Νεκρός    

Τό πρόσωπό του ἕνα κλαρί χλωρό

πίσω ἀπ᾿ τή φλούδα

 

Τραγούδαγε

ὅταν οἱ ἄλλοι τόν μοιρολογοῦσαν

 

Σάλευαν μόνο τά χείλη του

 

Κάποιο φιλί τά κράταγε ἀκόμα στή ζωή

                                    

  ***********

Κάθε ἀποσπερνό τρόχιζε μές στό μυαλό του

τά μαχαίρια

 

Τή μοναξιά

δέν θά τήν ἔκαιγε

Αὐτό τό κόκκινο τῆς φλόγας πάντα τό μετάνιωνε

 

Δές

τά ποιήματα βλασταίνουν μοναχά 

αἱμόφυρτα

                                    *********

 

Ἔσερνε τά φίδια μέ λατρεία        λές

Τώρα φεύγουν ἀπό τά χέρια της ἀστέρια

Τώρα τά νέφη κομματιάζει       τώρα μοιράζει ἀποσπερίτες

Στρώνει τραπέζι στούς σκυφτούς τούς μετανάστες

Ἱστορεῖ γεωγραφία       ἱστορεῖ τόν θάνατο

 

Κι ἄν τή ρωτᾶς       κυρά

Πόσα ἀπόθαναν ψηλά ἀπό φαρμάκι

Πόσα ρόδια στόν κόρφο σου ὁλοκόκκινο ζουμί

 

Σφάζω σοῦ λέει  

κόβω τά ὄνειρα στά δυό στά τρία

Κατόπιν τά μαλλιά μου ἀμολῶ γιά νά λιαστοῦν

 

Ἔρχεται φίδι κολοβό        ντύνω τήν προσευχή

στό πένθος

Ἔρχεται σερπετό ἀστρίτης        γεύεται τό χιόνι ἀνθό

 

Βλέπω φωνή     βλασταίνω       ὁμολογεῖ

Τό σκοτωμένο χῶμα μέ πεθαίνει

Πλοκάμια θέλω       Χέρια μακρυά

ἴσαμε τόν ἄλλο τόπο

Βαρκοῦλες μέ φιφίτα

ἀπ᾿ τό χλωρό μερί τοῦ σύμπαντος

Πλοκάμια θέλω θέλω θέλω πάλι

Ἀπό λιγνά πλευρά στά μέσα ὁλοκάθαρος λυγμός

 

Παίρνει τό μῆλο             βγάζει περιστέρι

Τό χνῶτο ἀκουμπάει       φλέγεται

 

Χιλιάδες ἀνασταίνονται λειψόπιττες

Ἀπό τό σάλεμα τοῦ νέφους σκοτεινό καθεύδει χιόνι

 

Τρίζουν στά πέλματά μας οἱ συγχώριες

Στά γόνατά μας μονάχη ἡ ὀπτασία της

 

Στρώνει τραπέζι βάζει φίδι

Ἤξερε πάντα τόν καιρό τους

 

Αὐτή πού σκότωνε

Αὐτή πού γνώριζε ἀπό πρόσφορο

Ἄστραφτε στή λάμα κι ἔλεγε

μετανοῶ

ἡ ἐκείνη

 

                                 ************

Δέν φεύγω εἶπε

Θά μείνω ἐδῶ νά κουβαλῶ τό αἷμα

Θά μείνω νά πληρῶ τά ὄνειρα

Νά ὁδηγῶ ἀόμματους ἐπάνω στό σχοινί

θά μείνω

 

Νά εἶμαι στούς ἱππόκαμπους βιγλάτορας

Στήν κορυφή τοῦ  Ἀηλιᾶ κοχύλι

 

Ὥς  πέέέρα

Στά σαλεμένα κάτοπτρα ὁ στεναγμός  

 

Μέσα στήν ἐρημία μιά ἀναπάντεχη ἔρημος

 

                                    *************

Δέν εἶχε πιά νά πεῖ      δέν εἶχε νά ποιήσει

Ἔκοβε δέντρα ἔκοβε ἔκοβε φύτευε βροχές

Καρτέραγε φωνή καί συντριβή       καινούργιους

καμηλιέρηδες        ἄσημους τάχα

καί τό δαυλί πού ἄναψε φωτιά ἀπό τά πέρα

τό μελωμένο τό σταμνί      τόν οὐρανίσκο

μέ τή σάλπιγγα

αὐτή

 

Ἔκοβε δέντρα ἔκοβε ἔκοβε φύτευε ἰτιά

Καί γιά νά λέμε τήν ἀλήθεια

ἤτανε πάντα μοναχός μέσα στό τόσο πράσινο

σέ τόσο λαγαρό πλευρό

ἐκεῖνος

 

Καλά νά λέμε καί πού ζεῖ

Τόση ἦταν ἡ θύελλα τόση ἡ πέτρα

Τόσα καντάρια τά ὄνειρα

Τόσα τά μέτρα ἡ φλέβα τόσο τό μέτρο ἡ μοναξιά

 

ὡραῖα       ραγισμένος         γυαλικό

 

                                    ***************

 

Ἔκανε τά ποιήματα θηλιά

καί τήν λαιμόδεσε στόν ἀφαλό τοῦ φρέατος

 

Σέ ἀποσαρίδια ἄλλων πλέον ἡμερῶν

σκυφτές σκιές ἀνατραβᾶνε γκρίζα φεγγαράκια

καί φλέβες        φλέβες νά ἰδεῖ τό μάτι σου

χορδές πυρακτωμένες ἀπό τόν πεθαμένο σταφυλίτη

τοῦ βυθοῦ

φωνή ἑνός κόσμου ἄναυδου κι ἀνάποδα δεμένου

στό μανουάλι τοῦ ἐπιταφίου του

 

Ὁ τόπος ὅλος γύρω ξενιτιά

Τό μῆλο τό κυδώνι τό μαντήλι

ἀρθρώνουν τόν καημό ἠπειρώτικα

 

                                    **************

Σάν θές ἁλμύρα ἄλλη ἤ ἔρημο

γύρνα τόν κόσμο ἀνάποδα     τῆς εἶπε

Νά δεῖς μπορεῖ ἀλάξευτο τόν ἔρωτα

Χειρόβολο λιανῶν καρπῶν κάτω ἀπό ἀκαλίγωτες ὁπλές      στίς μέρες τοῦ Ἁλωνάρη

Διάβαινε καί μάθε απ᾿ τήν ἀνάσα τῶν χρωμάτων

Μάθε τό μόβ του ὄνειρου

ἀπό τά μέσα του σύγκορμο ἀνατρίχιασμα

Τάξε τήν ἄβυσσο       τόν μαῦρο ἥλιο λύσε

Πλανήσου ἐσύ καί πλάνεψε

Ἐμένα ἐδῶ        κάτω ἀπ᾿ τό ἴδιο ἁλάτι θά μέ βρίσκεις

Νά ἀδερφοφιλῶ μιά μιά τίς ἀπορίες ὅλες

Νά τίς σμιλεύω ἀγκωνάρια γιά ἀποσταμένες σκέψεις

ἀπό τήν ξενιτιά τοῦ ἔρωτα

Κλαριά ἐρωτηματικά πέτρινα πιά μέσα απ᾿ τή θλίψη

ὅπως θηρεύτηκαν ἀλαφιασμένοι βίσονες

μ᾿ ἕνα ὑστερνό μουγκανητό νά πλέει ὁλόγυρα καρμίνιο

Πλανήσου ἐσύ

Βάδιζε βρές μάζευε φύτρα τά τραγούδια

μόλις τά γεννημένα ἀπ᾿ τόν λυγμό

στό θειάφι ἀκόμα ἀβάφτιστα ἀθώα

Πλέξε τή γλώσσα τῆς φωτιᾶς         κάνε τή νύχτα ἕνα δαδί

τῆς εἶπε

 

Στήν πυρκαγιά οἱ δρόμοι ὅλοι πού σέ παίρνουν

 

                                    ******************

 

Ἔγραψε ἕνα μεγάλο κόκκινο ποίημα

καί τό ἀπόθεσε πλάι στά ὑπόλοιπα τά μῆλα

πού εἶχε πετροβολήσει ἀπ᾿ τή ροδιά της

Ἤ τάχα ἀγρεύσει μές στόν κόρφο της

ἀλήθεια

 

Ἀδυνατῶν να βάλλει μέ τή σκέψη

ἔβαλε τά κλάματα

 

Ἄδειαζε  γκαστρωμένη θάλασσα

 

                                    ***************

Ἐκεῖ πού καίγανε τά ὄνειρα

ἔσκαβε ἐκεῖνος στά ποιήματα

Πελώριες παλάμες τά φτερά τους

ὅλες στό ἴδιο τό κορμί κεντοῦσαν

Τή μιά ὅπως ἀρχίζει τό νερό κι ὁ ψίθυρος

Τήν ἄλλη ὡσάν γκρεμιέται

 

Τραγούδι ἀπό τή χόβολη

Ἀπό τή χλόη τοξάρι

 

Τώρα φωνήεντα μέ ρῶ καί μί καί σίγμα

ἔξω ἀπ᾿ τήν πόρτα της σέρνουν τόν θάνατο

 

Ἐκεῖ πού ἀνάβανε κάτι θεόρατες φωτιές

Καί ρίχνανε πρωί πρωί μίγδην τά ὀνείρατα

Ἔσκαβε ἐκεῖνος κι ἀναμόχλευε στή στάχτη

Γυρεύοντας ὁλημερίς ποιήματα

Ἔκαιγε ἀνήλεα τά χέρια του      

Τά δάχτυλά του κάρβουνο        

Μιά πυρκαγιά οἱ πατοῦσες του

 

Ἄναβε κι ἔσβηνε καθώς ἀναβοσβήνουν οἱ  ἔρωτες

στά βλέμματα      καί τῆς ἐρήμου

πλάνοι οἱ καθρέφτες

 

Παρέκει ἀγουροξυπνημένοι ἀγωγιάτες ζύγιαζαν

τόν μόχθο καί τό μοχθηρό

ἰσορροποῦντες στό σατέρι

 

                                    *************

Εἶπε

Θά γράψει μιάν ἀλήθεια στό λιθάρι

Κι ὕστερα θά πάρει παραμάσχαλα

ἀφηνιασμένο θάνατο

νά τόν ταιριάξει μέ τά λυπημένα δέντρα

Ἐκεῖ  μές στούς βαθιούς τούς ἴσκιους

Ὅπου σαλεύει αἷμα ἐκεῖ

Ἀπ’ τά πολύ βαθιά κατώγια του ἡ ἀνάσα

Ἀπό τόν πορφυρό του ἀνθό νά ἀναδεύουν πεθαμένοι

Τ’ ἀποθαμένα ὅλα ἀπό τά πρίν

Τά δίχως σφυγμό κι ἀπό τά τώρα

 

Ὁλόξενος στό σπιτικό του μέσα

Μέ μιάν ἀγάπη στό μυαλό      ἄδειες κορνίζες

Δρόμοι δίχως βηματησιές  

Τά δαχτυλίδια δίχως κόμπους      

τά μῆλα καί τά δάχτυλα χωρίς

 

Ἀλέθει δόντι ἀπά σέ δόντι

Ἀπό τούς λαβυρίνθους ἀνασαίνει φθόγγο

Ἀπό τόν πυρετό τῆς ρίζας ἡ ἀνάσα

Ὑπόκωφη      μέ τό στανιό     

ἀπό τῆς γῆς τήν παιδευμένη μήτρα

 

Μετράει τίς ἀπώλειες στόν δείκτη

Ἀπαριθμεῖ τίς ἀπουσίες στόν ἀντίχειρα

Μέ τήν ἀριθμητική του ἐνστίκτου

τά βγάζει ὅλα λαβωμένα     

λειψά λειψά τοῦ  βγαίνουν

 

Ἐτοῦτος ‘δῶ        κατά πῶς  ἀκούστηκε κοντά

Ἔπιανε χῶμα       ζύμωνε ψωμί

τάιζε ὀρφανά πουλάκια

Καλοί μου        Ἱδρώτα  ἱδρώτα  ἱδρώτα ἀφαλάτωνε

Τήν ἐρημιά ξεδίψαγε τοῦ κόσμου ὁλάκερου

Τά δέντρα ἔπαιρνε ἀγκαλιά

Ἐπάνω στό ξερίζωμά τους ἄφηνε ἀναφιλητό

 

Τραγούδι

 

                                    *********

και κάτι …. πεζό:

 

περί ἔρωτος

 

Ὁ ἔρως μεριμνεῖ ὡς μανιακός τῶν ἀμπελώνων τῆς ψυχῆς ν’ ἀποτελειώσει ὅ,τι ἔχει ἀρχίσει μέ μιά ἁπλή συμπαθητική ἕλξη. Στό φῶς δέν βγαίνει. Δουλεύει μέσα στά σκοτεινά τά βάθη τοῦ ἐνστίκτου καί βγάζει μεροκάματο καθαρίζοντας ἰσοπεδωτικά ἕνα τοπίο πού μόλις ἔχει ἀρχίσει νά μπουμπουκιάζει. Δίχως ἀναστολές, ψυχρά, ἀμείλικτα, γίνεται θολός ἀνεμοστρόβιλος πού ἀπογειώνει, στριφογυρίζει ἀνηλεῶς τά θύματά του σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τ’ οὐρανοῦ, τά βολοδέρνει σέ κάθε του γωνιά μέχρι συναπαρμοῦ, ἀπερημώνει τα ἀπό αἷμα, ἀπό σπλάχνα, ἀπό σφυγμό,-

κι ὕστερα  ἀφήνει τα ἀπό πολύ ψηλά νά πασπατεύουν τό σφιχτό σκοτάδι τοῦ μυαλοῦ τους σέ μιάν ὕστατη προσπάθεια ἀπόγνωσης νά ΄βρουν τόν δρόμο πρός τό σακατεμένο τους εἶναι -συχνά πυκνά ἄκαρπη.

Ὁ ἔρως εἶναι ὁ σιαμαῖος ἀδερφός τοῦ πόνου, μόνο πού τούς ἐνώνουν χαλαρά γεφύρια: ὁ μέν ἀναζητεῖ προσχήματα γιά νά ἐπιβάλει τόν δικό του θρίαμβο, ὁ δέ ἀποζητάει ἔδαφος γιά νά βολέψει τό δικό του σῶμα. Ὅταν ὁ πρῶτος δοξάζει τή ζωή μέχρι νά τήν ἀφομοιώσει πλήρως, ὁ δεύτερός τη σέβεται -δίχως αὐτή εἶναι ἀνύπαρκτος.

Ὡστόσο, συναντῶνται ὅταν πρόκειται νά διαπιστώσουν ἰδίοις ὄμμασι τήν προκληθεῖσα δυστυχία στό κορμί πού σαρακόφαγαν.

Ὁ ἔρως εἶναι, πάλι, ἡ φυσική προεξοχή στήν ἐπιφάνεια τῆς ζωῆς, πάνω στήν ὁποία σκοντάφτει ἡ ἀράχνη πού πλέκει τή μιζέρια, τό ἰσοπεδωτικό τῆς καθημερινότητας, τήν ἀποχαλίνωση τῆς ἀνίας, τήν ἄνοια, τήν παράνοια, τόν παράταιρο χαμό. Εἶναι τό ψηλότερο σκαλοπάτι τοῦ βίου, πρός τό ὁποῖο κατευθύνονται γονυπετεῖς εὐτυχεῖς τε καί δυστυχεῖς θνητοί, προκειμένου νά μεταλάβουν κάτι ἀπό θεῖο καί ἀπό ἀθανασία. Ἐπειδή δέ τό σῶμα αὐτῆς τῆς μεταλαβιᾶς εἶναι στό ἐλάχιστο περιορισμένο, ἡ οἰκονομία τῆς φύσης ἔχει προνοήσει, ὥστε νά εἶναι μετρημένοι αὐτοί πού φτάνουν μπροστά στήν ὄστια μέ ἀνοιχτή καρδιά καί ἕτοιμη ψυχή.

Καί εἶναι τούτη ἡ ἀνάγκη τέτοια, ὥστε νά μήν ἀκοῦνε μήτε ἀπό πολύ κοντά τόν θρῆνο καί τόν κοπετό ὅσων κιόλας συνθλίβονται σέ τοῦτες τίς μυλόπετρες τοῦ πάθους. Σάμπως νά μήν τούς ἔχει ἀφήκει αὐτιά γιά ἤχους ἄλλους, σάν νά μήν δύνανται νά δοῦν τίποτα,

 

παρεκτός ἀπό τό ἀντικείμενο τοῦ ἔρωτός τους,- τίποτα -πέραν αὐτοῦ πού ὑπαγορεύει ἡ θεϊκή σειρήνα.

 

Ὁ ἔρως ἐνσαρκώνει τό ἀνομολόγητο, τήν ἐλπίδα στή ζωή, τήν ἐλπίδα γιά ζωή.

Τά νεύματα τοῦ θεοῦ σέ κάθε προσευχή ἀπελπισμένου πού γυρεύει τήν ἄκρη τοῦ χαμοῦ γιά νά σωθεῖ, εἶναι τά φαρμακωμένα βέλη τοῦ φτερωτοῦ του τέκνου.

Τό μεγαλεῖο τῆς ἀφοσίωσης, ἡ κατά κράτος ἥττα τῆς μοναξιᾶς, ἡ μιά ὀμορφιά θρονιασμένη στόν τρανότερο Ἀηλιά τοῦ συναισθήματος, εἶναι ὁ ἔρωτας.

Ἀλλά: καί τό χαμένο μας μάτι στήν ἀπαλάμη τ’ ἀλλουνοῦ, τό φαράγγι πού μᾶς ἔχει καταπιεῖ, ὁ χαλασμός πού ἀρραβωνιαστήκαμε, μιά φορεσιά χωρίς κορμί, ἡ συντριβή.

 

Ὁ ἔρως φύεται στά γκρεμνά. Δίχως τά ὕψη, χάνει. Ὅταν δέν πέφτει ἀπό πολύ ψηλά, ἄν δέν ὁρμεῖ ὡς ἀετός, χάνει ἀπ’ τή μαγεία του, καταντεῖ.

Ἤ θά ΄ρθει ὡς ἀστροπελέκι, ἤ δέν θά ΄ναι.

Ἔρως πού σέρνεται, πού ἀπαντᾶται καί στόν κάμπο, εἶναι πόθος, δέν εἶναι πάθος. Ἄν ὁ ἔρωτας δέν εἶναι ἀρρώστια, τότε δέν εἶναι τέτοιος.

 

Ἄν ὁ ἔρωτας βιώνεται ὡς συναίρεση, εἶναι παράτονος. Ἄν ὁ ἔρως εἶναι πλήρωμα καί ὄχι ἔλλειψη κι ἀνέφικτο, τότε πρέπει νά μεταφραστεῖ ἀλλιῶς. Δέν εἶναι μέρος μιᾶς φωτιᾶς πού καίει κάπου στ’ ἁλώνια τοῦ εἶναι. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ φωτιά, ἀκέρια, πού πυρπολεῖ τήν ὕπαρξη ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον.

Ὁ ἐρωτοχτυπημένος ἔχει μόνο του προσφάϊ τήν (αὐτο)-καταστροφή πού δρέπει στούς ἀγρούς τῆς ἀπόγνωσης. Μέσα στή φρενιτική πορεία τοῦ νοῦ του πρός τό ἀποσβολωτικό ὅραμα πού δεσπόζει τῶν αἰσθήσεών του, ἀψηφᾶ κάθε φανερό ἤ ἐλλοχεύοντα κίνδυνο, κυνηγᾶ τά χνάρια τῆς φωτιᾶς, τή θέλει ὁλάκερη δική του γιά νά ‘ναι πλήρως προσωπικό τό μαρτύριό του, ὅλες οἱ γλῶσσες της δικές του. Δίχως αὐτή τή λειτουργία τοῦ ἀπόλυτου ἐγώ, χωρίς τήν αἴσθηση τῆς μοναδικότητας, δέν εἶναι, παρά ἄλλος ἕνας ὑποψήφιος πού σύντομα θά κριθεῖ μετεξεταστέος καί θά συμπληρώνει τή στοίβα τῶν ἀποτυχημένων.

 

Ὁ ἐρωτευμένος κατεβάζει ὅλα τά ποτήρια στή σειρά, διεκδικώντας καί τό τελευταῖο, αὐτό πού θά τόν ρίξει χάμω ξερό, θά τόν κεραυνοβολήσει, θά τοῦ ἀνοίξει τήν πόρτα τοῦ χάους.

 

Εἶναι ὁ ἔρωτας ἡ ὀργή στό ἀπόλυτό της -καί ἡ νηνεμία τοῦ νοῦ καί τῆς ψυχῆς ἀντάμα. Σκόρπια φωνήεντα πού μαζεύουν τά σπουργίτια, λέξεις πού ἀντλήσαμε ὡς καθαρόν ἀδάμαντα ἀπ’ τό πηγάδι τῆς ψυχῆς: ΚΕΡΩΝ, ΣΟΥΣΩΝ, ΑΤΙΑ, ΜΑΤΙΝ. ΔΑΜΥΣ, ΛΥΡΙΑ, ΜΟΪΡΑ, ΑΛΩΕ. ΑΛΑΣ, ΑΜΠΡΙΑ, ΟΣΚΥΑΓΩ.

Εἶναι ἡ δειλία στό ἀποκορύφωμά της, ἡ ἐντροπή τοῦ ‘δέν πάει ἄλλο’, μά καί ἡ αὐτοπεποίθηση στά ὅρια τῆς τρέλας.

Ὁ λυγμός χαρᾶς καί ὁ λυγμός στήν οἰμωγή.

Ὁ πόνος.

Καί ἡ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου ν’ ἀντιπαλεύει τή ζωή μέ τήν ἴδια τήν θανάσιμη ὀμορφιά της: τή ζωή.

 

Ὅταν οἱ ἵμεροι ἄλλο δέν μποροῦν νά χαλιναγωγηθοῦν –καί δέν ντρεπόμαστε γιά τοῦτο-, ὅταν, σέ κατάσταση λατρείας, βάζουμε στό εἰκονοστάσι τῆς ψυχῆς μας τή μορφή τοῦ ἀνθρώπου πού πλανᾶ τή σκέψη μας,

ὅταν ὁ θάνατος πολλῶν, δικῶν καί μή, χωνευτεῖ δίχως ἐρωτηματικά μέσα στήν ἀνθοφορία τῆς ψυχῆς μας,

ὅταν στήν ‘καλημέρα’ τοῦ φίλου ἤ τοῦ γείτονα ἀπαντήσουμε ἐνδομύχως ‘σ’ ἀγαπῶ’.

Ὅταν δέν λογαριάσουμε συνέπειες, ἀψηφήσουμε τή ζωή καθεαυτή, ἀδιαφορήσουμε γιά τό δίδυμο ἀδέρφι τοῦ ἔρωτα-

ὅταν σπαταλήσουμε καί τήν τελευταία ἀξιοπρέπειά μας,

ὅταν ἐξαντλήσουμε καί τά ὑστερνά τοῦ ὕπνου μας,

ὅταν θά εἴμαστε ὁ δρόμος πού θά μᾶς πατεῖ,

διασχίσουμε ξυπόλητοι τήν ἔρημο τοῦ πόνου καί τῆς μοναξιᾶς,

βάλουμε φυτίλι στούς φόβους καί στίς ἡρεμίες μας,

φαρμακώσουμε τή μπουκιά πού πρόκειται νά καταπιοῦμε μέ ὅλη τή δόση τῆς θύελλας.

 

Ὅταν ἀγαπήσουμε τόν ἄνθρωπο καί τόν σεβαστοῦμε εἰλικρινά,

θά εἴμαστε ὥριμοι νά ἐρωτευτοῦμε

αὐτόν τόν ἠδύ πόνο.

 

 

 

Πολυλογάς, σήμερα…. Ελπίζω να μην σας κούρασα….

Ελπίζω να ξαναδιαβάσετε….γενικῶς. Καλό ξημέρωμα!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προβολές: 64

Σχόλιο από τον/την Nikolakakos Georgios (spartinos) στις 23 Οκτώβριος 2014 στις 17:18

Καταπληκτικο!!!

Σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!

Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά

Στατιστικά ιστοσελίδας


Βίντεο

Σήμα

Γίνεται φόρτωση...

Φόρουμ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

Η Ποίησή μου

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις

μαζὺ μὲ τὴν ἐπάνοδό μου, αὐτό

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση

© 2024   Created by Nikolakakos Georgios (spartinos).   Με την υποστήριξη του

Διακριτικά  |  Αναφορά προβλήματος  |  Όροι χρήσης

SEO Services