17 Νοέμβρη. Η νύχτα της οργής
Του Γιάννη Ποταμιάνου
Η νύχτα ήταν, που άνθισαν οι άνθρωποι,
σαν νυχτολούλουδα, σαν γιασεμιά,
και μοσχοβόλησαν οι δρόμοι
Η νύχτα ήταν, που τη λευτεριά μετρούσαμε,
με την αγρύπνια μας και την αποκοτιά μας.
Ταμπουρωμένοι σε φωτιές,
σε κάγκελα, σε δένδρα, σε λουλούδια
Αψηφώντας τις σφαίρες και τα δακρυγόνα.
Μα ο λοχίας πρόταξε το όπλο του,
και με ριπές καλώς υπολογισμένες
άνοιξε το δρόμο στις ερπύστριες.
Διαλύοντας τις καγκελόπορτες
μαζί με τις ελπίδες μας,
στης πόρτας το πέτρινο πεζούλι.
Και γέμισαν οι δρόμοι νιάτα,
λουλούδια κατακόκκινα
στα λαβωμένα στήθη,
κραυγές και πόνο.
Και αίμα πολύ πλημμύρισε τα πάρκα,
πνίγοντας τους σπόρους,
που περίμεναν την άνοιξη ν’ ανθίσουν.
Και βγήκαν στη νύχτα τα τρωκτικά
που ελλόχευαν στα υπόγεια, της εξουσίας.
Οι φονιάδες ανθρώπων,
προσδοκιών και ονείρων.
Και προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα
φωνάζοντας τους φίλους μας,
ψάχνοντας για το πρόσωπό μας,
Στα σκοτεινά στενά των Εξαρχείων
Δρασκελίζοντας,
Τοίχους, αυλές,
φωταγωγούς και υπόγεια
Και προχωρούσαμε προς την αυγή
έρποντας
Ανάμεσα σε θλιβερά συντρίμμια,
Πίσω από οδοφράγματα
σε έρημους δρόμους
σέρνοντας τους τραυματίες μας.
Κυνηγημένοι,
από φονιάδες με στιλέτα,
από χαφιέδες με καδρόνια.
Μπερδεύοντας το καρδιοχτύπι μας,
με τις ριπές των πολυβόλων
Και προχωρούσαμε προς την ελπίδα
Αφήνοντας πίσω βοτσαλάκια,
τους νεκρούς μας
Φαναράκια της επιστροφής,
που μας φωτίζουν ακόμα.
Δείχνοντας του χρέους μας το δρόμο.
Μέχρι που στο βλέφαρο του φεγγαριού
Αργοκύλησε ένα δάκρυ
Και στο βάθος πρόβαλε η αυγή
κατακόκκινη από αίμα.
Τώρα μπροστά στο χάλκινο κεφάλι,
που ταριχεύτηκε η ιστορία,
Μας περιπαίζουν κόμματα και νεολαίες
εκφωνώντας λόγους πανηγυρικούς.
Στα μάρμαρα των αγαλμάτων
χάθηκαν τα πρόσωπα των νεκρών μας.
Πίσω από τα δάφνινα στεφάνια
των τελετών της εξουσίας
Όμως εμείς με τα μάτια υγρά ταξιδεμένα
Ανεμίζουμε σημαίες νίκης
Γιατί τα όπλα δεν υπόταξαν τα νιάτα
Τροχίζουμε το μαχαίρι μας στην μνήμη
Να μετρηθεί με την λησμονιά
Τροχίζουμε το μαχαίρι μας
στους δρόμους της Αθήνας
Να μετρηθεί με την ιστορία
Σηκώνουμε το ανάστημά μας
που κάποτε ζήλεψε ο χάρος
Αυτό που δεν έθαψε
ο συμβιβασμός των επιγόνων.
Και ζητάμε πάλι
Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία
Και ζητάμε πάλι
Δικαιοσύνη ενάντια στο Δίκαιο
Που την ανισότητα δικαιώνει.
3 Ιουνίου 2009
Γιάννης Ποταμιάνος
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά