Τὸ κτῆνος στὴν ἀναίδειαν τὸν ἄνθρωπον δὲν φθάνει.

Zoom in (real dimensions: 200 x 325)Εικόνα Γεώργιος Σουρῆς

(2 Φεβρουαρίου 1853 - 26 Αὐγούστου 1919).


Στὶς δυὸ Φεβρουαρίου, μεσιὲ Ζὼρζ Σουρῆς ἐγεννήθηκεν.
Κι' ἡ Ἑλλὰς, ἔκτοτε, οὔτε κἄν πλέον ταρακουνήθηκεν.
Καὶ πόσα δὲν τῆς εἶπε, κι' ἐν ρίμαις: πῶς τὴν κατσάδιασεν!...
Ὅλας τὰς έξυπνάδας του, ἐν σατίραις, τὰς ἄδειασεν·
άλλ' ἐκείνη, ξεροκέφαλη, διὰ νὰ καταλάβει; ποῦ!...
Λὲς κι' ἔλεγε τοὺς στίχους του στ' αὐτὶ τινός ἀλλοδαποῦ.
Κι' ὅμως δὲν εἶναι τοῦτον ἀστειότης,
ὑπηρέτησεν κι' ὡς στρατιώτης
τὴν ἀκαμάταν, φτωχὴν πλὴν, τότε, τιμίαν του πατρίδα·
τὴν σημερινὴν, Εὐρώπης τε καὶ ΗΠΑ, αὐλητρίδα.

* * *
19 Ὀκτωβρίου 1880: Στὴ μοῦσα μου.
Κατακαϋμένη Μοῦσα μου, τί γίνεσαι, ποῦ τρέχεις,
καὶ τόσαις μέραις πουθενὰ νὰ σ' εὕρω δὲν μπορῶ;
γιὰ τὸν παλῃὸ τὸν φίλο σου ἀγάπη πιὰ δὲν ἔχεις;
καὶ σὺ μὲ ἐλησμόνησες σὲ τοῦτο τὸν καιρό;
Ἄχ! ἀκαμάτρα Μοῦσα μου, σὲ ποιὰ λιακάδα νἆσαι;
μήπως, γιατὶ μ' ἐκάνανε φαντάρο καὶ φοβᾶσαι;

Κι' ἂν θὲς νὰ μ' εὕρῃς, Μοῦσα μου, δὲν θὰ μ' εὑρῇς νὰ πίνω
ἐξαπλωμένος, ὅπως πρίν, καφὲ βαρὺ γλυκό,
καὶ στὸ ταβάνι βλέποντας τὰ νύχια μου νὰ ξύνω...
πᾶνε τὰ γλέντια, Μοῦσα μου, μ' ἐκάμαν τακτικό.
Καὶ γιὰ νὰ μ' εὕρῃς πέταξε στῇς τριάντα δυὸ κολώναις
νὰ μὲ ἰδῇς μὲ ἅρματα, μπαλάσκαις καὶ κορώναις.

Καὶ ποῦ νὰ σ' ἔχω νὰ μὲ δῇς μὲ τὸ βαρὺ τὸ σάκκο
καὶ τὸ τουφέκι νὰ πετῶ δεξιὰ κι' ἀριστερὰ
ὡσὰν ἐλάφι νὰ πηδῶ, χαντάκι, ρέμμα, λάκκο,
ποὺ λὲς καὶ μοῦ ἐβάλανε στὰ πόδια μου φτερά.
Στοιχηματίζω, Μοῦσα μου πὼς δὲν θὰ μὲ γνωρίζῃς,
βρὲ τοῦτος εἶναι, θὲ νὰ πῇς, ἢ ἄλλαξε ἡ φύσις;

Μήπως γνωρίζω τάχα γὼ τὸν ἴδιο ἑαυτό μου;
καὶ ἄμα ντοῦρος στέκωμαι σὰν στύλος στὴ γραμμή,
καὶ ἅμα τὸ τουφέκι μου κρατῶ σφικτὰ ἐπ' ὤμου,
καλὰ καλὰ κυττάζομαι καὶ λέω «Ἂς νὰ μή».
Ἐγὼ ὁ ἴδιος βρίσκομαι γιὰ μένα σ' ἀπορία,
καθὼς τοῦ Ἀμφιτρύωνος ἐκεῖνον τὸν Σωσία.

