Το κρυφτο ...
Ερχεται στο μυαλο μου συχνα , μια θολη εικονα .
Ειναι σαν να κοιταζω τα πραγματα πισω απο μια πορτοκαλι ζελατινα .
Οπως τοτε , που ημουν παιδι με κοντα παντελονια , ραμμενα απο την μαννα . Παντα σιδερωμενα και πεντακαθαρα . Μπορω να μυρισω ακομη , αν κλεισω τα ματια μου, το σαπουνι του χωριου να μοσχοβολαει στα χερια μου , και να αισθανθω την δροσερη αισθηση του κλασσικου ασπρου πουκαμισου στο σωμα μου .
Ανοιγα την καραμελλα και , μπουκωμενος ακομη οση ωρα ενοιωθα την γευση της να λειωνει και να απλωνεται μεσα στο στομα μου , μουδιάζοντας την γλώσσα μου , εβαζα την χρωματιστη ζελατινα , που ηταν τυλιγμενη η καραμελλα , μπροστα απο το ενα μου ματι κλεινοντας το αλλο , για να δω τον κοσμο χρωματιστο .
Και ηταν χρωματιστος , αφου μπορουσα να βλεπω τα συννεφα ροζ και τον ηλιο να ταξιδευει , καθε φορα ολοχρυσος .
Οσο για το φεγγαρι , εκείνα τα χρόνια φάνταζε στα μάτια μου , οτιδηποτε αλλο παρα χλωμο .
Ήταν ασημενιο νομισμα και πότε περλα στον ουρανο , καμμια φορα ακομη και φωτεινο γιαταγανι , αλλα ποτε χλωμο .
Αν και οι ιστοριες , με λυκανθρωπους και μυστηκιστικες δαιμονιωδεις τελετουργειες που ολες τους περιστρεφονταν γυρω απο την πανσεληνο , ηταν της μοδας και ειχαν πολυ απηχηση οταν ημουν παιδι , το « γεματο φεγγαρι » ενοιωθα να με πλημμυριζει ενεργεια αντι για φοβο , και γι` αυτο μου αρεσε ιδιαιτερα , και με συναρπαζε .
Ειδικα τις νυχτες με συννεφια , και τον δυνατο ανεμο να ταξιδευει στον ουρανο τα ασημενια , φορτωμενα με βροχη συννεφα , που ποτε εμπαιναν μπροστα απο την σεληνη και την εκρυβαν για λιγο , και ποτε την αφηναν να εμφανισθει , καθε φορα και διαφορετικη στα ματια μου .
Οταν η σεληνη χανοταν πισω απο τα συννεφα , προσπαθουσα να μαντεψω ποτε περιπου και που θα εμφανισθει . Κι εκεινη λες και με καποιο μαγικο απροσδιοριστο τροπο διαβαζε τις σκεψεις μου , μπορουσε να με ξεγελαει και να με αιφνιδιαζει , κανοντας απροβλεπτες και εντυπωσιακες πολλες φορες , εμφανισεις .
Ηταν ενα απο τα αγαπημενα μου παιχνιδια , για πολλα χρονια , ωσπου καποτε επαψε πια να μου αρεσει .
Οχι , δεν ειναι οτι το βαρεθηκα , αλλα γιατι εκεινο που το εκανε πραγματικά συναρπαστικο και ενδιαφερον στα ματια μου τοτε καθε φορα , ηταν το οτι η σεληνη οταν χανοταν κρυμμενη πισω απο τα συννεφα , δημιουργουσε ενα μυστηριωδες σκηνικο και καθε φορα οταν φανερωνοταν παλι , εδινε με το φως της ζωη σε αψυχα αντικειμενα , λες και τα εβαζε σε κινηση .
Οι χορταριασμενες κεραμοσκεπες με τα αγριοχορτα που στεκονταν σκαρφαλωμενα στις ραχες τους , τα γυψινα διακοσμητικα που πλαισιωναν τα παραθυρα , με τα βαρεια ξυλινα γαλλικα παντζουρια και τα ακροκεραμα , ακομη και καποιες καμιναδες που τον Χειμωνα καπνιζαν σχεδον ολη τη νυχτα .
Ολα τους τριγυρω , σε αρμονικη διαταξη με τη φυση .
Τα φερνω συχνα , με νοσταλγια στο μυαλο μου , σαν αντικειμενα λατρειας .
Οι γατες , με την δεξιοτεχνεια ακροβατη , που ισσοροπουσαν στις μαρκιζες , με το φως της σεληνης να τονιζει το περιγραμμα τους , και να γυαλιζει στις ραχες τους προσδιοριζοντας ετσι το ντελικατο κορμι τους . Εμοιαζαν με αρτιστες στο φως του σεληνιακου προβολεα ετσι οπως λικνιζοταν με χαρη διπλα στο κενο . Ηταν ενα απο τα αγαπημενα μου θεάματα , ωσπου καποια μερα , επαψαν να εμφανιζονται στα ματια μου .
Αληθεια , πως αλλαξαν ετσι ξαφνικα τα πραγματα ; Πως εξαφανισθηκαν λες με μιας , αυτες οι αγαπημενες σιλουετες .
Τις ενοιωθα να υπαρχουν , και τις θεωρουσα αναμφισβητητα σαν αναποσπαστο κομματι απο το φυσικό περιβαλλον γυρω μου για χρονια. Για πολλα χρονια ολοκληρα . Aιωνιες αθανατες υπαρξεις θα μπορουσα να πω , ωσπου ηρθε καιρος , οπου ολα αυτα τα γραφικα θεατρικα σκηνικα , παρεδωσαν αν και μαλλον απροθυμα , ανεπιστρεπτι την σκυταλη , στα αχαρα συγχρονα κτιρια της μεγαλουπολης που μεγαλωσα , βαζοντας οριστικα τελος στο αγαπημενο μου παιχιδι ... « το κρυφτουλι της σεληνης » ... και γω ανυμπορος να δεχθω ολοκληρωτικα την ενηλικιωση , συνεχιζω να ψιθυριζω συχνα στο πισω μερος του μυαλου μου , ενα παλιο , γνωριμο , αγαπημενο σκοπο ... « φεγγαρακι μου λαμπρο , φεγγε μου να περπατω ».
* * *
Τότε ...
Παιδι , πρωτοσαλταρησες σ` ενα σαπιο βαπορι ,
μικρο και βρωμικο πολυ , και ψαρεψες στην πλωρη .
Εκεινα που` δεναν παλια , στο ντοκο του Ξαβερη ,
ησουνα δωδεκα χρονων , κι ` ητανε καλοκαιρι .
Καδενα , στριτσο , μαινα , καβιλια , ματσακονι ,
μουράβια , γράσσο , ναΐνάς , ρέλι , βίρα , μαρκόνι .
Πρωτη φορα τις ακουγες , παραξενες οι λεξεις ,
εμοιαζε η γλωσσα αγνωστη , παιχνιδι για να παιξεις .
Υστερα σαν τις γνωρισες , αρχισαν να σου γνεφουν ,
ολα τριγυρω ζωντανα , κι εμοιαζαν να σε βλεπουν .
Στ` αφτια σου ο σαπιος μακαράς , σου` λεγε λογια της χαρας ,
και μια γερικη μπαστεκα , σου γελουσε σαν γυναικα .
Τι αθωες στιγμες μαγικες , συντροφια μου τις εχω διαλεξει ,
Μοναχος μου γελω , σαν το χθες ...
... θελει παλι , το τωρα να κλεψει .
Το εμπορικο λιμανι , ηταν καταφυγιο μου ,
και ο ντοκος του Ξαβερη , το πανεπιστημιο μου .
* * *
Πεμπτη , 11 Μαιου 2006
Εν πλω για Manzanillo , Mexico , μεσω Panama canal
Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!
Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά