Ἀπ' αὐτὰ ποὺ διέσωσα. Ἕνα ποὺ μόνο στὴν Ποιητικὴ Γωνιὰ ἀξίζει τὸν κόπο ν' ἀφιερώσω.

8 Νοεμβρίου 2010, καὶ ὥρα 9:30.

... ναί, χωρὶς τίτλο... - αὐτὸς θὰ μὲ μάραινε!...
Σὲ ὅποιον ἄντρα ἔχει μάννα νὰ φροντίζει.
* * *
Γράφει ὁ Ἰάνης Λὸ Σκόκκο.

Χθὲς, πῆγα στὴν Ἡλιούπολη, νὰ ψηφίσω.
Φυσικά, ἔκανα καὶ τὸν γύρο μου. Ἀγνώριστη΄ἡ πόλη - μὲ κάποια σημάδια σταθερά. Πανέμορφη καὶ...πλούσια. Δὲν κατόρθωσα ὅμως νὰ βρῶ κάποιους πολὺ γνωστοὺς κι' ἀγαπητούς.
Νὰ καὶ τὸ τελευταῖο σπίτι, ὅπου ἔμενα! Εἶχαν σφραγίσει, χτίσει, τὸ ἕνα παράθυρο - στυγερὸ ἔγκλημα.
Στὴν μονοκατοικία τὴν δική μας, τώρα μιὰ πολυτελὴς πολυκατοικία - δικό μου ὅπως πᾶντα τίποτα. Ἡ διπλανὴ γειτόνισσα, ναί, δική μου ἄλλοτε γειτόνισσα. Μόλις μὲ εἶδε, ξανάνιωσε εἴκοσι
χρόνια. Ἦρθαν οἱ θύμησες: τὸ Φροντιστήριο Γαλλικῶν ποὺ ὀνειρευόμουν... ἡ μάννα μου στὴν αὐλὴ νὰ φωνάζει τὸν γάτο:
- Φλο~ρίτο!...
Πουθενά – καὶ ὁ γάτος καὶ ἡ μάννα μου. Ὁ γαμπρὸς μου, τὸ τέρας, ψόφησε ἐδῶ καὶ χρόνια. Ἡ κακία καὶ οἱ συμφορὲς μείνανε πίσω του, πέσαν ἐπάνω μου ἀλλὰ ἐγὼ...
- Βρέ, Γιάννη, ἀγέραστος!...
Ἄνθρωποι μικρότεροί μου, πολὺ ἡλικιωμένοι πιά. Ντρεπόμουν νὰ φτερουγίζω μπροστά τους. Ζήτησα μόνον ἕνα ποτῆρι νερὸ. Ὅταν γυρνῶ στὰ παληά, διψάω μόνον. Ὅλα γύρω
στεγνά, ἄνυδρα. Ἡ κα Κούλα θυμόταν τὸ τέρας, τὸν γαμπρό μου· κάποια ἄλλη γειτόνισσα ἔλειπε· ἄφησα παραγγελία σὲ μιὰ τρίτη, ἄγνωστή μου, νέα γειτόνισσα:
- Νὰ τῆς πεῖτε πέρασε ὁ Γιάννης, ὁ ἐδελφὸς τῆς Φωτούλας...
Αὐτὴ ἡ ἄγνωστη καὶ τί...δὲν ἤξερε γιὰ μᾶς καὶ γιὰ μένα. Σ' ἕναν δρόμο μὲ 14 μόνο σπίτια: Ὁδὸς Κεραμεικοῦ. Στὸ 4, τὸ δικό μας. Τὸ κάποτε δικό μας. Ὅταν τὸ '69 ἀρρώστησα, ὅλη αὐτὴ ἡ ὁδὸς κινητοποιήθηκε - τί λέω; συναγερμὸ ξεσήκωσε: Νὰ σώσουμε τὸ παιδί!... Αὐτὸς ὁ δρόμος μὲ ἀνάστησε. Ἕνας γάμος, τῆς ἀδελφῆς μου, πιὸ πρίν, τὸ ΄65, μᾶς ἔθαψε τὴν μάννα μου κι' ἐμένα.
Ἕνας ἱερὸς γάμος, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ παππᾶ - ὄχι στὸ Δημαρχεῖο καὶ ἄλλες τέτοιες πορνεῖες ἀνευλόγητες!...Ἄς ποῦμε ὄμως καὶ τὸ ὅτι παντρεύτηκα, πολὺ ἀργότερα, στὸ Δημαρχεῖο Περιστερίου – ὁ 11ος καταχωρημένος γάμος.
- Κύριε Γιάννη, ἔχει πεθάνει πιὰ ὁ γαμπρός σας, λέει ἡ ἄγνωστη.
- Ψόφησε, τὴν διορθώνω.
- Καὶ ἡ ἀδελφή σας...
- Τὄμαθα - ἔ, δὲν πειράζει. Ἡ κα Ντίνα, ξέρετε, ντρέπομαι νὰ πάω ἀπροετοίμαστος, - ὑπάρχει;...
- Ὄχι, πάει, πρὶν τρία χρόνια κι’ αὐτή...
Μεῖναν οἱ κόρες της - ὅ,τι πιὸ χαριτωμένο εἶχε ὁ δρόμος μας, τουλάχιστον τότε. Φοβήθηκα νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα τους. Ξέρω πὼς θὰ χαίρονταν νὰ δοῦν τὸν Γιαννάκη ἀλλὰ ὁ Γιάννης ἴσως τρόμαζε νὰ δεῖ κι' ἆλλα γεράματα...Γιατὶ ἤδη ἡ κα Κούλα σερνόταν, βαστοῦσε καρέκλα-τραπέζι-τοῖχο νὰ περπατήσει...
Πρὶν βάλουμε τηλέφωνο ἐμεῖς, νύχτες πηδοῦσα τὴν μάντρα, τοὺς ξυπνοῦσα, νὰ πάρω ἀπὸ κεῖ τὸ 100. Ὁ γαμπρός μου οὔρλιαζε πάλι!...
Ἡ κα Κούλα ἦταν ἡ πρώτη ποὺ τρόμαξε μόλις μὲ εἶδε ἑτοιμοθάνατο:
- Κυρία Κατίνα, τρέξτε τον στὸν γιατρό...Ἔχει μείνει πετσὶ καί κόκκαλο... Σὰν πεθαμένος εἶναι, τί κάθεστε;
Τὸ σπίτι μας γέμισε γάλατα, μπριζόλες, μῆλα, πορτοκάλια, λεφτά, ξανὰ λεφτά, κι' ἆλλα λεφτά, εἰδοποιήθηκαν γιατροὶ νὰ μὴν ξαναπληρωθοῦν ἀπὸ μένα... Ὅσα δάκρυα κι' ἄν κυλήσουν, ἡ ὁδὸς Κεραμεικοῦ δὲν ἀνταμοίβεται. Μέχρι καὶ...προξενιό, μὲ κοπέλλα πανέμορφη καὶ πλούσια μοῦ κάνανε. Ἀλλὰ ἐγὼ μαράζωνα γιὰ ἕναν ἆλλον ἔρωτα ποὺ διεκόπη - ἔτσι ἀρρώστησα. Γιὰ μιὰν ἄγρια προδοσία. Κι' αὐτὸ φαινόταν, δὲν μποροῦσα νὰ τὸ κρύψω. Τὸ προξενιὸ ναυάγησε. Ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε. Ἡ ἀδελφή μου δὲν μοῦ ἔφερε οὔτε ἕνα γάλα. Ἐγὼ διάβαζα στὴν πλατεία, νὰ μὴν ἀκούω τὶς βροντὲς ποὺ ἐπίτηδες ἔκανε ὁ γαμπρός μου γιὰ ν' ἀναγκαστοῦμε νὰ φύγουμε - ἀπὸ τὸ σπίτι μας! Ὅπου ἔμπαινε, ἔφερνε καταστροφὴ, χώριζε ἀντρόγυνα...
Ἔζησα τὴν ἀντρική μου ἐκδοχὴ τῆς Μπλὰνς ντὺ Μπουὰ. Ἕνα τρυφερὸ πλᾶσμα ποὺ ἔτρωγε χαστούκια ἀπὸ τὸ σῦμπαν.
Ἀλλά, ἐγώ, Μπλάνς, ὡς ἄντρας, ὡς ἀντάρης ἴσως, γλύτωσα - γιὰ σένα ὅμως, πάντα θἄχω μαράζι. Σὲ φάγανε Μπλάνς. Δὲν σὲ γνώριζα, Μπλὰνς, νὰ σ' ἔπαιρνα μαζύ μου, τουλάχιστον νὰ συνέχιζες ἕναν Γολγοθά, Μπλάνς. Εἶναι προτιμώτερος ἀπὸ κεῖ ποὺ σὲ πῆγαν! Μπλάνς, θὰ καταργοῦσα τὸ χαμηλὸ φῶς ποὺ σκηνοθετοῦσες καὶ θὰ σ' ἔπαιρνα μαζύ μου στὸν ἥλιο.
Ποιός φταίει, Μπλάνς, ἄν ὄχι αὐτὸς ὁ ἀγγελικὰ φτιαγμένος κόσμος; Ὁ τόσο χριστιανικός;
Θὰ μοῦ πεῖς: γιατί τὰ γράφω αὐτά;
Γιατί χθὲς μοῦ φαίνονταν ὅλα παγωμένα ἀλλὰ ἀξέχαστα, ὑπάρχει ἡ μνήμη - αὐτὴ πού, ἄς ποῦμε ἕνα ἆλλο παράδειγμα, τὴν γαμᾶνε, ἀνελέητα στὴν Ἱστορία, οἱ ἐκσυγχρονιστές της. Φτού! Νὰ ξεράσουμε, βρέ, στὰ μοῦτρα τους. Ἄκου συνωστίζονταν οἱ Ἕλληνες στὴν Σμύρνη!...
Εἶχε ὄρεξη ἡ μάννα μου νἄρθει ἐδῶ, μὲς τοὺς βρωμιάρηδες, νὰ τοὺς φέρει πολιτισμό!... Τὰ φαγητά της! Τὸ ντύσιμό της! Τὰ καπελίνα της!... Μὲ ἀντάλλαγμα, τὴν προσφυγιὰ καὶ τὴν μιζέρια!... Μιὰ νοικοκυρωσύνη στὰ ἀχούρια τους!...
Ὅλες οἱ Σμυρνιὲς εἴχανε τὴν χάρη νὰ θὲς νὰ ζεῖς μαζύ τους.

Ἡλιούπολη πάντα. Τὸ περίπτερο τῆς Ἀλεξάντρας. Ὁ ἄντρας της βίαζε τὴν κόρη τους στὰ ἐννέα της χρόνια. Ἡ μάννα μου, πάλι, καταπέλτης στὸ δικαστήριο, ἐναντίον του.
Καὶ ἡ μόνη ποὺ τόλμησε νὰ τὸν πετάξει μὲ τὶς κλωτσιὲς ἀπὸ τὴν κηδεία τῆς Ἀλεξάνδρας. Ἀπὸ τὴν μάννα μου πῆρα ὅ,τι ἀντρίκιο.
Τί νὰ πρωτοθυμηθῶ...
Ἡ "Ρούμελη", καφενεῖο-ζαχαροπλαστεῖο, τότε, ποὺ προστάτευε καὶ τὴν μάννα μου, ἀπὸ τὴν κτηνωδία τοῦ γαμπροῦ μου, ὅταν ἔφευγα ἐγὼ, νὰ πληρωθῶ ἀπ' τοὺς ἐκδότες, τώρα ἔγινε Ψησταριὰ. Κανένας πιὰ παληὸς θαμώνας... Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ καταλάβαιναν ἀπὸ πόνο!...
- Κυρία Κατίνα, ἔχεις τὸ πιὸ χρυσὸ παιδί, κάνε κουράγιο!... Νὰ τοῦ βροῦμε μιὰ κοπέλλα...
Καὶ τὴν κερνοῦσαν: τί καταΐφια, τί πορτοκαλάδες, τί...δὲν ξέρω τί!...
Ἡ μάννα μου ἔπασχε πλέον ἀαπὸ ἄνοια καὶ κρεμόταν μόνον ἀπὸ μένα.
- Πήγαινε, Γιαννάκη, στὴ δουλειά σου. Ἡ μαννούλα σου θὰ μᾶς κάνει συντροφιὰ.
Κι' ἐκείνη νὰ κλέβει τὴν ματιά τους, νὰ τοὺς τὸ σκάει, γιὰ νὰ μὲ βρεῖ...ἄγνωστο ποῦ!
Δὲν ὑπάρχουν πιά, δὲν ξέρω σὲ τί ὠφελεῖ ἡ εὐγνωμοσύνη μου. Ποὺ τὴν γράφω ἐδῶ; Ἔ, καί; Ξέρουν οἱ ἄνθρωποι νὰ αἰσθάνονται σήμερα;

Χρόνια δὲν ἤθελα νὰ πατήσω στὸν καταραμένο τόπο τῆς Κεραμεικοῦ 4. Ὅμως, κανένα τέρας δὲν εἶναι πιὸ ἰσχυρὸ ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους.
Χθὲς πῆγα. Παγωμένος. Τριᾶντα χρόνια πίσω καὶ πιὸ πίσω.
Στὴ θέση τοῦ "τέρατος", ἕνα ὑπέροχο χτήριο. Μοῦ ἐρχόταν νὰ χτυπήσω ὅλα τὰ κουδούνια, νὰ μπῶ σὲ ὅλα τὰ διαμερίσματα, νὰ τοὺς πῶ:
- Ἐδῶ, φτερούγιζαν κάποτε τὰ νειᾶτα μου...ἐδῶ ὑπάρχει στὰ θεμέλια τὸ αἷμα μας... ἡ βρύση σας εἶναι τὰ δάκρυά μας...

Περνῶντας ἀπὸ μιὰ ταβέρνα, ἕνας γέρος θέλησε νὰ σπάσει πλάκα, βλέποντάς με, λέγοντας στὴν παρέα του:
- Ξέρετε, ἀποφάσισα νὰ ἀφήσω μακρυὰ μαλλιὰ καὶ νὰ βάλω σκουλαρῆκι... Θὰ μοῦ πᾶνε;
Ποῦ νὰ φανταστεῖ, ὁ ἄντρας τῆς κλανιᾶς, πὼς θὰ στεκόμουν ὅλος ἐνδιαφέρον καὶ φιλόστοργος:
- Καἰ βέβαια θὰ σᾶς πᾶνε, κύριε. Καὶ μάλιστα πάρα πολύ. Καὶ κάτι πιὸ σπουδαῖο ἀκόμη, σᾶς τὸ ἐγγυῶμαι...
Σιγή.
- ...Θ' ἀρχίσει νὰ σᾶς σηκώνεται κιόλας.
Τελεία καὶ παύλα.
Καὶ κάθησα λίγο πιὸ κεῖ, ζήτησα ἕνα μπουκάλι Μαυροδάφνη, νὰ πιῶ στὴν Ὑγεία τῆς Γειτωνιᾶς, ποὺ τόσες Μαυροδάφνες πλημμύρισε κάποτε τὸ δωμάτιό μου νὰ γειάνω.

Προβολές: 35

Σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!

Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά

Στατιστικά ιστοσελίδας


Βίντεο

Σήμα

Γίνεται φόρτωση...

Φόρουμ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

Η Ποίησή μου

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις

μαζὺ μὲ τὴν ἐπάνοδό μου, αὐτό

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση

© 2024   Created by Nikolakakos Georgios (spartinos).   Με την υποστήριξη του

Διακριτικά  |  Αναφορά προβλήματος  |  Όροι χρήσης

SEO Services