καὶ τὰ πόδια της, νὰ κοίταξέ την πῶς σέρνεται!... - κι' ἔχει στραφεῖ πρὸς τὴν ἐκκλησία· οὔτε προσεύχεται κι' οὔτε σταυροκοπιέται· ὡστόσο κοιτάζει καὶ δὲν κοιτάζει πρὸς τὸ καμπαναριὸ. Βρίσκεται δίπλα μου χωρὶς νὰ φταίω 'γὼ σὲ τίποτα. Θὰ μποροῦσε μάλιστα νὰ τιναχτῶ ἀπέναντι ζητώντας τὴν συμπαράσταση τ' Ἁγίου· μὴ μὲ κολλήσει ξωτικίλα.
- Θεέ μου! λέει,
δὲν τὸ πιστεύω, δὲν τὸ πιστεύω πιὰ· τίποτα δὲν πούλησα σήμερα, οὔτε ἕνα! Τὶ θὰ φάω; Κλαἰει, ἀπευθυνόμενη στὸν ἑαυτό της, σὰν νἆναι αὐτὴ ἡ ἴδια ὁ ἐλεητὴς θεός της. Κοιτάζει ὁλόγυρα στὸ χάος. Τόσο ἀξιολύπητο μουνὶ μούρης πρώτη φορὰ μου τρακάρω.
- Τὶ θὰ φάω; Παναγιά μου, τὶ θὰ φάω; Εἶναι τρελλὴ; Φτωχὴ πάντως εἶναι. Καὶ δὲν ξέρεις πῶς νὰ γιατρέψεις τόση φτώχεια. Ν' ἀποταθεῖ στὸν παππὰ; Ὤ, ναὶ! Πῶς τῆς λὲς ὅμως (γιατὶ καθὼς τὴν κρυφοκοιτάζω διακρίνω κάτι σὰν περασμένο μεγαλεῖο ἐπάνω της, ποὺ νὰ τῆς τὄχουν καταληστέψει κάποιοι - συγγενεῖς, ἀδέρφια ἴσως). Ναὶ, πῶς τῆς λὲς:
- Πήγαινε. Τὸ οὐράνιο συμπόσιο θὰ εἶναι φτωχὸ χωρὶς ἐσένα κι' ἄλλους φτωχοὺς· κάτι θὰ τοῦ λείπει· ἔχεις δικαιώματα ἐσὺ. Ὁ Κύριος Ἡμῶν θέλει συνδαιτυμόνες πολυπληθεῖς· ἀλλιῶς τοῦ κόβεται ἡ ὄρεξις; Παραμιλάει, σέρνεται μὲ μιὰ περίεργη ἀξιοπρέπεια, μὲ ὄρθιο τὸ κεφάλι. Δὲν εἶναι ἄσχημη - τουλάχιστον ὄχι τόσο ὅσο οἱ σαραβαλιασμένες μπότες της. Εἶναι νέα, τὸ βλέπεις στὰ μάτια της καὶ θὰ μποροῦσε νἄπαιζε καὶ στὸ θέατρο, ἔχει κάτι ποὺ δὲν τὄχουνε ἠθοποιὲς! Τὴν κοιτάζω. Χρόνια εἶχα νὰ δῶ κάτι ἀντίστοιχό της σὲ γυναίκα. Οἱ ἄντρες εἶναι πιὸ ἐπιρρεπεῖς στὴν μούρλια. Ὄχι δὲν εἶναι μουρλὴ. Ὅπως δὲν ἦταν μουρλὴ κι' ἡ
Σερσεροὺ ποὺ κουβαλοῦσε νερὸ μὲ τενεκέδες στὰ σπίτια, κάποτε, στὸ Δουργούτη. Μμμμ! Φοροῦσε μουσαμὰ πάνω ἀπ' τὰ παρδαλά της ροῦχα (ὅλα χάρισμα τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης κυρᾶς), στέριωνε μακρὺ κοντάρι στὸν σβέρκο, γέρνοντας ἀρκούντως ὁλόκληρη ἐμπρὸς, νὰ μὴν τῆς πέφτει· καὶ στὶς ἄκρες τοῦ κονταριοῦ, δὲν θυμᾶμαι καλὰ, εἶχε κάτι σὰν τσιγκέλια νὰ κρέμονται, χωρὶς νὰ ξεφεύγουν, καθὼς ἐκείνη θὰ περπατοῦσε, οἱ τενεκέδες δεξιὰ κι' ἀριστερὰ, οἱ ξέχειλοι μὲ 16 λίτρα ἤ τέσσερις ὀκάδες νερὸ ὁ καθένας. Ἦταν μιὰ ζωντανὴ ζυγαριὰ δικαιοσύνης κοινωνικῆς.
Τὴν λέγανε
Σερσεροὺ ὅλες οἱ καθὼς πρέπει κουτσομπόλες· ἐπειδὴ βέβαια πήγαινε γυρεύοντας νὰ ξεμυαλίζει ἄντρες, παντρεμένους καὶ μὴ, γιὰ ἕνα πιάτο φαΐ, γιὰ μιὰ φρατζόλα ψωμὶ, γιὰ ἕνα ζευγάρι κάλτσες χοντρὲς. Εἶχε συμβάλει, λέει, καὶ στὸ κεράτωμα τῆς Εὐδοκίας ποὺ δὲν χάριζε κάστανα· τὸν ἤθελε τὸν ἄντρα της δικό της· ὥσπου τὸν πέθανε ἀπ' ὅσο ξέρω.
Κι' ἕνα πρωὶ: πῆγε καὶ τὴν ξεμάλλιασε, τὸ 'φχαριστήθηκε ποὺ τὴν σκυλόβρυσε κατάμουτρα:
- Πουτάνα Σερσεροὺ Σμυρνιὰ. Ἡ Εὐδοκία ἦταν
πολίτισσα· ἀλλὰ τὸ "Σερσεροὺ" ποτὲ δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ στόμα κάθε καλῆς νοικοκυρᾶς. Τῆς πέταξε καὶ μιὰ παληοκυλότα, ἀφοῦ πρῶτα τῆς τὴν ἔτριψε στὴ μούρη, νἄχει νὰ φοράει κάτω ἀπ' τὰ μακρυὰ σιχαμερὰ φουστάνια της ποὺ τόσο εὔκολα τὰ σήκωνε καὶ ποτὲ δὲν τἄπλενε.
Βρισκόμουν πάλι τότε ἐκεῖ κοντὰ, στὰ ἑπτά μου; Τὰ εἶδα ξανὰ μὲ τὰ μάτια μου καὶ τὰ λογικά μου. Ἡ Σερσεροὺ ἄντεξε ὅλες τὶς προσβολὲς. Κι' ὅταν ἡ Εὐδοκία ἔφυγε θριαμβευτικὴ, θριαμβεύουσα καὶ δοξάζουσα καθ' ὁδὸν τὸν ἑαυτό της καὶ τὰ μπράτσα της, ἡ Σερσεροὺ, μ' ἄλλα λόγια ἡ "Γυρεύτρα", σήκωσε τὴν ποδιά της ὥς τὸ πρόσωπο, ξέσπασε σ' ἕνα γαϊδουρινὸ κλάμα (ποὺ τότε μὲ πιάσανε καὶ τὰ θεατρικά μου γέλοια) κι' ἀμέσως μετὰ, σὰν ἀπὸ ἔμπνευση ταλέντου, ξεσκέπασε τὸ κατακόκκινο πρησμένο μοῦτρο της, μὲ μούντζωσε καὶ μὲ τὰ δυό της χέρια, διαολοστέλνοντάς με:
- Τὶ κοιτᾶς, βρὲ; Ἄει στὸ Διάτανο, βρωμόπαιδο! Πᾶς καὶ στὸ Σκολειὸ, μπάσταρδε!... Ὅλοι ξέρανε πότε εἶχε καὶ πότε δὲν εἶχε νὰ φάει κάτι ἡ...- Ἀργυρὼ νομίζω τὴν λέγανε· κι' ἦταν ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Τὰ λεφτά της - μισὴ πεντάρα ὁ τενεκὲς γιὰ τὸ κουβάλημα καὶ μιὰ δεκάρα στὴν νερουλοὺ, τὴν κυρία Κλεονίκη μὲ τὸ ὄνομα, τὴν πρώην, καθὼς ἔλεγε, ἀριστοκράτισσαν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ φοροῦσε, ἔλεγε, δέκα ἕξη πόντους τακούνι, γόβα, στὰ νειᾶτα της καὶ "
...μὴ βλέπετε πῶς κατήντησεν ἡ δυστυχὴς νὰ διαφυλάττει τὴν βρύσην τῆς προσφυγικῆς γειτωνιᾶς καὶ νὰ εἰσπράττει δεκάρας, αὐτὴ, ἡ ἄλλοτε πλουσία τοῦ Πέραν· τρύπια νομίσματα διὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἄν τοῦτο ἐλεγόταν ζῆν ὑπὸ ἀνθρώπων ἐχόντων σώας τὰς φρένας... κι' ἐχόντων δεῖ χρυσὰς λίρας εἰς τὰς χείρας αὐτῶν - κωλομυαλὰ τῆς Ἀθήνας!... τὴν κατάρα μου νἄχετε! Τοῦρκοι νὰ σᾶς βατεύσουν!...Αὐτοὶ ποὺ ἐμόλυνον τὴν βασιλεύουσαν, αὐτοὶ οὗτοι σᾶς ἀξίζουν, βρωμοαγράμματοι χωριάτες Ἀθηναῖοι, κυρίως Ἀθηναῖες ἀνοικοκύρευτες. Φτοὺ!..." - τὰ λεφτά της ἔλεγα, τῆς Σερσεροῦς, τἄπαιρνε ὁ ἀδερφός της, ἀφοῦ τὴν ἔδερνε. Κάποιοι λέγαν πὼς καὶ
τῆς τὸν φορμάριζε - τότε μόλις ποὺ ὑποψιαζόμουν τὶ ἐσήμαινεν τοῦτο καὶ τὸ ἐθεώρησα ἐντροπή μου νὰ τὸ διασταυρώσω, διὰ τὸ ἄν ἀλήθευε δηλαδὴ...
Κι' ἔτρεχε ὁ Μανώλης στοῦ
Πανούση νὰ πιεῖ ξεροσφύρι καὶ νὰ κεράσει, ὥσπου νὰ γυρίσει τύφλα καὶ νὰ τὴν ξαναρημάξει στὸ ξὐλο γιατὶ, λέει, τέλειωσαν τὰ λεφτὰ.
Βαριόταν ἤ θὰ τῆς ἔπεφτε ὁ κῶλος ἄν κουβαλοῦσε δέκα τενεκέδες ἀκόμα;"
Ἕνας ἀδερφὸς τῆς ἀπόμεινε, σιγὰ τὸ πολὺ ποὺ τὴν βάραινε!...Γέρος ἄνθρωπος πιὰ!..."
Ἔτρεξα κι' εἶπα στὴν μάννα μου, γιὰ τότε λέμε, τὰ τῆς Σερσεροῦς, π' ὥς τότε μοῦ φαινόταν γελοία γυναίκα, καρικατούρα. Καὶ ὁλοάξαφνα ἐννόησα πὼς ἦταν, σὰν κάθε ρημαγμένον, μία δυστυχὴς.
- Μιὰ φτωχούλα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φουκαριάρα! εἶπε ἡ μάννα μου.
Καὶ τὴν ἔχουν γιὰ φτωχοδιαβόλισσα. Σφάξανε τὸ παιδί της μπροστά στὰ μάτια της, τ' ἁρπάξανε μέσ' ἀπ' τὰ χέρια τοῦ ἀδελφοῦ της... Ἤμουν κι' ἐγὼ ἐκεῖ...Ὕστερα, δὲν θυμᾶμαι πῶς ἐκεῖνοι σώθηκαν...Ἐδῶ ἀνταμώσαμε, τὸ '22, τὸν Σεπτέμβρη. Ὕστερα μὲ πῆρε στὴν ἀγκαλιά της.
- Κάποτε, εἶχε βάλει στὸ μάτι της τὸν πατέρα σου. Εἶναι καὶ ὄμορφος, π' ἀνάθεμά τονε! Τῆς ἔραψα ἕνα φουστάνι - τὸ θυμᾶσαι ἐκεῖνο μὲ τὰ πουὰ, ποὺ τὄχα πάρει γιὰ μένα καὶ τὸ εἶδες νὰ τὸ φοράει ἐκείνη; Ἔ, τῆς τὸ χάρισα καὶ τῆς εἶπα:" Ἄσε τὸν ἄντρα μου ἥσυχο...χαροκαμμένη εἶμαι κι' ἐγὼ καὶ τὸ ξέρεις. Πάρε αὐτὸ καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλεις, ἔ...δὲν θὰ σ' ἀφήσουμε ἔτσι. Φουκαριάρα Σμυρνιὰ εἶσαι κι' ἐλόγου σου. "
Δὲν μπορῶ νὰ πῶ, ποτὲ δὲν άκούστηκε νἄχει πλευρίσει τὸν πατέρα μου.
Εἶχα ὅμως τὴν περιέργεια νὰ πάω τουλάχιστον νὰ τὴν ξαναδῶ.
Ἔξω ἀπὸ τὴν παράγκα της, καθιστὴ σὲ μιὰ πέτρα, χάιδευε τὴ γάτα της, προφανῶς γιὰ νὰ ἡρεμήσει ἡ ἴδια.
- Σμύρνα μου, Σμυρνούλα μου!...Τί' ναι, μωρὴ λωλὴ ψιψίνα, τὶ θέλεις; Λέγε, μωρὴ λωλὴ! Ἔ; Ὤχου το! χου τὸ! χου τὸ! τῆς ἔλεγε.
- Νὰ τὴ χαϊδέψω; Γραντζουνάει; τόλμησα καὶ εἶπα.
- Ἔλα! εἶπε ὕστερ' ἀπὸ δυσπιστία καὶ δισταγμὸ.
Τράβηξε τὴν κουρτίνα καὶ μπῆκε μέσα. Μοῦ φάνηκε πὼς ἄκουσα λυγμοὺς. Ἡ γάτα μὲ βαρέθηκε κι' ἔφυγε πάνω ἀπ' τὸν καμπινὲ καὶ χάθηκε.
Κι' εἶναι σὰν νὰ ζωντάνεψε τώρα ἡ Σερσεροὺ, ἔχοντας χάσει πιὰ καὶ τὸν ἀδελφό της γιὰ πάντα. Ἕνα βάσανο λιγώτερο, ὤ! τὶ ξανάνιωμα! Ναὶ, σὰν νὰ ξανάνιωσε, ἑξῆντα χρόνια μετὰ, στὸ σήμερα. Καὶ σὰν νἆναι τώρα κάπου χαμένη σὲ Αἰόλου καὶ Ἁγίου Μάρκου, ἀνάμεσα σὲ γυναῖκες κάθε λογῆς, γυναίκα κι' αὐτὴ τέλος
πάντων, κοντὰ σ' ἔναν βρωμόγερο πρώην βρωμόπαιδο, ποὺ δὲν πάει πιὰ στὸ Σχολειὸ ἀλλὰ κρυφακούει στοὺς δρόμους. Καὶ σὰν νὰ πιάνει τ' αὐτί του αὐτὰ:
- Θεέ μου! θἄλεγες λέει ἡ Σερσεροὺ,
δὲν τὸ πιστεύω, τίποτα δὲν κουβάλησα σήμερα, οὔτε ἕναν τενεκὲ νερὸ! Τὶ θὰ φάω; Κλαἰει, ἀπευθυνόμενη στὸν ἑαυτό της, σὰν νἆναι αὐτὴ ἡ ἴδια ὁ θεός της.
- Τὶ θὰ φάω; Παναγιά μου, τὶ θὰ φάω; Καὶ νὰ μπαίνει ὁ χειμώνας, ὁ φονηὰς τῶν φτωχῶν.
Γίνομαι μπαρούτι: καταραμένοι φτωχοὶ, ἐσεῖς φταῖτε ποὺ κάποιοι εἶναι πλούσιοι.
Φτωχοὶ, πεθάνετε ν' ἀναπαυθεῖτε κι' ἀφῆστε μας ἥσυχους. Μπαίνει, λέει, χειμώνας! Ἔ, καὶ; Τὴν Ἄνοιξη ὁ Ἥλιος θἄχει μπεῖ ἐνέχυρος, μὴν ἐλπίζετε.
[Συνεχίζει ὡς
γάτα τσέπης,
10.]
================
Ὄχι, τὸ ξέρω καλὰ, δὲν εἶναι ἡ Σερσεροὺ - καμία σχέση· οὔτε κἄν οἰκογενειακὴ. ------>
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά