(από ‘υδράργυρος ρέων’, ελλέβορος 2001, -σε σύγχρονη συσκευασία)

 

εν μοναυλία διάγοντες

Η μοναξιά. Η ύστερη τέρψη, σαν τελειώνει η επώ­δυνη ανάγνωση της βασανιστικής γραμματικής της μέρας κι αρχινάει το αινιγματικό το παραμύθι της γιαγιάς. Όταν σχολάει το μοιρολόι κι αρχινά το πανηγύρι. Η μοναδική η γλύκα που σκεπάζει σύ­μπασα την πλάση, καθώς ροβολάει καταμεσής του Μάρτη ο Αη-Βασίλης κι εκδράμουν τα τελώ­νια ντάλα καλοκαίρι.

Άμα παύουν ν' ανασαίνουν μέσα από τον τουρι­στικό αναπνευστήρα τα χωριά στους μακρινούς τους τόπους -όταν έχουν τελειώσει οι γιορτές, τα χιόνια και οι λάκκοι, κι αποκαθίσταται σταδιακά η ιδία αναπνοή, έπεται ως ερπετό η μοναξιά

Η μοναξιά.

Το πρόωρο κούρνιασμα των φτερωτών κατοίκων της βρεγμένης πόλης, και το απάγκιο του αλήτη στις νοτισμένες δίπλες των δρόμων.

Άποψη ζωής; Το αναπόφευκτο;

Το δικαίωμα;

Απ' όλα τούτα, ίσως, τίποτα.

Κι όλα μαζί: η μοναξιά.

 

‘Πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης’. Τηλεσειρήνα μέσα στην ανυπόφορη λαδοθαλασσιά της καθημερινότητας, του τσιμε­ντένιου γείτονα, του τι θα φάμε σήμερα -και του 'ρε γυναίκα, πότε θα μας ξανάρθει εκείνη η ωραί­α σου φίλη;'

Ο Κωστής χώρισε, ο Γιώργος με σχετικά προβλή­ματα, ο Αντώνης σε εφιαλτική δυσπραγία, ο Νί­κος 'την έκανε', η Μαρία –Αρετούσα σε αλαργινό προξενειό προς άγραν (άκουσον, άκουσον) εξώκλινου σώγαμπρου, η αφεντιά μου Κουασιμόδος στις πελώριες καμπάνες του μυαλού μου, -άσε!

Εμείς, λοιπόν, και η μοναξιά. Τι απομένει, άραγε, πέρα από τσακισμένα όνει­ρα, ένθεν κακείθεν της ατέλειωτης και βασανιστι­κής πορείας, της μοναχικής για τον καθένα και της απελπιστικά δικής του;

Ένα υπόλοιπο: εμείς. Ως απόφανση όλων των υποκειμένων και του εν δυο κάτω των συμφώνων. Εμείς -και η συστέγασή μας στα ηλεκτρονικά μηχανάκια που φι­λοξενούν την υψηλή τάση του συναγωνισμού και των επιθυμιών, καθώς και μισοσάπια σχοινιά που μας κρατάνε ακόμα, τάχα, στον στίβο, στον αγώ­να, στη ζωή. Και ποιας ζωής; Και ποιος αγώνας; Καν για τί;

Εδώ κόβουμε εισιτήρια. Όχι για το κάτι, για το κάπως.

Τώρα η μοναξιά σουλατσάρει ανενόχλητη στους σωθικοΰς διαδρόμους μας, κλέβοντας το ελάχι­στο, συνάμα και το παν από ένα σύνολο που θα μας έδινε, αλλιώτικα, φωνή, θα μας επέτρεπε να φανταζόμαστε, να λέμε ό,τι καλαμπούρια θέλου­με, να παραμυθιαζόμαστε με απλές διατυπώσεις, και με ακόμα απλούστερες διαδικασίες να δα­γκώνουμε τη γη στα μαλακά της, ηδονίζοντάς την, να της περνάμε με ιατρική φροντίδα και νοσοκο­μειακό γάντι το φουλάρι θηλιά στο λαιμό, ώστε να προσδιορίζονται με σαφήνεια τα ογκομετρικά της όρια, όταν ο διαιτικός της χαρακτήρας ρέπει προς παχυχωμία. 'Οταν ρέπει προς τους σκώληκες όχι του μεταξιού, μα προς τα κατοικίδια των χθόνιων αρχόντων της: όταν σκάβει προς τα κάτω τα σωθικά της, προς την ασκήμια του βόρβορου, προς τον κακό τον δράκο και προς τις επινοημέ­νες παραδόσεις με τις τριανταφυλλένιες κορασί­δες και τ' αρωματισμένα σώβρακα των ημίθεων που θάφτηκαν για να μας διδάξουν ιστορία, α­ντρεία, κοινωνία.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήταν ν' αναλάβουμε τον σχεδιασμό του μέλλοντος με μιαν ορμή και τέτοια εκτίναξη που θα τσάκιζε το αποστεωμε'νο καβού­κι της μοναχικότητας και θα μας πολλαπλασίαζε ως μονάδες σε ομάδες, σε κοινωνία, σε παρέα.

Κατάντικρυ, λοιπόν, ξανά στη μοναξιά. Προσπα­θώντας να την αναλώσουμε όσο γίνεται περισσό­τερο στα παλιά, να την τσαλακώσουμε ταπεινωμέ­νη σαν ξεραμένο τριανταφυλλόφυλλο ανάμεσα στην πρώτη ερωτική απογοήτευση και στο πρώτο ηχηρό χαστούκι του παιδικού μας λευκώματος. Όμως, όλο και κάτι περισσεύει. Το υπόλοιπο της που, εντέλει, θα μας γυρίσει την πλάτη σαν αλήτισσα στο άτυχο καμάκι μας, θα το δώκουμε με λαχάνιασμα στην διαδικτυακή κάψου­λα μ' έναν τέτοιο καημό και αναστεναγμό που θα τρυπάει τα σύρματα -και με βολτάζ τέτοιο, που θα κινεί σε συναγερμό όλες τις επαναστατικές σημαίες του '21 κι όλα τα μυστακοφόρα εικονίσμα­τα στα ηρωικά σχολεία της περιφέρειας

Απεγνωσμένη προσπάθεια συζήτησης. Ηχητική ροή προς τύμπανα πλαστικά. Αρνητικό σκηνικού: ασπρόμαυρο και θαμπό. Κάτι σαν αγορά ακρι­βού, βελουτέ πουκάμισου γι ανύπαρκτο σώμα. Αχός.

Ορυμαγδός. Ματαίως. Από κοντά, η σιωπή. Η άκρα.

Και η καλημέρα.

Ά, προπαντός η καλημέρα: τόσος χρόνος εντός πλατφόρμας και δικτύου επί τόσο, τόσα σύμφωνα επί τόσα δευτερόλεπτα κι άλλα τόσα φωνήεντα επί άλλα τόσα δεύτερα, -τό­σο επί τόσα, τόσο κάτι από το μέσα μου επί τόσο απ' αυτό που φαίνεσαι, τόσο λίγο απ' αυτό που εί­μαι κι άλλο τόσο απ' αυτό που δείχνεις, λίγο μεί­ον απ' τα συν σου κι άλλο λίγο μείον απ' τα μείον μου, τόσα γαμώτο επί τόσο, τόσο η φιλία, τόσο η κουβέντα, άλλο τόσο η φιλική κουβέντα, -συν τις πέντε μπύρες, συν να μη γίνουμε και ρεζίλι, συν τους αφορισμούς άμα τη λήψει του λογαριασμού -τε­λικά δεν ξέρουμε ποιος χρωστάει σε ποιον τη μο­ναξιά του.

Ή, εντέλει, την ευτυχία του.

Πρόλαβα στα υστερνά μου παιδικάτα να πω στη ζούλα πέντε αντάρτικα, πρό­λαβα να χουφτώσω την Κατερίνα στ' αποκάτω της και τη Μαρία στα ψηλά της, πρόβαλα να συν-πλη-ρώσω τον λογαριασμό, πρόλαβα να βγω και να κάτσω στα σκαλιά του μαγαζιού για να καληνυ­χτίζω με χαμόγελο το τσούρμο που τσαλαπατούσε την καινούργια μοναξιά μου: όχι, δεν θα σας ξα­ναδώ. Όχι, δεν θα ξαναδώ. Πάρτε μου τη ματιά, πάρτε μου τα μάτια! Όοοχι, δεν θα δοθώ ξανά, για να μην γυρεύω κα­τόπιν τα υπόλοιπα μου στα ερείπια.

Μοναξιά, λοιπόν, με χέρια με κορμί και με ποδά­ρια. Χειροπιαστή. Μια μοναξιά ακέραια. Μονα­ξιά που ερωτεύεται, βάνει χέρι βουτώντας βαθιά, βουτάει στα βαθιά, ζητάει συμβάν, γίνεται γλώσ­σα. Και κοινωνία;

Για δες, χρόνια στην ερημία, μούτρα που κάνουν να δούνε ξένον άνθρωπο! Κάθονται, βρεγμένοι και φτωχοί, και σκούζουν μονάχοι σε τέσσερις ξέσκεπους τοίχους, μαντα-λώνοντας, τάχα, έξω, στο κρύο και στη λάσπη -δη­λαδή μακριά απ' τον ατό τους- τα προβλήματα που κόβουν ανενόχλητα βόλτες: από τα γαντζω­μένα στην απαντοχή δάχτυλα ίσαμε την κράμπα στο στομάχι, από το μαυριδερό σημάδι στα σκέ­λια της αχυρένιας Σάρον Στόουν μέχρι τον αγαθό σκαντζόχοιρο που πέφτει θύμα οικολογικών βλέ­ψεων στην πρώτη κρεατική ανεπάρκεια άμα του χειμώνος αρχομένου- και μέχρι τον μισακάρικο προσευχητικό συμβιβασμό με το θεό της απληστί-

ας τους ως προς την μοιρασιά των ονείρων και των ανομολόγητων επιθυμιών τους, -λίγο πριν να κουρνιάσουν σα μολύβι, ή να πέσουν δώθε κείθε, αδέσποτα, -λίγο πριν καταλήξουν σύσσωμα με τον ξενιστή τους τσαλακωμένοι επαίτες στο σιδε­ρένιο χαμηλόπορτο που ορίζει, μέσα κι έξω, κρά­τηση κι ελευθερία, αυλή και δρόμο. Τον δρόμο που περπατάνε πρόβατα τη μέρα και σκυλιά τη νύχτα, το στρατί που σκιάζει τις κορα­σίδες της κουμαριάς και του χαμομηλιού, αλλά τρομάζει σύναυτα και τα γκομενάκια της τέταρ­της απόξεσης και της πέμπτης οο€3 στην πλατεία της πλησιέστερης πολίχνης. Που φοβίζει τις αργο­πορημένες κωλοφωτιές, γιομίζει τρόμο τα λαρύγ­για της νύχτας κι ετοιμάζεται να δεχτεί αγόγγυστα την οργή του φορτωμένου νέφους. Θα βρέξει. Θα χιονίσει. Θα γίνει χαλασμός. Θα κάνει σύμπασα τη φύση να σαλέψει..

Χειμώνιασε. Κι η μοναξιά μας εκτελεί το καθημε­ρινό της χαμαλίκι περιδιαβαίνοντας τα επίκαιρα των κινηματογραφικών άθλων του Δαλιανίδη, τα ασθματικά δελτία των 14.00, τους λαβωμένους έ­ρωτες και τις αρρωστημένες σχέσεις στην Κωλοπετεινίτσα και στο Βαρυβρόχι, και πληροί τη φτω­χή μας ζήση με μύθους πιο βολικούς και, πιθανόν, πιο δίκαιους. Αλλά η ίδια δεν λε'ει να φυράνει.

090 -τόσο.

 

"Ετσι γίνεται πια η παρέα'. Και η ζωή. Λες και μας καταράστηκε η κοινωνική μας συνείδηση, τι­μωρηθήκαμε, θαρρείς, απ' τη ζωή με τη ζωή. Γυρεύουμε μέσα σε ό,τι αδυνατεί να μας βολέψει εκείνο που αλλιώς θα 'ταν δικό, οικείο, φιλικό, α­γαπημένο.

Κι έχουμε πάντα εύκαιρη, ανάπηρη, γιορταστική σημαία: αυτή που ξεδιπλώνεται από φουσκωμένες τσέπες, καλύπτει με τον μεγάλο της ίσκιο τις λαίμαργες γυναίκες του μεγάλου μας χωριού, βο­λεύει τη φτωχή μας μέρα και μας παρακινεί στον ενθουσιασμό του να ψελλίζουμε γενναίες, δήθεν, κουβέντες, κάθε που το έκδηλο πάχος της μικρο­μεσαίας αυταρέσκειας μας εκβάλλει την περισσή 'συνειδητοποιημένη' καθημερινότητα μας στα λύ­ματα.

Προβολές: 63

Σχόλιο από τον/την Παντελής στις 1 Φεβρουάριος 2015 στις 13:53

 μια καλημέρα είναι αυτή πες την κι ας πέσει χάμω....

αν δεν σε κατάλαβα διόρθωσε με σαν καλλιεργημένος άνθρωπος.

Σχόλιο από τον/την Φώτης Μότσης στις 3 Φεβρουάριος 2015 στις 18:33

Γενικά, θα συμφωνήσω με την παρατήρησή σου.

Πέραν τούτου, η 'καλλιέργειά΄ μου δεν μου επιτρέπει να κατανοήσω εισέτι το ζητούμενό σου.

Σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!

Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά

Στατιστικά ιστοσελίδας


Βίντεο

Σήμα

Γίνεται φόρτωση...

Φόρουμ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

Η Ποίησή μου

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις

μαζὺ μὲ τὴν ἐπάνοδό μου, αὐτό

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση

© 2024   Created by Nikolakakos Georgios (spartinos).   Με την υποστήριξη του

Διακριτικά  |  Αναφορά προβλήματος  |  Όροι χρήσης

SEO Services