Προχθὲς ἀκόμα ἔκαμα στὸ κάστρο μία μάχη,
μὰ μὲ μπαροῦτι μοναχά... πῶ! πῶ! τί π α τ ι ρ ν τ ί!
Πυροβολοῦσα π ρ η ν η δ ὸ ν ἀπάνω σὲ μιὰ ράχη,
καὶ δέκα μυῖγαις πέφτανε στὴν κάθε μου βροντή.
Ἂν τότε δὰ σὲ ἔβλεπα νὰ στέκεσαι παρέκει
δὲν γλύτωνες... θὰ σ' ἔσπανα, τρελλή μου, στὸ φυσέκι.

Λοιπὸν γιὰ ἔλα, Μοῦσα μου, καὶ σὺ στὸ καραοῦλι,
ἐφ' ὅπλου λόγχη γρήγορα καὶ τρέχα δυνατά·
γίνε σὰν τὴν ἀσίκισσα καὶ σὺ τοῦ Ἀφεντούλη,
καὶ ἄφησε τὰ γλέντια σου καὶ τὰ χασμουρητά.
Μιὰ μέρα θὰ θυμώμαστε τὴν ἐποχή μας τούτη,
καὶ θὲ νὰ λέμε δὰ κι' ἐμεῖς «μυρίσαμε μπαροῦτι».
* * *
Φεβρουάριος 1880: Ἀποκρηαῖς.
Κι' ἐγὼ τραγούδια νέα θὰ τονίσω
σ' αὐτὸ τὸν μασκαρένιο μας καιρό,
καὶ μασκαρᾶς ἐμπρός σας θὰ πηδήσω
νὰ σύρω ἀποκρηάτικο χορό.
Ὄπ! Ὄπ! στὸ γῦρο ὅλοι... τιριρί...,
καρσιλαμᾶ ἡ λύρα μου βαρεῖ.

Στοὺς τωρινοὺς καιροὺς τῆς Ρωμηοσύνης
τραγούδια δὲν μᾶς πρέπουν σοβαρά,
οὔτε κλωνάρια δάφνης καὶ μυρσίνης,
μᾶς φθάνει μουσικὴ τοῦ ταμπουρᾶ.
Γυναῖκες, ἄνδρες ὅλοι τὸ χορό,
καὶ σᾶς κρατῶ τὸ ἴσο... τιριρό.

Ὅλο τὸ χρόνο εἴμαστε μπερλίναις,
κι' ὅμως βαστοῦμε ὕφος σοβαρό,
καὶ γιὰ τῇς δόξαις σκούζουμε ἐκείναις,
ποὺ ἄλλοτε τῇς εἴχαμε σωρό.
Ὄπ! Ὄπ! στὸ γῦρο ὅλοι... τιριρά...,
γιὰ βάλετε στὰ πόδια σας φτερά.

Μὰ σὰν ἐλθῇ τρελλὸ τὸ καρναβάλι,
ἀφίνομε τὴν πόζα τὴν πλαστή,
γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀλλάζομε κεφάλι,
καὶ μασκαράδες βγαίνομε σωστοί.
Ὄπ! Ὄπ! πηδᾶτε ὅλοι σας ψηλά,
ἡ φτέρναις σας ν' ἀνάψουν... τραλαλά.

Ὅλα σ' αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν,
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
ἡ μούραις μας μουτσούναις ἐγινῆκαν,
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Ὄπ! Ὄπ! στὸ γῦρο ὅλοι... τραλλαλό...,
κι' ἐγὼ μασκαρεμμένος σᾶς γελῶ.
* * *
Καϋμός ἀρχαιολόγου.
Κι' ἐγὼ γιὰ νύφη λαχταρῶ,
μὰ ναὔρω νύφη δὲν μπορῶ
τοῦ γούστου μου ἀκόμα.

Καὶ δός του κι' ἀρχαιολογῶ,
κι' ἀρχαίαις νύφαις κυνηγῶ
νὰ εὕρω μὲς στὸ χῶμα.

Μὰ τέτοιες νύφαις δὲν μιλοῦν
οὔτε τὸ μάτι μοῦ σφαλοῦν,
κι' οὔτε γαμπρό γυρεύουν.

Ἄχ! τί τὰ θέλω ὅλ' αὐτὰ
τ' ἀγάλματα τὰ λατρευτά,
ἀφοῦ δὲν ζωντανεύουν;

Ὤ! ἂς μποροῦσε ἀπ' αὐταῖς
τῇς νύμφαις τῇς καμαρωταῖς
καμμιὰ νὰ ζωντανέψῃ!

Νὰ παύσω ν' ἀρχαιολογῶ,
νύφη αὐτή, γαμπρὸς ἐγώ...
καὶ ποιὸς δὲν θὰ ζηλέψῃ;

Σὰν τὴν Γαλάτεια κι' αὐτὴ
νὰ γίνῃ νύφη ζηλευτή,
μὰ νἆναι καὶ μὲ προῖκα,

κι' ὅλοι τὴ νύφη νὰ κυττοῦν,
καὶ νὰ μὴν παύουν νὰ ρωτοῦν
ποῦ διάβολο τὴν βρῆκα.
* * *
Ἰούλιος 1886: Μεταρρυθμίσεις.
Σᾶς ὑπεσχέθην, Ἕλληνες, καθ' ὅσον εἰμπορέσω,
νὰ γράψω Νομοσχέδια μεταρρυθμιστικά,
καὶ τώρα τὴν ὑπόσχεσιν αὐτὴν θὰ ἐκτελέσω
καὶ ξεφουρνίζω σήμερα ἐκ τούτων μερικά.

Ἐλπίζω δὲ πὼς ὅλοι σας, καλοί μου συμπολῖται,
εἰς τὴν ἀνάγνωσιν αὐτῶν θὰ ἐνασχοληθῆτε,
καὶ θὰ τὰ σχολιάσετε μὲ γνῶσιν καὶ μὲ κρίσιν,
καθόσον εἶναι σύμφωνα πρὸς τοῦ Ρωμῃοῦ τὴν φύσιν.

Α'
Ἐκεῖνος ποὺ στὸν καφενέ τρεῖς ὥραις ραχαρεύει,
αὐτὸς νὰ δίνῃ δυὸ δραχμαῖς γιὰ τοῦτο τὸ ραχάτι,
ἀλλ' ὅποιος ὥραις τέσσαρες στὸν καφενὲ χαζεύει,
αὐτὸς νὰ δίνῃ μιὰ δραχμὴ λιγώτερο καὶ κάτι.
Μὰ ὅποιος τὴν ἡμέρα του στὸν καφενὲ σκοτόνει,
τοῦ πρέπει νὰ πληρώνεται καὶ ὄχι νὰ πληρώνῃ.

Β'
Ὅστις οὐρήσῃ ἀναιδῶς ἀντίκρυ παραθύρων,
ἢ στὸ Πανεπιστήμιον ἢ στὴν Ἀκαδημίαν,
αὐτὸς νὰ συλλαμβάνεται ὑπὸ τριῶν κλητήρων
κι' εὐθὺς νὰ περιτέμνεται εἰς τὴν Ἀστυνομίαν.
Κι' ἂν στὸν μεγάλον τοῦ Ἑρμοῦ ἀποπατήσῃς δρόμον,
χωρὶς τὴν κοσμιότητα νὰ σκέπτεσαι καθόλου,
ἀμέσως ν' ἀναγκάζεσαι ὑπὸ τῶν Ἀστυνόμων
ν' ἀποπατήσῃς φανερὰ κι' εἰς τὴν ὁδὸν Αἰόλου.

Γ'
Ἂν τσακωθῇς μὲ φίλους σου ἀπάνω στὸ μεθύσι
καὶ ὁ φρουρὸς τῆς τάξεως ἐλθῇ νὰ σὲ χωρίσῃ,
ἐσὺ ὀφείλεις πάραυτα ὡς Ἕλλην καὶ ὡς ἥρως
νὰ κοκκινίσῃς πιὸ πολὺ τὴν ράχη τοῦ κλητῆρος.

Δ'
Ἂν σὲ μπατσίσῃ ἄνθρωπος μὲ τὄνα μόνο χέρι,
ἐσὺ ἀμέσως κτύπα τον μὲ δίκοπο μαχαῖρι,
κι' ἅν σὲ μπατσίσῃ μὲ τὰ δυό, σὺ τράβα τὴν κουμποῦρα
καὶ κτύπα τον εἰς τὸ σταυρὸ χωρὶς πολλὴ μουρμοῦρα.

Ε'
Ἂν συνεργίᾳ πειρασμοῦ κατέβη στὸ μυαλό σου,
καὶ ὀρεχθῇς τὴν ὄρνιθα τοῦ φίλου γείτονός σου,
προτοῦ γιὰ τοῦτο εἴδησι ὁ γείτονάς σου πάρῃ,
τοῦ πέρνεις καὶ τὸν κόκκορα γιὰ νὰ γενοῦν ζευγάρι.

Στ'
Ἂν ὡς σημεῖα κατοχῆς ἰδῇς ποτὲ πασσάλους
εἰς γείτονος οἰκόπεδον μικροὺς ἢ καὶ μεγάλους,
καὶ εἶσαι ἄνθρωπος μὲ νοῦν καὶ ὄχι βλὰξ καὶ ἄφρων,
ἀπόσπασον τοὺς εὐσεβεῖς καὶ πλήρωσον τὴν τάφρον.
Μὲ ἄλλους λόγους δηλαδὴ νὰ κατορθώσῃς ὅπως
γίνῃ ταχέως κτῆμα σου τοῦ γείτονος ὁ τόπος.

Ζ'
Ὀφείλει κάθε βουλευτὴς τῶν νεωτέρων χρόνων
νὰ ἔχῃ πόδια τέσσερα καὶ ὄχι δύο μόνον,
γιατὶ ποτὲ δὲν εἰμπορεῖ καὶ οὔτε θὰ μπορέσῃ
στῶν ψηφοφόρων τῇς δουλειᾶς μὲ δυὸ νὰ ἐπαρκέσῃ.

Η'
Ἂν κλέπτης τις στὸ Κεντρικὸν ὑπούργημα γυρέψῃ,
εὐθὺς νὰ διορίζεται ἐπόπτης τοῦ παρᾶ,
γιατὶ ἐκεῖνος ποὔκλεψε μπορεῖ καὶ νὰ μὴν κλέψῃ,
ἀλλ' ὅποιος δὲν ἐσούφρωσε, θὰ κλέψῃ μιὰ φορά.
~~~~~
Ἀλλ' ἄξιος, γιές, οὐκ εἰμί, φοβοῦμαι,
ὅσον κι' ἄν μπροστά σας εὐλαβοῦμαι
λέγων: τὸν Σουρῆν πολὺ θαυμάζω·
τρέμω μὴν...κι' ὁ ἴδιος παρακμάζω
κι' ἔμπροσθέν του: δεκάρα δὲν πιάνω·
μὴν μὲ κρίνουν ποιητὴν-ζητιάνο!
Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Προβολές: 64

Σχόλιο από τον/την Ιωαννης στις 2 Φεβρουάριος 2018 στις 10:30

εξαιρετική δουλειά μπράβο σου

Σχόλιο από τον/την Κωνσταντίνος Καλλιγέρης στις 3 Φεβρουάριος 2018 στις 14:23

Μπράβο !!!

Εξαιρετικό !!!

Ανεπανάληπτος  ο Σουρής !!! Αν  ζούσε,  θα  είχε πολυάριθμα και ποικίλα θέματα  να  σατιρίσει !!!

Σχόλιο από τον/την Stauroula Chronopoulou στις 3 Φεβρουάριος 2018 στις 21:59

*******************************************************

ΕΞΑΙΣΙΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ ! ! !

ΘΕΝΑ ΣΥΝΑΔΩ ΜΕ ΤΟΥς

ΠΡΟΛΑΛΛΗΣΣΑΝΤΕς ! ! !

ΛΑΜΠΕΡΕς ΕΣΠΕΡΕς ! ! !

ΓΕΙΑ ΜΑς ! ! !

* Λ Α Μ Ψ Η *

***********************************************************

Σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!

Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά

Στατιστικά ιστοσελίδας


Βίντεο

Σήμα

Γίνεται φόρτωση...

Φόρουμ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

Η Ποίησή μου

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις

μαζὺ μὲ τὴν ἐπάνοδό μου, αὐτό

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση

© 2024   Created by Nikolakakos Georgios (spartinos).   Με την υποστήριξη του

Διακριτικά  |  Αναφορά προβλήματος  |  Όροι χρήσης

SEO Services