Γρηγορίου Ξενοπούλου: Μαθήματα Στιχουργικῆς.

15 Ἰανουαρίου 2012, καὶ ὥρα 17:03.
Πρῶτο μου Σχολεῖο γραφῆς, ἦταν ἡ "Διάπλασις τῶν Παίδων" ἀπὸ τὸ 1957-8 (μὲ τὸ πρῶτο μου ψευδώνυμο: Μικρς Λογοτέχνης).
Τὸ 1957, λοιπόν, ἀναδημοσιεύτηκαν στὴν "Διάπλασι" τὰ Μαθήματα Σιχουργικῆς, ποὺ ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος εἶχε πρωτοδημοσιεύσει τό 1896(;), ὕστερα τὸ 1936. Τελευταία ἀναδημοσίευση, ἄν δὲν κάνω λάθος, εἶχα κάνει ἐγώ, στὸ λογοτεχνικό περιοδικὸ Νεώτερα Γράμματα, τεύχη 19 -20, τῆς Ἑνώσεως τῶν Νέων Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν, τὸ 1978. Καὶ ἐπανέρχομαι σήμερα, γιὰ τοὺς φίλους τῶν Γραμμάτων καὶ τῶν ...Κλινοσοφιστειῶν κα ὄχι μόνον. Καλὴ μελέτη.
***
Α΄. ΤΟ ΜΕΤΡΟ
Τέσσερα πράματα διακρίνουν τὸν ἔ μ μ ε τ ρ ο λόγο ἀπὸ τὸν π ε ζ ό:
1) Ὁ ἀριθμς τῶν συλλαβῶν κάθε γραμμῆς.
2) Ὁ ρυθμς ἤ ὁ τόνος.
3) Ἡ τομή.
4) Ἡ ὁμοιοκαταληξία.
Καὶ τὰ τέσσερα αὐτὰ μαζὺ ἀποτελοῦν τὸ μέτρο. Γι' αὐτὸ ἡ Στιχουργική λέγεται καὶ Μετρική.
Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΛΛΑΒΩΝ.
- Ὅταν ἔχετε μπροστά σας, γραμμένο ἤ τυπωμένο, ἕνα στιχούργημα, τὸ πρῶτο ποὺ θὰ παρατηρήσετε εἶναι ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ γραμμές - στίχους - ποὺ ἔχουν ἀπάνω-κάτω τὸ ἴδιο μᾶκρος. Αὐτὸ βέβαια γίνεται καὶ στὰ πεζά, ἀλλὰ ἐκεῖ οἱ γραμμές δὲν τελειώνουν πᾶντα σὲ ὁλάκερη λέξη, ὅπως στὰ στιχουργήματα, ἀλλὰ ἡ λέξη στὸ τέλος τῆς ἀράδας κόβεται, ὅπως ἔρχεται καλλίτερα στὸν γραφιὰ ἤ στὸν τυπογράφο. Ἄν, τώρα, μετρήσετε τὶς συλλαβὲς σ' ἕνα στιχούργημα, θὰ βρεῖτε πὼς ὅλοι οἱ στίχοι του - ἤ τουλάχιστον οἱ ἀντίστοιχοι: πρῶτος καὶ τρίτος, δεύτερος καὶ τέταρτος κ.ο.κ. - ἔχουν τὸν ἴδιο ἀριθμὸ ἀπὸ συλλαβές.
Νά τώρα μερικοὶ στίχοι, ποὺ ἔχουν ὅλοι τους ἀπὸ δεκαπέντε συλλαβές:
* Ἐπέσανε τ Γιάννινα σιγ ν κοιμηθοῦνε
ἐκλείσανε τ
μάτια τους, ἐσβήσανε τ φῶτα.
* Ἡ μάννα σφίγγει τ
παιδ βαθει στν ἀγκαλιά της.
Αὐτοὶ πάλι:
* Ἐκεῖ μέσα κατοικοῦσες
πικραμένη ντροπαλ

κι' ἕνα στόμα καρτεροῦσες
" Ἔλα πάλι" ν
σοῦ πῆ.
ἔχουν ἀπὸ ὀχτὼ συλλαβὲς ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἀντίστοιχός του τρίτος, κι' ἀπὸ ἑπτὰ ὁ δεύτερος καί ὁ ἀντίστοιχός του τέταρτος. Καὶ τέλος αὐτοί:
Τος δαίμονές της στέλλει
ἡ τῶν Ταρτάρων γένα
λυτούς,
σ
ν πεινασμένη λέαινα
νά καταφάγει θέλει
θνητούς.

Ἔχουν ἀπὸ ἑφτὰ συλλαβὲς ὁ πρῶτος καί ὁ πέμπτος, ἀπό ὀκτώ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τέταρτος κι' ἀπὸ δύο ὁ τρίτος καί ὁ ἕκτος - ἀντίστοιχα πᾶντα.
Ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν συλλαβῶν του, ἕνας στίχος ὀνομάζεται δισύλλαβος, τρισύλλαβος, τετρασύλλαβος καὶ καθεξῆς, ὥς τὸν δεκαπεντασύλλαβο καὶ τὸν δεκαεξασύλλαβο, ποὺ εἶναι οἱ μεγαλύτεροι συνηθισμένοι νεοελληνικοὶ στίχοι. Ἔχουν ὅμως γραφῆ καὶ στίχοι μὲ περισσότερες συλλαβές. Νά τώρα μερικὰ παραδείγματα:
Ξαν
ξυπνᾶ.
(δισύλλαβοι).
Κα ξαν
μ
ξυπνᾶ. ( τρισύλλαβοι).
Κα πάλι, νά,
μένα ξυπνᾶ.
(τετρασύλλαβοι).
Δέν ἦταν νἄβρω
γραφτό μου μαῦρο.
(πεντασύλλαβοι).
-Ἑφτασύλλαβους καὶ ὀχτασύλλαβους εἴδαμε πάρα πάνω.
Εἶναι νύχτα, στ στέγη βογγᾶ
ὁ βορι
ς κα ψηλ πέφτει χιόνι. (ἐννεασύλλαβος ὁ πρῶτος, δεκασύλλαβος ὁ δεύτερος).
Δροσι στ σωθικ τ μαραμένα. (ἑνδεκασύλλαβος)
Σν τῆς Ὡριᾶς τ κάστρο, κστρο δν εἶδα. (δωδεκασύλλαβος).
Σ σκέψεις εἶσαι βυθισμένος κα σωπαίνεις. (δεκατρισύλλαβος).
Ἀκούστηκε στν ἐρημι παράξενη φωνή. (δεκατετρασύλλαβος).
Μάννα, μέ τούς ἐννιά σου γιούς, τ μιά σου θυγατέρα. (δεκαπεντασύλλαβος).
-Ὁ εἰς μίαν μόνην ὥραν τν γῆν παίξας, τν γῆν χάσας. (δεκαεξασύλλαβος).
Μεγαλύτεροι στίχοι, εἴπαμε, δὲν συνηθίζονται. Ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς μεγάλους στίχους μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀποτελοῦνται ἀπὸ δύο μικρότερους ἑνωμένους. Π.χ. ὁ δεκαπεντασύλλαβος
- Ἐπέσανε τ Γιάννινα σιγ ν κοιμηθοῦνε
εἶναι ἕνας ὀχτασύλλαβος κι' ἕνας ἑφτασύλλαβος ποὺ μποροῦσαν θαυμάσια νὰ γραφτοῦν καὶ χωρισμένοι
- Ἐπέσανε τ Γιάννινα
σιγ
ν κοιμηθοῦνε.
Ἀπὸ τὴν ἐντύπωση ποὺ μᾶς προκαλοῦν, μποροῦμε νὰ ποῦμε γενικά ὅτι οἱ πολὺ μικροὶ στίχοι εἶναι γιὰ φαιδρὰ ποιήματα, καὶ οἱ πολὺ μεγάλοι γιὰ λυπητερά. Οἱ μέτριοι ταιριάζουν σὲ ὅλα. Φυσικα αὐτὸ δὲν εἶναι κανόνας. Ὑπάρχουν φαιδρότατα, ἐλαφρά, σατιρικὰ ποιήματα σὲ δεκαπεντασύλλαβους, καὶ σὲ μικροὺς ὑπάρχουν μελαγχολικώτατα, ὅπως ἡ τρελλ Μάννα" τοῦ Σολωμοῦ, σὲ ἑξασύλλαβους, πεντασύλλαβους καὶ τετρασύλλαβους.
Συχνὰ τὸ μᾶκρος τῶν στίχων δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸ εἶδος, τὸ νόημα καὶ τὴ διάθεση τοῦ ποιήματος, ἀλλὰ εἶναι κάτι ἐξωτερικό. Γι' αὐτὸ πολλοὶ ποιητὲς τοῦ παληοῦ καιροῦ, χρησιμοποιῶντας ἄλλοτε μικροὺς κι' ἄλλοτε μεγάλους στίχους, κάνανε τὰ ποιήματά τους σὲ διάφορα σχήματα (σταυρούς, ποτήρια, ὑδρίες, ρόμβους κλπ). Ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι πιὸ πολὺ παιγχνίδια παρὰ ποιήματα καὶ δυσκολεύουν τὸν ποιητὴ χωρὶς λόγο.

Εἴδαμε πὼς σὲ κάθε στιχούργημα ὅλοι οἱ στίχοι ἤ οἱ ἀντίστοιχοι πρέπει νὰ ἔχουν τὸν ἴδιον ἀριθμὸ συλλαβές. Ὅταν λείπη ἤ περισσεύει μιὰ συλλαβή, τὸ μέτρο καταστρέφεται. Ὑπάρχει δηλαδὴ "μετρικὸ λάθος". Τέτοιοι στίχοι εἶναι "λανθασμένοι", κι' ἐκεῖνοι μάλιστα ποὺ τοὺς λείπει μιὰ συλλαβή, λέγονται "χωλοί". Κι' ἀλήθεια, τὸ στιχούργημα ποὺ ἔχει τέτοιους στίχους μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει τὸ ἕνα του πόδι κοντύτερο ἀπὸ τ' ἆλλο - ἀκριβέστατη ἄλλωστε παρομοίωση, γιατί, καθώς θά ἰδοῦμε παρακάτω, οἱ στίχοι ἀποτελοῦνται ἀπό συστήματα ἤ συνδυασμοὺς συλλαβῶν, ποὺ λέγονται στὴν Μετρική "πόδες".
Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μετρήσει κανεὶς μὲ τὰ δάχτυλα τὶς συλλαβές, γιὰ νὰ ἰδῆ ἄν οἱ στίχοι σ' ἕνα στιχούργημα εἶναι σωστοὶ ἤ χωλοί. Τὸ καταλαβαίνει μὲ τὸ αὐτί. Τὸ τετράστιχο:
Σ γνωρίζ' ἀπό τήν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ ΣΟΥ τ
ν τρομερή,
σ
γνωρίζ' ἀπό τν ὄψη
πο
μέ βιάΣΗ μετρᾶ τ γῆ.
Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἀπαγγείλετε γιὰ νὰ καταλάβετε ἀμέσως πὼς εἶναι λανθασμένο, γιατί οἱ συλλαβές σου καί ση περισσεύουν.
Μόνο στοὺς ἀσυνήθιστους στίχους γελιέται κανεὶς εὔκολα καὶ τὸ μέτρημα μὲ τὰ δάχτυλα εἶναι ἀπαραίτητο. Ὁ δεκαπεντασύλλαβος (ἤ ὁ ἑπτασύλλαβος καὶ ὀκτασύλλαβος) εἶναι οἱ πιὸ συνηθισμένοι στίχοι κι' εὐκολώτατα τοὺς μετρᾶ κανεὶς μὲ τ' αὐτί. Ὁ ἑνδεκασύλλαβος ὅμως, ὁ δωδεκασύλλαβος καὶ ὁ δεκατρισύλλαβος εἶναι στίχοι ἀσυνήθιστοι καὶ χρειάζεται πολὺ μεγάλη ἐξάσκηση τοῦ αὐτιοῦ, γιὰ νὰ καταλαβαίνη κανεὶς τὰ λάθη του χωρὶς μέτρημα. Ὅσο γιὰ τοὺς μακρύτερους στίχους, τὰ "μεγαθήρια", οὔτε ὁ πιὸ γυμνασμένος στιχουργὸς δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς μετρήση ἀκουστικά. Ὥστε... μὴν ντρέπεσθε νὰ μετρᾶτε.


Β΄. ΣΥΝΙΖΗΣΗ.

Τὸ μέτρημα ὡστόσο τῶν συλλαβῶν ἑνὸς στίχου μὲ ἀκρίβεια δὲν εἶν' εὔκολο, ἄν δὲν ξέρει κανεὶς καὶ μερικὰ πράματα, ποὺ θὰ τὰ ποῦμε τώρα.
Παραπάνω τὸ πρῶτο τετράστιχο ἀπ' τὸν "Ὕμνο στν Ἐλευθερία" ἐγὼ σᾶς τὄγραψα ἔτσι (χωρὶς βέβαια τὰ λάθη ποὺ ἔκαμα ἐπίτηδες):
Σ γνωρίζ' ἀπ τν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τ
ν τρομερή,
σ
γνωρίζ' ἀπ τν ὄψη,
πο
μ βιά μετρᾶ τ γῆ.
Καὶ οἱ στίχοι του σᾶς εἶπα πὼς εἶναι ὀκτασύλλαβοι καίὶἑπτασύλλαβοι. Ὁ Σολωμός ὅμως τὸ ἔγραψε ἔτσι:
Σ γγωρίζω ἀπ τν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τ
ν τρομερή,
σ
γνωρίζω ἀπ τν ὄψη,
πο
μ βία μετράει τ γῆ.
Εἶναι λοιπὸν ὀκτασύλλαβοι καὶ ἑπτασύλλαβοι αὐτοὶ οἱ στίχοι ἀφοῦ ὁ πρῶτος - μετρῆστε! - ἔχει ἐννι συλλαβές, ὁ τρίτος κι' ὁ τέταρτος τὸ ἴδιο, καὶ μόνος ὁ δεύτερος ἔχει ἑφτά; Καὶ ὅμως εἶναι. Γιατί στὸ μετρημα, μερικὰ ζεύγη ἀπὸ συλλαβές - συνήθως ἕνα φωνῆεν στὸ τέλος μιᾶς λέξης κι' ἆλλο ἕνα στὴν ἀρχὴ τῆς ἑπομένης - πρέπει νὰ λογαριαστοῦν γι μι συλλαβή κι' ὄχι γιὰ δυό. Μὲ ἆλλα λόγια, οἱ συλλαβές αὐτὲς ἀποτελοῦνται ἀπὸ δύο φωνήεντα, ποὺ προφέρονται σὰν ἕνα. Κι' αὐτὸ εἶναι ἡ λεγόμενη σ υ ν ί ζ η σ η.
Νά τώρα οἱ συνιζήσεις ποὺ γίνονται στὸ παραπάνω τετράστιχο:
γνωρίζΩ Ἀπὸ (ΩΑ μιὰ συλλαβή)
καὶ στὸν πρῶτο καίὶστὸν τρίτο στίχο.
βΙΑ (ΙΑ μιὰ συλλαβή),
μετρΑΕΙ (ΑΪ μιὰ συλλαβή πάλι) στὸν τέταρτο στίχο.
Ἄν λογαριάσετε αὐτὲς τὶς τέσσερες συνιζήσεις , οἱ στίχοι στὸ μέτρημα θὰ σᾶς βγοῦν ὀκτασύλλαβοι, ὅπως σᾶς βγῆκαν καὶ στὴν πρώτη φορά, ὅπου ἀντὶ γιὰ συνιζήσεις ἔκαμα "ἐκθλίψεις" (γνωρίζ' ἀπὸ), καὶ τὴ λέξη "βία" τὴν ἔγραψα "βιά" καὶ τὸ "μετράει" ἁπλῶς "μετρᾶ".
Μ' ἆλλα λόγια, εἴτε συνίζηση κάνουμε εἴτε ἔκθλιψη, οἱ στίχοι μετριοῦνται τό ἴδιο. Πολλοὶ ποιητὲς προτιμοῦν νὰ βάζουν ἀπόστροφο, νὰ κάνουν δηλ. ἔκθλιψη, ὅπου μπορεῖ νὰ γίνει. Ἆλλοι προτιμοῦν ν' ἀφήσουν καὶ τὰ φωνήεντα, γιὰ νὰ προφέρονται σὰν ἕνα, νὰ κάνουν δηλ. συνίζηση. Ἀλλὰ πιὸ μουσικὸς εἶναι ὁ στίχος ποὺ ἔχει συνιζήσεις. Νά δυὸ στίχοι, ὁ ἕνας μὲ ἔκθλιψη, ὁ ἆλλος μὲ συνίζηση:
Ἄν γι τ πόδια σου, καλή, κι' ἄν γι τν κεφαλή σου
κρίνους ὁ λίθος ἔβγαζε, χρυσ
στεφάνΙΑ Ο ἥλιος.
Διαβάσετε τώρα καὶ τὸν δεύτερο μὲ ἔκθλιψη:
Κρίνους ὁ λίθος ἔβγαζε, χρυσ στεφάνι' ὁ ὅλιος.
Καταλαβαίνετε, βέβαια, ὅτι δέν εἶναι τόσο ὡραῖος, ὅσο ὅταν τὸ νιά-ο προφέρεται σὰν μιὰ συλλαβή, ὅταν δηλ. γίνεται συνίζηση. Οἱ περισσότερι στίχοι τοῦ Σολωμοῦ ἔχουν συνιζήσεις. Ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν δοκίμων ποιητῶν, προπάντων τῶν Ἑπτανησίων.


Γ΄. ΧΑΣΜΩΔΙΑ.
-Ὅταν στὸν στίχο μιὰ λέξη τελειώνη μὲ φωνῆεν (ἤ δίφθογγο) κι' ἀκολουθῆ ἄλλη ποὺ ἀρχίζει κι' αὐτὴ ἀπὸ φωνῆεν, καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ φωνήεντα δέν μποροῦν νὰ προφερθοῦν σὰν ἕνα, δηλ. νὰ γίνη συνίζηση (γιατί ἄν γινόταν, θά ἔλειπε μιὰ συλλαβὴ ἀπὸ τὸν στίχο), τότε λέμε πώς ὑπάρχει
χ α σ μ ω δ ί α. Π.χ.
Χιόνι ἔπεσε πολύ,
κάνει κρύο στ
ν αὐλή,
κοκκινίζει ἡ μύτη μου,
τρέχω εἰς τ
σπίτι μου.
Στόν πρῶτο στίχο ἔχουμε "χιόνΙ Ἔπεσε". Τὸ Ι καὶ τὸ Ε δὲν μποροῦν νὰ προφερθοῦν μαζύ, γιατί ὁ στίχος πρέπει νὰ ἔχει ἑφτά συλλαβές (ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἆλλοι), ἐνῶ ἄν γινόταν συνίζηση, θά εἶχε ἕξη. Ἄρα ὑπάρχει χασμωδία. Στὸν δεύτερο στίχο δὲν ἔχουμε χασμωδία, γιατί ὅπου μιὰ λέξη τελειώνει μὲ φωνῆεν, ἀκολουθεῖ ἄλλη ἀπό σύμφωνο. Οὔτε στὸν τρίτο στίχο ἔχουμε χασμωδία, γιατί στὸ "κοκκινίζΕΙ Η μύτη μου" γίνεται συνίζηση. Στὸν τέταρτο τέλος, ἔχουμε "τρέχΩ ΕΙς", δύο φωνήεντα πού κάνουν δυὸ συλλαβές, ἄρα χασμωδία.
Καὶ στὸν πεζὸ λόγο, ὅταν συμβαίνει νὰ ὑπάρχουν στὴ σειρὰ δυὸ συλλαβὲς ποὺ ἡ μιὰ νὰ τελειώνη καὶ ἡ ἄλλη νὰ ἀρχίζη ἀπὸ φωνῆεν ἤ δίφθογγο, ἔχουμε χασμωδία. Ἀλλὰ στὸν πεζὸ λόγο οἱ συλλαβὲς δὲν εἶναι μετρημένες κι' ἑπομένως μποροῦμε, διαβάζοντας, νὰ προφέρουμε τὰ δυὸ φωνήεντα σὰν ἕνα, δηλ. νὰ κάνουμε συνίζηση, χωρὶς αὐτὸ νὰ βλάψη διόλου τὸ κείμενο. Π.χ. "πῆγΕ Ὁ νέος ὥς τὴν πόρτα". Αὐτὸ γίνεται πολὺ περισσότερο στὸν προφορικὸ λόγο. Ἔτσι, χάρη στὴ συνίζηση δὲν αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη γιὰ ν' ἀποφύγουμε τὴν πᾶντα ὀχληρὴ στὸ αὐτί χασμωδία, νὰ κάνουμε ἔκθλιψη.
Οἱ ἀρχαῖοι ποὺ δὲν μποροῦν νά ὑποφέρουν τὴν χασμωδία, ἐφρόντιζαν πᾶντα καὶ στὸν πεζὸ λόγο, ὅταν μιὰ λέξη τελείωνε μὲ φωνῆεν, ἡ ἄλλη ν' ἀρχίζη ἀπὸ σύμφωνο, καὶ τὸ ἀντίθετο, ἐκτὸς ἄν μποροῦσε νὰ γίνη ἔκθλιψη. Π.χ. " οὐχ ὁ πάλλ' εἰδὼς ἀλλ' ὁ χρήσιμ' εἰδὼς ἔστιν ὁ Σοφός". Ἐδῶ, χάρη στὶς ἐκθλίψεις, δὲν ὑπάρχει καμμία χασμωδία. Κοιτᾶχτε ὅμως τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὴν "Κύρου Ἀνάβασιν" τοῦ Ξενοφῶντος: Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο, πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος". Καμμιὰ χασμωδία ἀλλὰ καὶ καμμιὰ ἔκθλιψη. Ὁ συγγραφέας δηλ. σχημάτισε ἔτσι τὴν φράση του, ὥστε τὸ τελικὸ φωνῆεν νὰ τὸ ἀκολουθῆ σύμφωνο.
Ἆλλος, ποὺ δὲν θὰ νοιαζότανε γιὰ χασμωδίες - δηλαδὴ λιγώτερο μουσικός, λιγώτερο πεζογράφος - μποροῦσε νά γράψη: "γίγνονται παίδες δύο, Ἀρταξέρξης μέν..." ὁπότε θὰ εἴχαμε "δύο Ἀρ" - χασμωδία.
Οἱ ποιητές μας, κι' οἱ δόκιμοι ἀκόμα, τὸν περασμένο ἰδίως αἰώνα, κάνανε συχνὰ χασμωδίες. Ὅσο ὅμως ἐξελίσσεται ἡ τέχνη, τόσο οἱ ἀπαιτήσεις γιὰ ἀποφυγὴ τῆς χασμωδίας γίνονται μεγαλύτερες. Ὁπωσδήποτε ἕνας τέλειος στίχος δὲν πρέπει νὰ ἔχη χασμωδίες. Πρέπει ν' ἀποφεύγωνται μὲ συνιζήσεις, ποὺ κάνουν τὸν στίχο πλούσιο.
Γιὰ νὰ βρίσκετε τὶς χασμωδίες ἑνὸς στίχου, μπορεῖτε νὰ βάζετε ἀνάμεσα στὰ συνεχώμενα φωνήεντα ἕνα Ν. Ὅπου χωράει τὸ Ν, χωρὶς νὰ χαλάει τὸ μέτρο τοῦ στίχου, θὰ πῆ πώς ὑπάρχει χασμωδία. Π.χ.
Ν' ἀκούσω ἤθελα ἐγ τ εὔγλωττό σου στόμα.
Νά πόσα Ν χωροῦν:
"Ν' ἀκούσωΝ ἤθελαΝ ἐγὼ τὸΝ εὔγλωττό σου στόμα".
- Ὅπου ὅμως τὸ Ν δὲν χωράει, γιατί καταστρέφει τὸ μέτρο, δὲν ὑπάρχει χασμωδία, ἀλλά πρέπει νὰ γίνη συνίζηση.
Π.χ. στόν στίχο: " Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη"
ἄν βάλουμε τὸ Ν προστίθεται μιὰ συλλαβή.


Δ΄. Ο ΡΥΘΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΟΝΟΣ.

Στὴ γλώσσα μας, κάθε λέξη ἔχει μιὰ συλλαβὴ ποὺ τονίζεται, δηλαδὴ ποὺ προφέρεται πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὶς ἆλλες, καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἄτονες. Ὁ τόνος λοιπὸν εἶναι ποὺ κανονίζει, ποὺ ρυθμίζει τὸν νέο ἑλληνικὸ στίχο. Κάθε στίχος μας δηλαδὴ εἶναι μιὰ διαδοχὴ ἀπὸ τονιζόμενες καὶ ἄτονες συλλαβές, κατὰ διάφορα συστήματα τονισμένα.
Π.χ. δυὸ συλλαβὲς ἄτονες, μιὰ τονισμένη:
τατατά τατατά τατατά.
ἤ μία τονισμένη, δύο ἄτονες:
τάτατα τάτατα τάτατα.
ἤ μία τονισμένη, μία ἄτονη: τάτα τάτα τάτα τάτα
ἤ τὸ ἀντίθετο:
τατά τατά τατά τατά.
Ὁ τόνος λοιπὸν κάνει τὸν Ρ υ θ μ ό τοῦ στίχου.
Δυὸ στίχοι μπορεῖ νὰ ἔχουν τὶς ἴδιες ἀκριβῶς συλλαβές, δὲν εἶναι ὅμως ὅμοιοι, δὲν ταιριάζουν, ὅταν δὲν ἔχουν τὸν ἴδιο τονισμό, τὸν ἴδιο ρυθμό.
Γράψετε στὴν τύχη μιὰ φράση ἀπὸ μερικὲς λέξεις ποὺ νὰ κάνουν δέκα συλλαβές, χωρὶς νὰ προσέξετε καθόλου ποῦ τονίζεται ἡ κάθε λέξη.
Π.Χ.
Χωρς ν ποσέξετε καθόλου.
-Ἔ, αὐτὸ πού γράψατε δὲν εἶναι καθόλου δεκασύλλαβος στίχος, γιατί δὲν ἔχει κανένα σύστημα τονισμοῦ, κανένα ρυθμό. Ἄν γράψετε ὅμως:
χωρς καθόλου ν προσέξετε,
τότε κάνετε σωστὸ δεκασύλλαβο στίχο ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ πέντε ὅμοιους συνδιασμοὺς τονιζομένων καί ἄτονων συλλαβῶν, ἀπό πέντε "πόδας", ὅπως λέμε ἐπίσημα, κατὰ τὸ σύστημα: τατά, τατά, τατά, τατά, τατά.
Πρέπει νὰ σημειώσετε, ὅτι στὸν στίχο ὑπολογίζονται μόνο οἱ τόνοι τῶν κυρίων λέξεων, ἐνῶ ὁ τόνος τῶν μονοσυλλάβων - ἄρθρων, προθέσεων, συνδέσμων κλπ - δὲν ἀκούγεται καὶ δὲν λογαριάζεται. Γιατί γράφουμε "τὸ σπαθί", "τὴν τιμή" ἀλλά προφέρουμε "τοσπαθί", "τηντιμή".
Χρειάζεται λοιπὸν μεγάλη προσοχὴ στὸν τονισμὸ τῶν στίχων, γιὰ νὰ μὴ χαλάη πουθενὰ ὁ ρυθμός. Σ' αὐτὸ βέβαια ὁδηγεῖ πρῶτα-πρῶτα τὸ αὐτί.
Γιὰ περισσότερη ὅμως ἀσφάλεια πρέπει νὰ κάνετε τὸ διάγραμμα τοῦ στίχου ποὺ ἔχετε διαλέξει, γιὰ νὰ βλέπετε ἄν τονίζετε πᾶντα τὶς συλλαβές ποὺ εἶναι τονισμένες ἐκεῖ ἤ καμμιά ἀπὸ τὶς ἄτονες. Π.χ. τὸ δάγραμμα τοῦ δεκαπεντασυλλάβου στίχου σας εἶναι αὐτό:
τατά τατά τατά τατά τατά
Νά τώρα ἕνας στίχος σωστός, σύμφωνα μ' αὐτὸ τὸ διάγραμμα:
Τραγού-διἀρχίζουν τ-πουλιά-στ δέν-τρα ταί-ρι ταί-ρι.
Ἄν ὅμως ἀντὶ "ἀρχίζουν", βάζαμε "ἀρχινοῦν", ὁ στίχος θὰ εἶχε πάλι δεκαπέντε συλλαβές, ἀλλὰ ὁ ρυθμός του θὰ ἦταν χαλασμένος. Γιατί θά εἴχαμε στὸν τρίτο πόδα "νοῦν τα", δηλαδὴ τονισμένη τὴν πρώτη συλλαβή καί ὄχι τὴν δεύτερη, ὅπως στὸ διάγραμμα. Διαβᾶστε τον ἔτσι τόν στίχο νά δῆτε πόσο ἄρρυθμος εἶναι:
Τραγούδι ἀρχινοῦν τά πουλιά στά δέντρα ταίρι-ταίρι.
Ἄς δοῦμε τώρα μιὰ ἄλλη παραλλαγὴ τοῦ δεκαπεντασύλλαβου:
Καί φτερουγίζαν τά πουλι χαρούμενα στ δέντρα.
Ὁ στίχος αὐτὸς ρυθμικὰ εἶναι σωστότατος. Ὡστόσο δὲν εἶναι σύμφωνος μὲ τὸ διάγραμμά μας, γιατί ἡ δεύτερη συλλαβή ΦΤΕρουγίζαν καὶ ἡ δωδέκατη χαρούμεΝΑ, ποὺ στὸ διάγραμμα εἶναι τονισμένες, ἐδῶ εἶναι ἄτονες. Τί συμβαίνει λοιπόν; Νά σᾶς τὸ ἐξηγήσω.
Ἀπὸ τὶς τονισμένες συλλαβὲς σὲ κάθε διάγραμμα στίχου μερικὲς εἶναι "ὑποχρεωτικές". Οἱ πρῶτες δηλαδὴ πρέπει νὰ τονίζωνται ὁπωσδήποτε, γιατί ἀλλοιώτικα ὁ στίχος χάνει τὸν ρυθμό του, γίνεται ἄρρυθμος. Τὶς δεύτερες ὅμως μπορεῖ ὁ στιχουργὸς νὰ μὴν τὶς τονίζη, χωρὶς νὰ χάνη τίποτα ὁ στίχος, ἀπεναντίας μάλιστα νὰ κερδίζη. Ἔτσι μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ὄχι μόνον ἐπιτρέπεται ἀλλὰ καὶ ἐπιβάλλεται ἡ ἀθέτηση τοῦ διαγράμματος, γιὰ ν' ἀποφεύγεται ἡ μονοτονία ποὺ θὰ εἶχε ἕνα ποίημα, ἄν ὅλοι οἱ στίχοι του τονίζονταν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο.
Θὰ ρωτήσετε τώρα ποιές εἶναι οἱ ὑποχρεωτικὲς καὶ ποιές οἱ προαιρετικές συλλαβές. Δυστυχῶς, δὲν θὰ σᾶς ἱκανοποιήσω τὴν περιέργεια, γιατί οἱ κανόνες εἶναι πάρα πολλοὶ καί, ἄν σᾶς τοὺς ἔγραφα, ἡ στιχουργική μου θά γινόταν πάρα πολὺ μεγάλη καὶ πολύπλοκη.
Θὰ σᾶς δώσω τοὺς κανόνες μόνο γιὰ τὸν δεκαπεντασύλλαβο, ἐπειδὴ εἶναι ὁ πιὸ συνηθισμένος νεοελληνικὸς στίχος. Λοιπόν, στὸν στίχο αὐτὸν ἡ δεύτερη καὶ ἡ τέταρτη συλλαβὴ μπορεῖ νὰ τονίζουνται κι' οἱ δυό. Ἄν ὅμως ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς δύο εἶναι ἄτονη, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τονίζεται ἡ ἄλλη. Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὴν ἕκτη καὶ τὴν ὄγδοη. Τὸ ἴδιο γιά τήν δέκατη καὶ τὴν δωδέκατη. Ἡ δέκατη τέταρτη ὅμως πρέπει νά εἶναι πντα ἄτονη.
Μιὰ ὁδηγία πρέπει νὰ σᾶς δώσω ἀκόμα. Ὅταν μετρᾶτε ἕναν στίχο "κατὰ πόδας" ( τάτα τάτα ἤ τατατά τατατά τατατά κλπ), ὁ τελευταῖος δὲν εἶναι πᾶντα σωστός. Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ λείπη ἤ νὰ περισσεύη μιά συλλαβή. Π.χ. στὸν στίχο
Εἶναι νύ/ χτα στ στέ/ γη βογγοῦ/ σε
περισσεύει μιὰ συλλαβή. Αὐτό ὅμως δὲν ἔχει σημασία. Γιατί γενικά, ὅταν ὁ ἀριθμός τῶν συλλαβῶν ἑνός στίχου δὲν διατηρῆται ἀκριβῶς μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν συλλαβῶν τῶν ποδῶν του ( ποὺ θὰ εἶναι ἤ δύο ἤ τρεῖς), θὰ περισσεύουν ἤ θά λείπουν στὸν τελευταῖο πόδα μιά ἤ δυό συλλαβές.
Ἀπ' ὅσα εἴπαμε ὥς τώρα, θὰ συμπεράνατε βέβαια πὼς ὁ "ρυθμὸς" κι' ὁ "τονισμὸς" τοῦ στίχου εἶναι τὸ ἴδιο πράμα ἤ καλλίτερα πὼς ὁ ρυθμὸς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τονισμό. Καὶ ἔτσι εἶναι κατὰ βάση. Ὡστόσο, πέρα ἀπὸ τὸν ρυθμὸ ποὺ πετυχαίνεται μὲ τὸν τονισμό, ὑπάρχει μιὰ ἄλλη "ἁρμονία" τοῦ στίχου, ποὺ κερδίζεται μὲ τὴν κατάλληλη ἐπιλογὴ τῆς λέξης. Κοιτᾶχτε δυό στίχους:
Ἆσπρο γαρύφαλλο κρατῶ κα θέλω ν τ βάψω.
Ἀνάκουστος κελαϊδισμ
ς κα λιγοθυμιασμένος.
Εἶναι καὶ οἱ δυὸ δεκαπεντασύλλαβοι, κι' οἱ δυὸ σωστὰ τονισμένοι, ἀλλὰ ὁ ρυθμός τοῦ δεύτερου εἶναι ἀργός, μελαγχολικός, λυπητερός, ἐνῶ τοῦ πρώτου εἶναι ζωηρὸς καὶ χαρούμενος.
- Ἔχομε λοιπὸν ρυθμοὺς ἀργούς, γοργούς, μέτριους, κι' ὁ ποιητὴς διαλέγει τὸν ρυθμό, ποὺ ταιριάζει στὸ εἶδος κὶ στὴν ἔννοια τοῦ τραγουδιοῦ του, σ' ὅ,τι εἴδους στίχο κι' ἄν τὸ κάνη. Γενικὰ οἱ μικροὶ στίχοι ἔχουν πιὸ γοργὸ ρυθμὸ κι' οἱ μεγάλοι πιὸ ἀργό. Γι' αὐτό οἱ πρῶτοι ταιριάζουν στὰ φαιδρά, στὰ εὐτράπελα καὶ σατιρικά ποιήματα, ἐνῶ οἱ δεύτεροι στὰ σοβαρά, στὰ μελαγχολικά. Θυμηθῆτε:
* Ἡ κυράτσα Κρουσταλλένια
ἔχει γνώση σ
ν κουκοτσι
κα
μι γλώσσα σν παποτσι.
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα
χίλια λόγια της τρεχάτα!

Καὶ τὸ ἆκρο ἀντίθετο:
Μελαγχολίας μεστ εἶναι αὕτ' ἡ ζοφώδης ἑσπέρα.
Ἀλλὰ αὐτὸ δέν εἶναι κανόνας. Καὶ μικροὶ στίχοι μποροῦν νὰ πάρουν ἀργό, μελαγχολικὸ ρυθμό, καὶ μεγάλοι, δεκαπεντασύλλαβοι, νὰ πάρουν γοργὸ καί παιγχνιδιάρικο. Μικροὺς μελαγχολικοὺς ἔχει γράψει π.χ. ὁ Βιζυηνός, καὶ μεγάλους γοργοὺς καὶ φαιδρότατους ὁ Σουρῆς.

Ε΄. Η ΤΟΜΗ.

Καθὼς θὰ ἔχετε παρατηρήσει, οἱ μεγάλοι στίχοι - δεκαπεντασύλλαβοι καὶ καθεξῆς - χωρίζονται στὴ μέση κι' ἔχουν ἔτσι δυὸ μέρη ἤ "ἡμιστίχια". Στὸ σημεῖο ποὺ χωρίζονται, ποὺ "τέμνονται", εἶναι ἡ "τομή". Π.χ.
Στοῦ κύκλου τ γυρίσματα / πο ἀνεβοκατεβαίνουν
Ἀνάκουστος κελαϊδισμ
ς / κα λιγοθυμισμένος.
- Ὅταν διαβάζουμε, ὅταν ἀπαγγέλλουμε, στεκόμαστε λίγο στὴν τομὴ τοῦ στίχου καὶ στὸ τέλος του. Ὅσο γιὰ τοὺς μικροὺς στίχους, αὐτοὶ δὲν ἔχουν τομή. Μόνο στὸ τέλος στεκόμαστε λίγο καθὼς τοὺς διαβάζουμε, κάνουμε δηλαδὴ τομή. Λοιπόν, κανόνας: ἐκεῖ ποὺ γίνεται ἡ τομὴ τοῦ στίχου, πρέπει νὰ τελειώνη λέξη. Ὅταν δὲν τελειώνη ἡ λέξη καί, γιὰ νὰ κάνουμε τομή, πρέπει νὰ τὴν κόψουμε στὴ μέση, ὁ στίχος λέγεται "ἄτμητος". Καὶ τότε μπορεῖ νὰ εἶναι σωστός, ὅμως εἶναι ἀνώμαλος.
Μερικοὶ ὅμως ποιητὲς γράφουν ἐπίτηδες ἄτμητους στίχους, ἀκόμα καὶ δεκαπεντασύλλαβους. Κι' αὐτὸ ὄχι μόνο δέν εἶναι λάθος, ἀλλά ἀπεναντίας δίνει στόν στίχο μεγαλύτερη πικιλία καὶ περισσότερη μουσικότητα σπάζοντας τὴν μονοτονία. Φυσικά, αὐτὰ δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχάριους στιχουργούς. Τὸ πρῶτο ποὺ ἔχει νὰ κάνη κανεὶς εἶναι νὰ μάθη νὰ φτιάνη σωστούς, κανονικούς στίχους καὶ ἀργότερα ἔχει καιρὸ γιὰ τοὺς ἄτμητους.


Στ΄. ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ.
Οἱ στίχοι κατὰ κανόνα ὁμοιοκαταληκτοῦν μεταξύ τους, τελειώνουν δηλαδὴ μὲ τὸν ἴδιο ἦχο, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὀρθογραφία, δυὸ-δυό, τρεῖς-τρεῖς, κλπ. Ἡ ὁμοιοκαταληξία ποὺ λέγεται, ἀπὸ τὰ ἰταλικά, καὶ ρίμα, δὲν ἦταν γνωστὴ στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες. Μπῆκε στὴν ποίησή μας ἀπὸ τὸν μεσαίωνα.
- Ὁ γενικὸς κανόνας τῆς ὁμοιοκαταληξίας εἶναι ὁ ἑξῆς: οἱ λέξεις πρέπει νὰ ὁμοηχοῦν ἐντελῶς ἀπὸ τὸν τόνο καὰ κάτω (ἡ ὀρθογραφία, εἴπαμε, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει). Ἔτσι τὸ φόνισσα ὁμοικαταληκτεῖ μὲ τὸ ἐψώνισα, τὸ ἀνατολίτισσα μὲ τὸ ἐζήτησα, γιατί ἀπὸ τὸν τόνο καὶ κάτω ὁ ἦχος εἶναι ἐντελῶς ὁ ἴδιος (ίτισα, όνισα). Ὄχι ὅμως καὶ τὸ ὕπερος μὲ τὸ ὕστερος ἤ τὸ ἴκτερος. Ἐπίσης τὸ θεριεμένα ὁμοιοκαταληκτεῖ μὲ τὸ πέννα, τὸ νιότη μὲ τὸ συκτι, ὄχι ὅμως καὶ τὸ τρόμος μὲ τὸ τρόπος. Ἔτσι καὶ τὰ ὀξύτονα ὁμοιοκαταληκτοῦν καὶ τὸ τελευταῖο τονιζόμενο φωνῆεν, ἀδιάφορο ἄν συμφωνῆ τὸ προηγούμενο σύμφωνο. Π.χ. τὸ ὀργή ὁμοιοκαταληκτεῖ μὲ τὸ πληγή ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ παχύ, καὶ μὲ τὸ βολεῖ κλπ. Στά ὀξύτονα δηλαδή ἡ "ὁμοηχία" τῆς τελευταίας συλλαβῆς δὲν εἶναι ὑποχρεωτική. Μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι ἡ ὁμοιοκαταληξία π.χ. πληγή-ὀργή εἶναι πλουσιώτερη ἀπὸ τὴν ὁμοιοκαταληξία π.χ. πληγή-παχύ, κλπ.
-Ὑπάρχουν λοιπὸν ὁμοικαταληξίες πλούσιες καὶ φτωχές. Φτωχὲς ἤ κοινές, εἶναι ὅταν ὁ στιχουργὸς περιορίζεται στὸν κανόνα, ὅταν δηλ. οἱ λέξεις ὁμοιοκαταληκτοῦν ἀπὸ τὸν τόνο καὶ κάτω. Πλούσιες εἶναι ὅταν οἱ λέξεις ὁμοικαταλκτοῦν καὶ πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν τόνο (κι' ὅσο πιὸ πάνω, τόσο πιὸ πλούσιες εἶναι οἱ ὁμοιοκαταληξίες).
-Ὑπάρχουν ἀκόμα ὁμοικαταληξίες κοινὲς ἤ εὔκολες κι' ὁμοιοκαταληξίες δύσκολες, σπάνιες, ἀπρόοπτες. Τί εὐκολώτερο, τί κοινότερο, ἀπό τό νά ὁμοιοκαταληκτήσεις τὸ καλς μὲ τὸ κακός, τὸ τραγούδι μὲ τὸ λουλούδι; Ἀλλὰ τί δύσκολο νά βρῆς ὁμοιοκαταληξία μὲ τὸ στέρνα (ταβέρνα, φτέρνα) ἤ μὲ τὸ ὕπτιος (Αἰγύπτιος);
Ἀκόμα λίγες ὁδηγίες πρέπει νὰ σᾶς δώσω. Ὡραία, πλούσια καὶ δύσκολη εἶναι ἡ ὁμοιοκαταληξία, ὅταν ὁμοιοκαταληκτοῦν διάφορα μέρη τοῦ λόγου. Π.χ. ὄνομα μὲ ρῆμα, ρῆμα μὲ ἐπίθετο, ἐπίρρημα μὲ ἀντωνυμία, κλπ. Νά ἕνα παράδειγμα πλούσιας ὁμοιοκαταληξίας ἀπὸ τὸν Ραγκαβῆ:
* Ἡ ἔκταση τοῦ ἀχανοῦς (ἐπίθετο)
Αἰγαίου ἐκοιμᾶτο.(
ρῆμα)
κι' ἔβλεπες δύο οὐρανούς, (
οὐσιαστικό


Ζ΄. Η ΣΤΡΟΦΗ.

* Ἡ στροφὴ εἶναι ἕνα σύμπλεγμα ἀπὸ στίχους. Τὰ ποιήματα, ὅταν δὲν εἶναι μονοκόμματα, ἀποτελοῦνται ἀπὸ στροφές.
Στροφὴ (ἀπὸ τὸ στρέφω=γυρίζω) σημαίνει γύρισμα. Καὶ πραγματικά, σ' ἕνα ποίημα, ἀφοῦ τελειώση μιὰ στροφή, ξανάρχεται, ξαναγυρίζει συνήθως μιὰ ἄλλη ὅμοια.
* Ἡ μικρότερη στροφὴ εἶναι τὸ δίστιχο. Φυσικά, οἱ δύο στίχοι πρέπει νὰ ὁμοιοκαταληκτοῦν μεταξύ τους. Ὅταν δὲν ὁμοιοκαταληκτοῦν παρὰ εἶναι στίχοι ἐλεύθεροι (καὶ θὰ δοῦμε παρακάτω πότε οἱ στίχοι λέγονται ἐλεύθεροι), τότε τὸ ποίημα εἶναι μονοκόμματο.
Ἀπὸ δίστιχες στροφές ἀποτελεῖται π.χ. ὁ " Ὅρκος" τοῦ Μαρκορᾶ καὶ κατὰ μέγα μέρος ἡ "Κυρά-Φροσύνη" τοῦ Βαλαωρίτη.
* Ὅταν ὅμως ἕνα ποίημα - προσέξετε σ' αὐτὴ τή διάκριση - ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μόνο στίχους, ἔστω καὶ ὁμοιοκαταληκτικούς, τότε δὲν ἔχομε πιὰ στροφή, ἀλλὰ ἕνα ἰδιαίτερο ποιητικὸ εἶδος, ποὺ λέγεται δίστιχοΛιανοτράγουδο. Οἱ παροιμίες π.χ. εἶναι δίστιχα:
Πολλά μαλλιά
λίγα μυαλά
κλπ κλπ.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἔχομε καὶ τρίστιχα ποιήματα καὶ τετράστιχα (ὅπως εἶναι ὅλα τὰ ποιήματα στήν "Παγά λαλέουσα" τοῦ Π.Νιρβάνα), καὶ ἑξάστιχα. Πολὺ συνηθισμένο εἶδος εἶναι τὸ ὀκτάστιχο. Θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανείς ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο τετράστιχα, δηλ. ἀπὸ δυὸ στροφές. Εἶναι ὅμως καὶ μονοκόμματα, ὅταν τὰ δυό τετράστιχα δὲν εἶναι ἀνεξάρτητα, ἀλλὰ οἱ στίχοι τοῦ ἑνὸς ὁμοιοκαταληκτοῦν μὲ τοὺς στίχους τοῦ ἄλλου. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ ἑξάστιχο. Ἡ ὁμοιοκαταληξία δένει τοὺς στίχους μεταξύ τους, γι' αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουμε δύο τρίστιχα. Ἰδιαίτερο καὶ πολὺ συνηθισμένο εἶδος εἶναι καὶ τὸ δεκατετράστιχο ἤ Σονέττο, ποὺ κι' αὐτὸ δὲν εἶναι δύο τετράστιχα καὶ δύο τρίστιχα ἀλλὰ τὸ πολὺ ἕνα ὀκτάστιχο κι' ἕνα ἐξάστιχο, ποὺ δένονται μὲ δικούς τους κανόνες.
Ἄς ξαναγυρίσουμε ὅμως στὶς καθαυτὸ στροφές. Εἴπαμε πὼς οἱ στίχοι τῶν στροφῶν πρέπει νὰ ὁμοικαταληκτοῦν μεταξύ τους καὶ πὼς ἡ μικρότερη στροφὴ εἶναι τὸ δίστιχο. Στὴν τρίστιχη στροφὴ μποροῦν νὰ ὁμοιοκαταληκτοῦν καὶ οἱ τρεῖς στίχοι ἤ μόνον οἱ δύο (α+γ ἤ β+γ). Ἀλλὰ ὅποιο σύστημα ὁμοικαταληξίας κι' ἄν διαλέξη κανεὶς γιὰ τὰ τρίστιχά του, μὲ τὸ ἴδιο πρέπει νὰ ἐξακολουθήση ὅλο τὸ ποίημα. Στὸ τετράστιχο ὁμοιοκαταληκτοῦν συνήθως ὁ α+γ, ὁ β+δ. Μποροῦν ὅμως νὰ ὁμοιοκαταληκτοῦν καὶ ὁ α+δ καί ὁ β+γ. Ἤ ἀκόμα μόνο ὁ β+δ. Αὐτή μάλιστα ἡ τετράστιχη στροφὴ εἶναι ἀρκετά συνηθισμένη, πρέπει ὅμως οἱ λυτοί στίχοι (α+γ) νὰ εἶναι ὅμοιοι, μετρικά, νὰ ἔ- χουν δηλαδὴ τὶς ἴδιες συλλαβές, καὶ νὰ εἶναι καὶ νὰ τονίζωνται καὶ οἱ δύο ὅμοια στὸν τελευταῖο πόδα. Ὁπωσδήποτε στὴν περίπτωση, ποὺ ἀπὸ τοὺς τέσσερεις στίχους μιᾶς στροφῆς ὁμοικαταληκτοῦν μόνον οἱ δύο, ἔχουμε κατὰ βάθος δίστιχο, ἀποτελούμενο ἀπό ἕναν μεγάλο στίχο χωρισμένο στὸ γράψιμο σὲ δύο μικρούς.
Δὲν θὰ σᾶς δώσω λεπτομέρειες γιὰ τὸ πῶς ὁμοιοκαταληκτοῦν).

Η΄. ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ.

Στίχοι ποὺ δὲν δένονται μὲ ὁμοιοκαταληξία, λέγονται λυτοἐλεύθεροι. Ὅλα σχεδὸν τὰ δημοτικά μας τραγούδια ἀπὸ τέτοιους στίχους ἀποτελοῦνται.
Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ γνωστοὶ ποιητὲς παλαιότεροι ἤ σημερινοί, κάνουν στίχους χωρὶς ὁμοιοκαταληξίες κι' ὄχι μόνο ὅλο δεκαπεντασύλλαβους, ἀλλὰ καὶ στροφὲς μὲ μικρότερους καὶ ποικίλους στίχους.
* Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ποιήματα σὲ στίχους ἀκόμα πιὸ ἐλεύθερους. Αὐτοὶ ὄχι μόνο ὁμοιοκαταληξίες δὲν ἔχουν ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁμοιόμορφοι δὲν εἶναι. Ἆλλοι μεγάλοι, ἄλλοι μικροί, ἄλλοι κατὰ τὸν ἕνα μετρικὸ ρυθμό, ἆλλοι κατὰ τὸν ἆλλο, ἆλλοι χωρὶς κανέναν ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ρυθμούς.
Καὶ στὶς στροφὲς τὸ ἴδιο. Κανένας κανόνας δὲν τηρεῖται σ' αὐτὰ τὰ ποιήματα. Ὁ ποιητής, ἐλεύθερα ἐντελῶς, φτιάχνει τοὺς στίχους καὶ τὶς στροφές του καὶ τοὺς δίνει ἕναν ἐσωτερικὸ ρυθμό, ποὺ τὸν κανονίζει ὅπως τοῦ ἀρέσει ἐκείνου.
Μὴ νομίσετε ὅμως ὅτι ἡ ἐλευθερία αὐτὴ κάνει εὐκολώτερους τοὺς λυτούς στίχους. Κάθε ἆλλο! Οἱ λυτοὶ στίχοι εἶναι δυσκολώτεροι. Γιατί πρέπει νὰ ἔχουν μεγαλύτερη μουσικότητα, περισσότερη ἀκριβολογία, προπάντων περισσότερη ποίηση. Τὸ μέτρο, βλέπετε, κι' ἡ ὁμοιοκαταληξία σκεπάζουν καὶ κρύβουν πολλά. Ὅπου ὅμως λείπουν αὐτὰ τὰ στολίδια, πρέπει νὰ ὑπάρχη πολλὴ οὐσία, πολλὴ ποίηση, γιὰ νὰ μὴν ἀποφαίνεται ἡ ἔλλειψή τους.
ΤΕΛΟΣ. 

Προβολές: 801

Σχόλιο

Πρέπει να είστε μέλος του Ποιητική γωνιά για να προσθέσετε σχόλια!

Γίνετε μέλος του Ποιητική γωνιά

Στατιστικά ιστοσελίδας


Βίντεο

Σήμα

Γίνεται φόρτωση...

Φόρουμ

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

Η Ποίησή μου

Ξεκίνησε από τον/την Βαγγέλης Βουτσίνος 10 Φεβ. 0 Απαντήσεις

ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 29, 2023. 0 Απαντήσεις

μαζὺ μὲ τὴν ἐπάνοδό μου, αὐτό

Ξεκίνησε από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. Τελευταία απάντηση από τον/την Ἰάνης Λὸ Σκόκκο Ιουν 19, 2023. 1 Απάντηση

© 2024   Created by Nikolakakos Georgios (spartinos).   Με την υποστήριξη του

Διακριτικά  |  Αναφορά προβλήματος  |  Όροι χρήσης

SEO Services