Καθόμουν και κουτσόπινα σε μπαρ με ένα φίλο
δίπλα παρκάρ' αντρόγυνο, ραμολιμέ- με σκύλο...,
κουνάει ο σκύλος την ουρά, άγρια τον κοιτάζω,
τρέχει στα πόδια της γριάς... κι άλλο ουΐσκι βάζω...
Έπινα και σκεφτόμουνα δουλειά πού 'χε πετάξει
το φιλαράκι γκρίνιαζε για μιά ζημιά στ' αμάξι...
Οι γέροντες παρήγγειλαν λευκό κρασί, φιάλη,
στα γρήγορα το ήπιανε, 'γλυστρήσανε' στη ζάλη...
Φιάλη δεύτερη και τρί- και άϊντε στην υγειά μας
χρόνια πενήντα πέρασαν από τη γνωριμιά μας...
"Θυμάσαι..." λέει ο γέροντας, "Προτού πενήντα χρόνια...,
σαν και απόψε ήτανε..., βουίζαν τα τριζόνια..."
"Άντρας σφιχτός ήμουν εγώ, εσύ ήσουν κοράσιο...,
στο φράχτη πως σε στύλωσα στο δίπλα εργοστάσιο...,
...τι σεξ τρελλό κι αχόρταγο ! πρώτη φορά μαζί...,
μου 'πέταξες' ταχύτητα, σού 'καψα τα μπουζί !!!..."
Πίνουν και πίνουν και μιλούν, για περασμένα λένε,
ο γέρος γίνηκε θεριό, τα σωθικά του καίνε !...,
πόθος που χρονοχάθηκε απ' τα λαγγόνια βγαίνει,
στους βούβωνες κατρακυλά στη σκέψη μέσα μπαίνει...
Βλέπει της γριάς τό 'να βυζί μες τη φρουτοσαλάτα,
τ' άλλο κρυμμένο απ' του νερού τη γυάλινη κανάτα...,
της λέει θολός απ' το ποτό κι από τον καταράχτη...,
"Ρε Σούλα..., πάμε ατάκατις, πίσω εκεί στο φράχτη ;!..."
"Φύγαμε ! " Λέει η γραίουσα και 'γω χασκογελάω,
λέω στο φίλο, "Κάθισε..., να τους τραβήξω πάω...,
νά 'χουμε βίντι ζωντανό με πάπο και γιαγιά
να προσπαθούν να κάνουν σεξ στην σεληνοφεγγιά..."
Μπροστά αυτοί πίσω εγώ δίπλα στο φράχτη πάμε,
έ ρε, τι φάση σκέφτομαι..., για μήνες θα γελάμε !
Βγάνει τη φούστα η γριά με όπισθεν γυρίζει,
ο γέρος δε χρονοτριβεί, καρφώνει και μουγκρίζει...
Πέφτει στο φράχτη η γριά, βαστά κόντρα στα χέρια
και απ' τα λίγα έπαθα, βρε μάγκες μου χουνέρια... !
Λες και ξαναναστήθηκαν τα δυό ραμολιμέντα
την κάτω γνάθο κρέμασα...!!!, ...σα βλάκας με πατέντα...
Τέτοιο να κάνουν σεξ ποτέ !, δεν έχω ξαναδεί !
σα νά 'ταν εικοσάχρονα !!! ...'έπαθα' δηλαδή !!!
Τι αχαλίνωτη ορμή ! Τι χτύπημα, τι πάθος !!!
Βρε..., μήπως είχα πιεί πολύ...; κι έκανα κανα λάθος...;
Θά 'ταν κανά μισάωρο, πέφτουν κάτω στο χώμα
και σπαστικές κινήσεις σεξ, κάνει ο παππούς ακόμα...
Σηκώθηκαν και άρχισαν να ντύνονται και άλλο
δεν άντεξα... και προχωρώ, προς τον παππού... Τι διά'λο !;
"Ρε γέρο..., πλάκα έπαθα, μού 'ρθ' ο ουρανός σφονδύλι !...,
αντί για θύτης έγινα, από αλάτι στήλη !!!
Πως, τί, με τί...; Είσαι Θεός...; Η κάποιο απ' τα δαιμόνια...;
Έτσι το κάνατε και πριν, από πενήντα χρόνια;;;;!
"Παιδί μ'..." Κοντανασαίνοντας, μου λέει το γεροντάκι...,
"Κάποτες, πολύ εύκολα, σήκωνα 'μπαϊράκι'...,
αν και τη Σούλα 'έσπρωχνα', γερά στην ανηφόρα...,
δεν ήταν η περίφραξη, τότες ηλεκτροφόρα !!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ....."
.
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά